Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Το παιχνίδι του Brexit και η Ιρλανδία: Όλα για το βαθύ ρήγμα μεταξύ Ευρώπης – Βρετανίας και την άνοδο Κόρμπιν στην εξουσία

Το Brexit αποτελεί έτσι κι αλλιώς μια τραγωδία για την Ευρώπη. Κι αυτό όχι τόσο με την έννοια ότι αποτέλεσε τη «δικαίωση» του παραδοσιακού, δεξιού τύπου βρετανικού ευρωσκεπτικισμού, που δεν άφησε ποτέ το Ηνωμένο Βασίλειο να παίξει ηγετικό και προοδευτικό ρόλο στην προσπάθεια μιας ειρηνικής, αστικού τύπου ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Αυτός ο «ευρωσκεπτικισμός», δηλαδή ο καλυμμένος αντιευρωπαϊσμός των μπατίρηδων – πια - Άγγλων μονοπωλιστών, που ονειρεύονταν πάντα τον ρόλο που έχασαν ως παγκόσμια ηγεμονική αυτοκρατορία μετά το 1945, υπόβοσκε από τη δεκαετία του ’70, αλλά ήταν γενικά σε ύπνωση. Αυτόν τον έβγαλε από το συρτάρι ο - όπως όλα δείχνουν – προβοκάτορας του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού Βρετανός πρωθυπουργός Κάμερον, ανοίγοντας από το πουθενά ζήτημα δημοψηφίσματος για παραμονή ή μη της χώρας του στην ΕΕ στις βουλευτικές εκλογές του 2015. Είχε προηγηθεί μια διαπραγμάτευσή του με την ΕΕ που εξασφάλιζε μια σειρά νέων εξαιρέσεων για τη Βρετανία από την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ακόμη και αν εκείνη έμενε στην Ένωση.

Ο Κάμερον μετά τη νίκη του στις εκλογές του ‘15, (και εν μέσω της τεράστιας αντιευρωπαϊκής προβοκάτσιας Τσίπρα-Μέρκελ (οι οποίοι με το γενικό άνοιγμα των ελληνικών και γερμανικών συνόρων με πρόσχημα τη σφαγή στη Συρία, προκάλεσαν ξαφνικά ένα πελώριο μεταναστευτικό ρεύμα και δυνάμωσαν το αντίστοιχο ξενοφοβικό ρεύμα), άφησε τον κρυφοφασίστα και αποδεδειγμένα πια πράκτορα του Κρεμλίνου Φάρατζ (UKIP) να οργιάσει αντιευρωπαϊκά και να ενώσει – όπως πάντα γίνεται στα διλημματικού τύπου δημοψηφίσματα – κάθε δυσαρέσκεια και αντίθεση σε κυβερνητικές ή ευρωπαϊκές πολιτικές στο άρμα του Brexit. Ο ένας ψηφοφόρος υπέρ του Brexit ψήφιζε νομίζοντας ότι θα βελτιωθεί η υγειονομική του περίθαλψη με τα χρήματα που πήγαιναν στις Βρυξέλλες και τώρα θα πήγαιναν στο βρετανικό ΕΣΥ (NHS), ο δεύτερος θεωρώντας ότι «τιμωρεί» το κοσμοπολίτικο Λονδίνο των Ευρωπαίων μεταναστών που έχει αφήσει σε σχετική υπανάπτυξη τη βιομηχανική κεντρική και βόρεια Αγγλία, ο τρίτος ψήφιζε γιατί δε συμπαθούσε τη «γραφειοκρατία των Βρυξελλών» και δεν ήθελε τη μαζική οικονομική μετανάστευση των Τσίπρα - Μέρκελ στην πόρτα του.

Με την καίρια βοήθεια του τροτσκιστή ηγέτη των Εργατικών Κόρμπιν, που ενώ στα λόγια ήταν με την παραμονή στην ΕΕ (Bremain), στην πραγματικότητα έκανε μια άνευρη και προβοκατόρικη εκστρατεία που ενίσχυε τον αντιευρωπαϊσμό, η δεξιά πτέρυγα των Συντηρητικών και οι ρωσοκινούμενοι σωβινιστές του UKIP κέρδισαν με σχεδόν 52% το δημοψήφισμα κι άνοιξαν τον δρόμο για την οριστική έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ.

 

Η Μέι και η διαπραγμάτευση της εξόδου

 

Η πλειοψηφία των βουλευτών και των στελεχών τόσο του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος (συμπεριλαμβανομένης της Μέι, που διαδέχθηκε τον Κάμερον στην ηγεσία), όσο και – ακόμη περισσότερο – του Εργατικού Κόμματος είχαν ταχθεί στο δημοψήφισμα με την παραμονή στην ΕΕ. Βρέθηκαν λοιπόν (κυρίως οι Συντηρητικοί ως κυβέρνηση) να χειρίζονται μια υπόθεση (Brexit) στην οποία δεν πίστευαν και η οποία γνώριζαν ότι δεν είχε πραγματικά πλεονεκτήματα για τη Βρετανία, απλά προσπάθησαν να μειώσουν τις ζημιές με μια συντεταγμένη έξοδο από την ΕΕ, δηλαδή με ένα ήπιο Brexit επειδή ήξεραν ότι το σκληρό Brexit, δηλαδή το μη συναινετικό διαζύγιο των δύο πλευρών θα σήμαινε μεγάλο οικονομικό χτύπημα για τη βρετανική οικονομία με τους δασμούς στα βρετανικά προϊόντα κάθε είδους και τις αρχικές πελώριες καθυστερήσεις και κόστη ελέγχου στα σύνορα. Από την άλλη, η πιο δεξιά και αντιευρωπαϊκή πτέρυγα των Συντηρητικών, με άτυπο αρχηγό της τον Μπόρις Τζόνσον, ενισχύθηκε και σε επίπεδο κυβέρνησης με περισσότερους υπουργούς και απέκτησε μεγαλύτερες δυνατότητες διαμόρφωσης της γραμμής για τη μορφή που θα λάμβανε η έξοδος από την ΕΕ, αφού είχε την αίγλη της νίκης στο δημοψήφισμα. Μια αρχική προσπάθεια της Μέι να περάσει μια «μαλακή» έξοδο η οποία θα εξασφάλιζε στη Βρετανία όρους Νορβηγίας, δηλαδή συμμετοχή στον ΕΟΧ (Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο - Εuropean Εconomic Αrea) και στην τελωνειακή ένωση, με έλεγχο όμως της μετανάστευσης, απορρίφθηκε τάχιστα τόσο από την ΕΕ όσο και από τους «σκληρούς» οπαδούς του Brexit. H EE ξεκαθάρισε ότι όποιος θέλει συμμετοχή στον ΕΟΧ δέχεται και ελεύθερη μετακίνηση και μετανάστευση προσώπων, οπότε μετανάστευση από τις 27 χώρες της ΕΕ και τις άλλες τέσσερις της κοινής αγοράς.

Οι δε οπαδοί του σκληρού Brexit ξεκαθάρισαν ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με λύση χειρότερη κι από την παραμονή στην ΕΕ, αφού η Βρετανία θα διατηρούσε όλα τα στοιχεία που την «έδεναν» με την κοινή αγορά και όλες τις μεταναστευτικές ροές, χωρίς καν να έχει λόγο στις αποφάσεις με ψήφο ή βέτο στην ΕΕ.

Έτσι η Μέι, θέλοντας και μη, ξεκαθάρισε σχετικά γρήγορα ότι η Βρετανία θα αποχωρήσει τόσο από την ΕΕ, όσο και από την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και την τελωνειακή ένωση. Εκείνο που έμενε ανοικτό είναι πόσο στενή ή πόσο «απόμακρη» θα ήταν η σχέση της χώρας με το ρυθμιστικό πλαίσιο που ορίζει την παραγωγή και εμπορία αγαθών και την παροχή υπηρεσιών στην ΕΕ. Η Μέι ήταν οπαδός μιας σχετικής εναρμόνισης του βρετανικού ρυθμιστικού πλαισίου με το ευρωπαϊκό, η οποία θα διευκόλυνε το εμπόριο και τις οικονομικές σχέσεις των δύο πλευρών, απομειώνοντας το πιθανό σοκ στη βρετανική οικονομία μετά την αποχώρηση.

Οι οπαδοί του Brexit, από την άλλη πλευρά, που ονειρεύονται μια «παγκόσμια» Βρετανία που θα «παίζει» εμπορικά με τις ΗΠΑ, την Ινδία, τη Βραζιλία, τον Καναδά και την Αυστραλία, αλλά και με την Κίνα, ισχυρίζονταν ότι το διαζύγιο έπρεπε να είναι καθαρό και απόλυτο, ώστε να διευκολύνεται η σύναψη εμπορικών συμφωνιών με τις παραπάνω χώρες, χωρίς περιορισμούς από τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς. Επρόκειτο για μια σύγκρουση δύο μπλοκ και δύο γραμμών μέσα στη βρετανική αστική τάξη και στο ίδιο το βασικό κόμμα της, τους Τόρις, που παρά τις δυσκολίες, λογικά θα μπορούσε να καταλήξει σε κάποιου τύπου συμβιβασμό.

Εκεί ακριβώς ανέκυψε (ή μάλλον βγήκε πιο έντονα στο προσκήνιο) το ιρλανδικό ζήτημα.

 

Το «αγκάθι» της Βόρειας Ιρλανδίας

 

Από το 1921, όταν η Μεγάλη Βρετανία παραχώρησε στην Ιρλανδία μια κηδεμονευόμενη ανεξαρτησία (η οποία έγινε πλήρης το 1949), το βορειότερο ένα έκτο του νησιού, το λεγόμενο Όλστερ, έμεινε υπό βρετανική κυριαρχία, σαν πλήρες τμήμα του Ηνωμένου Βασίλειου, καθώς στη συγκεκριμένη επαρχία κυριαρχούσαν οι προτεστάντες, που δεν επιθυμούσαν την ενσωμάτωσή τους στην καθολική Δημοκρατία της Ιρλανδίας, αλλά την παραμονή τους στο ΗΒ.

Το γεγονός αποτελούσε πηγή συγκρούσεων για δεκαετίες, ενώ ειδικά από την στιγμή που οι Ιρλανδοί καθολικοί εθνικιστές του IRA πέρασαν - από τη δεκαετία του ’60 - σε συμμαχία με το ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’90, το αίμα έρεε άφθονο, όχι μόνο στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά και στην ίδια την Αγγλία, με τρομοκρατικές επιθέσεις ακόμη και σε χώρους συγκέντρωσης μαζών, δηλαδή αμάχων. Αιματηρή βία κατά άμαχων καθολικών ασκούσε πολλές φορές και ο βρετανικός στρατός, όσο και οργανωμένοι παραστρατιωτικοί προτεστάντες, αλλά γενικά η αλήθεια είναι ότι στην κύρια πλευρά υπεύθυνοι για το αίμα ήταν οι πραξικοπηματιστές εθνικιστές του IRA.

Τελικά, το 1998 συνάφθηκε η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, η οποία αναγνώριζε αυτόνομη τοπική κυβέρνηση και κοινοβούλιο στη Βόρεια Ιρλανδία στα πλαίσια του Ηνωμένου Βασίλειου, με συμμετοχή και των δύο κοινοτήτων, με ισότιμους όρους (ανάλογες τοπικές κυβερνήσεις και κοινοβούλια στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν η Σκωτία και η Ουαλία, ενώ η Αγγλία κυβερνάται απευθείας από την κεντρική κυβέρνηση του Λονδίνου και από το βρετανικό κοινοβούλιο). Η συμφωνία αναγνώριζε επίσης ότι η πλειοψηφία του λαού της Βόρειας Ιρλανδίας επιθυμεί την παραμονή της στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και ότι η πλειοψηφία του λαού του νησιού της Ιρλανδίας επιθυμεί την ένωσή του σε ένα και ενιαίο κράτος. Αναφέρει δε ρητά ότι αν κάποτε ο λαός του βορρά αποφασίσει να ενωθεί με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, η Μεγάλη Βρετανία θα δεχθεί την απόφασή του (στα μέχρι σήμερα δημοψηφίσματα η μεγάλη πλειοψηφία επιθυμεί παραμονή στο Ην. Βασίλειο). Δίνει τέλος το δικαίωμα σε κάθε πολίτη που γεννιέται στη βρετανική επαρχία της Βόρειας Ιρλανδίας από τουλάχιστον έναν γονιό Βρετανό ή Ιρλανδό να λαμβάνει είτε βρετανική είτε ιρλανδική υπηκοότητα ή να διατηρεί και τις δύο. Δεδομένου ότι και οι δύο χώρες ήταν τότε μέλη της ΕΕ, η συμφωνία κατάργησε πρακτικά τα σύνορα μεταξύ της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της βρετανικής επαρχίας της Βόρειας Ιρλανδίας, ενοποιώντας την οικονομική ζωή στο νησί. Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, αποτελούσε μια ήττα του ιρλανδικού σωβινισμού, που ζητούσε επί χρόνια την ένωση ακόμη και χωρίς τη θέληση του λαού του βορρά, αλλά και μια υποχώρηση της Βρετανίας από το μεγαλοκρατικό πνεύμα του ηγεμονιστικού παρελθόντος της.

Από την αρχή της διαπραγμάτευσης για το Brexit, η Μέι είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν επιθυμεί την επάνοδο των συνοριακών σταθμών και των τελωνειακών ελέγχων μεταξύ Δημ. της Ιρλανδίας και Βόρειας Ιρλανδίας για να μην κλονιστεί η συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής και διαταραχθούν οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων στη Βόρεια Ιρλανδία και γενικά αναζωπυρωθεί το ιρλανδικό ζήτημα. Εννοείται ότι ακόμη περισσότερο δε θέλουν τα σύνορα οι Ιρλανδοί εθνικιστές του Δουβλίνου, όχι τόσο από αγάπη στην ευρωπαϊκή ενοποίηση που σηματοδοτεί την πτώση των συνόρων, όσο κυρίως γιατί θεωρούν ότι η μη ύπαρξη συνόρων προετοιμάζει τη ντε φάκτο ενοποίηση του νησιού υπό την κυριαρχία τους στο μέλλον.

Ωστόσο, το πρόβλημα που ανακύπτει είναι ότι μετά την επικράτηση της γραμμής του σχετικά καθαρού Brexit στο Λονδίνο (σ.σ. καθαρό Brexit σημαίνει αποχώρηση ταυτόχρονα από Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, ευρωπαϊκή κοινή αγορά και τελωνειακή ένωση της ΕΕ), η Ευρωπαϊκή Ένωση θα βρίσκεται να έχει στην Ιρλανδία ένα ανοιχτό και αφύλακτο εδαφικό σύνορο με ένα κράτος που πλέον θα είναι τόσο ξένο προς την ΕΕ όσο π.χ. η Βραζιλία. Από αυτό το ανοικτό σύνορο θα μπορούν δυνητικά να εισέρχονται χωρίς κανέναν έλεγχο στην ΕΕ προϊόντα τα οποία δεν θα πληρούν τις ρυθμιστικές προδιαγραφές της Ένωσης, ανοίγοντας έτσι ουσιαστικά μία «κερκόπορτα» στην ενιαία αγορά.

Αυτό σημαίνει ότι καθαρό Brexit και εντελώς ανοιχτά σύνορα ανάμεσα στις δύο Ιρλανδίες πολύ δύσκολα πάνε μαζί. Κι εκεί αρχίζει η προβοκάτσια. Η ΕΕ με την ιδιαίτερη επιμονή της Ιρλανδίας, η οποία πιο πολύ από τους πάντες και μάλιστα σε επίπεδο αρχής δεν θέλει οποιοδήποτε σύνορο στη Βόρεια Ιρλανδία προκειμένου να δεχτεί, οποιοδήποτε ομαλό, φιλικό Brexit, πρότεινε μια λύση, με τη δημιουργία ενός «μοναδικού κοινού τελωνειακού εδάφους Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένου Βασιλείου», το οποίο θα είναι η Βόρεια Ιρλανδία και στο οποίο οι ρυθμιστικοί κανόνες της παραγωγής και του εμπορίου θα είναι αναγκαστικά συνδεδεμένοι με εκείνους της ΕΕ. Αυτό όμως σημαίνει ότι άλλοι κανόνες θα ισχύουν για την οικονομική ζωή της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ουαλίας και άλλοι για εκείνη της Βόρειας Ιρλανδίας, η οποία θα είναι αναγκασμένη να ακολουθεί κατά πόδας τις Βρυξέλλες και το Δουβλίνο. Σημαίνει τελικά τελωνειακούς ελέγχους στη Θάλασσα της Ιρλανδίας, δηλαδή μεταξύ Β. Ιρλανδίας και του νησιού της Μ. Βρετανίας. Αυτό, για όσους καταλαβαίνουν από πολιτική, σημαίνει σταδιακή απορρόφηση της Β. Ιρλανδίας από τη Δημ. της Ιρλανδίας, δηλαδή απώλεια εδάφους για το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό, και είναι φυσικό, δεν περνάει από καμια πολιτική δύναμη στο ΗΒ και ακόμα περισσότερο από την πλειοψηφία του πληθυσμού της Βόρειας Ιρλανδίας.

Η απάντηση της Μέι, που στηρίζεται μάλιστα με ψήφο ανοχής από τους Βορειοϊρλανδούς προτεστάντες του DUP στο κοινοβούλιο (χωρίς τους οποίους η κυβέρνησή της πέφτει), ήταν: ποτέ διάσπαση Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, ποτέ σύνορα στη Θάλασσα της Ιρλανδίας.

Η λύση που βρέθηκε αρχικά σε αυτό το ζήτημα μεταξύ της ΕΕ και της κυβέρνησης Μέι, όπως αποτυπώθηκε στο τελικό σχέδιο συμφωνίας των δύο πλευρών για το Brexit, είναι η εξής: κατ΄ αρχήν, μετά την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ στις 29 Μαρτίου του 2019 μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 2020, τίποτε δεν θα αλλάξει πρακτικά, αφού θα πρόκειται για «μεταβατική περίοδο», κατά την οποία το ΗΒ θα συνεχίσει να έχει όλες τις υποχρεώσεις που είχε ως μέλος της ΕΕ (συμμετοχή σε ΕΟΧ, κοινή αγορά, τελωνειακή ένωση και ελευθερία κίνησης προσώπων, κεφαλαίων, αγαθών και υπηρεσιών). Μέχρι τον Ιούλιο του 2020, έξι μήνες πριν τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, οι δύο πλευρές ευελπιστούν και δηλώνουν πεπεισμένες ότι θα έχουν καταλήξει σε συμφωνία για μόνιμη ρύθμιση των μεταξύ τους μελλοντικών εμπορικών σχέσεων, δηλαδή σε μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ανάλογη π.χ. με εκείνη της ΕΕ με τον Καναδά. Εάν ωστόσο, πράγμα που και οι δύο πλευρές (τουλάχιστον διακηρυκτικά) απεύχονται, δεν έχουν καταφέρει να καταλήξουν σε μια τέτοια συμφωνία μέχρι τότε, έχουν την επιλογή είτε να παρατείνουν τη μεταβατική περίοδο (δηλαδή η Βρετανία να συνεχίσει να δεσμεύεται από όλες τις υποχρεώσεις που είχε ως μέλος της ΕΕ), είτε να μπει σε λειτουργία, από τον Ιανουάριο του 2021, η λεγόμενη «δικλείδα ασφαλείας» (backstop) για την αποφυγή συνόρων μεταξύ Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και Βόρειας Ιρλανδίας.

Αυτή η «δικλείδα» προβλέπει πρακτικά ότι, σε περίπτωση που δεν έχει υπάρξει εμπορική συμφωνία έως τον Ιούλιο του 2020, από 1.1.2021 το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ θα συνεχίσουν να θεωρούνται ενιαίο τελωνειακό έδαφος, με την υποχρέωση του ΗΒ να εφαρμόζει κάποιους μίνιμουμ τελωνειακούς κανόνες που ισχύουν στην ΕΕ, προκειμένου να μη γίνει απαραίτητη η επιβολή συνοριακών ελέγχων σε ιρλανδικό έδαφος. Ειδικά στη Βόρεια Ιρλανδία, για λόγους διατήρησης των πλήρως ανοιχτών συνόρων με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, η συμφωνία προβλέπει ότι θα πρέπει να συνεχίσει να ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό απ΄ ότι σε όλο το υπόλοιπο ΗΒ το σύνολο του τελωνειακού κώδικα της ΕΕ.

(Στο ζήτημα της κίνησης προσώπων δεν υφίσταται ζήτημα, αφού τόσο το ΗΒ όσο και η Δημ. της Ιρλανδίας δε συμμετέχουν στη ζώνη Σένγκεν, άρα πραγματοποιούν ελέγχους διαβατηρίων σε όσους εισέρχονται και στις δύο χώρες από τρίτες χώρες. Μεταξύ τους έτσι κι αλλιώς οι δύο χώρες έχουν ελευθερία κίνησης προσώπων χωρίς συνοριακούς ελέγχους, που προβλέπεται να συνεχιστεί και μετά το Brexit).

ΕΕ και ΗΒ τονίζουν – διακηρυκτικά - ότι δεν επιθυμούν να εφαρμοστεί το backstop και ότι αυτό μπαίνει στη συμφωνία μόνο ως «λύση τελευταίας καταφυγής», αφού ευελπιστούν ως τον Ιούλιο του 2020 να έχει επιτευχθεί η διμερής εμπορική συμφωνία, που έτσι κι αλλιώς θα διατηρεί ανοικτά – με επωφελείς όρους και για τα δύο μέρη - τα σύνορα Δημ. της Ιρλανδίας – βρετανικής Βόρειας Ιρλανδίας. Ωστόσο, η συγκεκριμένη πτυχή της συμφωνίας προκάλεσε την έκρηξη των οπαδών του πιο καθαρού Brexit, που θεωρούν ότι η δικλείδα μπορεί να διατηρήσει τη Βρετανία δεμένη τελωνειακά μόνιμα και υποχρεωτικά με την ΕΕ για χρόνια σε επίπεδο ρυθμιστικού πλαισίου και άρα να γίνει αξεπέραστο εμπόδιο για διμερείς εμπορικές συμφωνίες του ΗΒ με τρίτες χώρες.

Η Μέι βρέθηκε έτσι μεταξύ τριών πρακτικά αρνητικών λύσεων από τις οποίες κοίταξε να διαλέξει τη λιγότερο κακή: ενός «πολεμικού» Brexit χωρίς συμφωνία, που απομονώνει τη Βόρεια Ιρλανδία από την υπόλοιπη Ιρλανδία, με τα πολιτικά προβλήματα που αυτό προκαλεί και προκαλεί πελώριες οικονομικές ζημιές στο ΗΒ, αλλά εξασφαλίζει το πιο καθαρό Brexit που ζητά η πιο δεξιά πτέρυγα του κόμματός της. Μιας δεύτερης λύσης (η αρχική μορφή του backstop), που ουσιαστικά απομόνωνε τη Βόρεια Ιρλανδία από το υπόλοιπο ΗΒ και οδηγούσε σε εδαφικό ακρωτηριασμό το ΗΒ. Και μιας τρίτης λύσης (αυτής που υπάρχει στη τελική συμφωνία ΕΕ – Μέι, που η τελευταία προσπαθεί μάταια να κυρώσει στο βρετανικό κοινοβούλιο), η οποία ναι μεν σώζει την ενότητα Μ. Βρετανίας – Β. Ιρλανδίας, αλλά κρατά το σύνολο της χώρας υποταγμένο μόνιμα σε καίρια σημεία (παραγωγικά και εμπορικά) στην ΕΕ, σε περίπτωση μη επίτευξης κάποιου είδους συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου στο μέλλον. Κάτι τέτοιο όχι μόνο αποτελεί κόκκινο πανί για τους Brexit-ικούς, αλλά δεν είναι και δίκαιο.

 

Η προβοκάτσια των ρωσόδουλων εντός ΕΕ

 

Στο συγκεκριμένο σημείο, πριν λίγες εβδομάδες, η Μέι, βλέποντας να δέχεται πυρά από παντού και να μην μπορεί να περάσει στο κοινοβούλιό της μια τέτοια συμφωνία (δηλαδή την τρίτη λύση), ζήτησε βοήθεια από τους ηγέτες των χωρών – μελών της ΕΕ και από τα ηγετικά στελέχη της τελευταίας (Γιούνκερ, Τουσκ) για μια τροποποίηση της συμφωνίας στο βορειο-ιρλανδικό ζήτημα. Ζήτησε δηλαδή μια διατύπωση που θα ξεκαθάριζε ότι η «δικλείδα ασφαλείας», δηλαδή τα εντελώς ανοιχτά σύνορα, δεν είναι υποχρεωτικό να μένουν εσαεί έτσι, δηλαδή θα μπορούν να έχουν κάποια ημερομηνία λήξης αν δεν βρεθεί στο μεταξύ κάποια λύση στο ζήτημα της συμφωνίας του ελεύθερου εμπορίου.

Τότε η ΕΕ, με επικεφαλής τους παλιούς και καλούς φίλους του Πούτιν (που τον αφήνουν να αλωνίζει σε Συρία και Ουκρανία) Γιούνκερ και Μέρκελ, της ξεκαθάρισαν ότι η δικλείδα ασφαλείας θα μείνει σε εφαρμογή για όσο χρειαστεί και ότι μόνο αν συμφωνήσει και η ΕΕ θα μπορεί να καταργηθεί η δικλείδα, δηλαδή να ελέγξει εμπορικά τα σύνορα του το ΗΒ. Πρόκειται για ένα βέτο της ΕΕ που θα κρατά πάντα όμηρο τη Βρετανία στους ευρωπαϊκούς όρους παραγωγής και εμπορίου. Μάλιστα ο Γιούνκερ έδωσε και τη βαθύτερη διάσταση των προθέσεων του, δηλώνοντας ότι «δεν θα αφήσουμε μόνη της την Ιρλανδία», εννοώντας ότι δεν θα συμφωνήσουμε ποτέ σαν ΕΕ να υπάρξει σκληρό τελωνειακό σύνορο στη Βόρεια Ιρλανδία, δηλαδή δεν θα επιτρέψουμε συντεταγμένο και ομαλό Brexit, δηλαδή το Brexit θα είναι «σκληρό» όπως λέγεται, αν το ΗΒ δηλώσει ότι ενδεχόμενα να διαμορφώσει στο μέλλον οποιαδήποτε τελωνειακά σύνορα στη Βόρεια Ιρλανδία. Αυτό είναι ένα εμπρηστικό κάλεσμα για αναβίωση του χειρότερου ιρλανδικού εθνικισμού με στόχο την επιβεβλημένη από τα έξω και ερήμην των βορειοϊρλανδών ενοποίηση του νησιού της Ιρλανδίας υπό την κυριαρχία της Δημ. της Ιρλανδίας και ακρωτηριασμό του ΗΒ.

Αυτή η απαίτηση της ΕΕ και μάλιστα έτσι διατυπωμένη ξεσήκωσε πραγματικό αντάρτικο μέσα στους Συντηρητικούς, οδηγώντας ακόμη και πολλούς συμβιβαστικούς να προκρίνουν τη λύση της εξόδου από την ΕΕ χωρίς συμφωνία, δηλαδή το λεγόμενο σκληρό Brexit.

Πρόκειται αναμφισβήτητα για θρίαμβο του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού, ο οποίος όχι μόνο κατάφερε μέσω Φάρατζ να εκμεταλλευτεί όλες τις αντιευρωπαϊκές προλήψεις της βρετανικής αστικής τάξης και μαζών στο δημοψήφισμα, αλλά πετυχαίνει τώρα το διαζύγιο να γίνει με πολεμικούς όρους μεταξύ Βρυξελλών και Λονδίνου. Κάτι τέτοιο θα δώσει αναμφισβήτητα γερό χτύπημα στη βρετανική οικονομία, αλλά σε ένα βαθμό και στην ευρωπαϊκή, ενώ μέσω ιρλανδικού θα φουντώνει συνεχώς τον αντιευρωπαϊσμό μέσα στη Βρετανία, αφού στα μάτια των Βρετανών θα είναι πάντα η ΕΕ που κρατά πίσω τις «μεγάλες προοπτικές» για αναγέννηση της «παγκόσμιας» Βρετανίας, μέσω των περίεργων και πολύπλοκων σχημάτων αναφορικά με τη Βόρεια Ιρλανδία. Επίσης ένα σκληρό σύνορο από τώρα στη Βόρεια Ιρλανδία θα αναζωπυρώσει τον ιρλανδικό εθνικισμό σε όλο το νησί και θα βάλει φωτιά ξανά στον βορειοϊρλανδικό εμφύλιο.

Το πιο βασικό είναι ότι μια πολεμική σχέση της παραδοσιακά αντιπουτινικής – αντισοσιαλιμπεριαλιστικής Βρετανίας με την ΕΕ διασπά το αντιπουτινικό δυτικό μέτωπο, ειδικά όταν στην Ουάσινγκτον ο «ρώσος» Τραμπ κάνει ό,τι μπορεί για να βάλει μπουρλότο στην παραδοσιακή ενότητα ΗΠΑ – Βρετανίας – ΕΕ στα μεγάλα στρατηγικά ζητήματα.

Όμως, μια Βρετανία υπό τους Τόρις, παρά το μεγαλοαστικό και γεμάτο οπισθοδρομικές προλήψεις ιδεολογικό τους χαρακτήρα, θα είναι μια Βρετανία γενικά αντισοσιαλιμπεριαλιστικού προσανατολισμού. Γι’ αυτό ο παγκόσμιος οργανωτής του φαιο-«κόκκινου» μετώπου ανά τον πλανήτη, το Κρεμλίνο, θέλει πρώτα το ξέφτισμα, την ταπείνωση, την εσωτερική ή ακόμη και ανοιχτή διάσπαση των Συντηρητικών μέσα από μια χαοτική πορεία προς το Brexit και στη συνέχεια το μάζεμα του καρπού της δυσαρέσκειας των μαζών από έναν παλιό και καλό του φίλο: το μαύρο σοσιαλφασίστα, αντισημίτη αρχηγό του Εργατικού Κόμματος Τζέρεμι Κόρμπιν.

 

Όλα για την άνοδο Κόρμπιν στην εξουσία

 

Ο Κόρμπιν δεν είναι απλά ένας «αριστερός» κρατιστής σοσιαλδημοκράτης που παίζει με το Κρεμλίνο λόγω των κλασσικών «αντιφιλελεύθερων» τάσεων που έχει κάθε τέτοια πολιτική φυσιογνωμία. Είναι ένας πιστός φίλος της Χαμάς και της Χεζμπολάχ, του Τσάβες, με στενές παραδοσιακές σχέσεις με τους ψευτοκομμουνιστές της Βρετανίας, στων οποίων την εφημερίδα αρθρογραφούσε. Ως βουλευτής των Εργατικών από τη δεκαετία του ’80, είχε ξεκάθαρα αντιευρωπαϊκές θέσεις από κνίτικη πλευρά, ενώ πρόσφατα έχει καταγγελθεί ότι σε ιδιωτικές συζητήσεις επαινούσε τα λίγα στελέχη των Εργατικών που στο δημοψήφισμα έκαναν καμπάνια υπέρ του Brexit, ενώ δημόσια δήλωνε οπαδός του Bremain, για να μην εξερεθίσει τη μαχητική φιλοευρωπαϊκή βάση και τα στελέχη του κόμματος.

Για τη φυσιογνωμία του επικίνδυνου αυτού σοσιαλφασίστα τροτσκιστή και αντισημίτη, ο οποίος έχει κερδίσει την ηγεσία ενός κλασσικά δυτικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος με δημαγωγία, αλλά και με βία κατά των ευρωπαϊστών αστοδημοκρατών εσωκομματικών αντιπάλων του, έχουμε γράψει και στο παρελθόν (Βρετανία: Ο σοσιαλφασίστας Κόρμπιν δεν είναι αριστερά αλλά η πιο μαύρη δεξιά μέσα στο Εργατικό Κόμμα https://www.oakke.gr/component/k2/item/693). Το ζήτημα εδώ είναι πού ρίχνει τα κύρια πυρά του ο σοσιαλφασίστας, οπότε ποιες είναι οι δυνάμεις εκείνες που αποτελούν και τον κύριο στόχο των αφεντικών του.

Βλέπουμε λοιπόν έναν Κόρμπιν ο οποίος κατ΄αρχήν αρνείται το δεύτερο δημοψήφισμα που προκρίνει η πλειοψηφία των στελεχών των Εργατικών για να καταργηθεί το αποτέλεσμα του πρώτου, το Brexit, ώστε να ξαναμπεί το ΗΒ στην ΕΕ, και τονίζει ότι, ακόμη και αν κερδίσει σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές, θα προχωρήσει κανονικά σε Brexit. Έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, ένα δεύτερο δημοψήφισμα μάλλον θα διασπούσε περισσότερο τη βρετανική κοινωνία, θα δυνάμωνε τον αντιευρωπαϊσμό οποιοδήποτε κι αν ήταν το αποτέλεσμα και τελικά θα συσκότιζε αντί να ξεκαθαρίσει τα ζητήματα.

Το θέμα ωστόσο εδώ δεν είναι ότι ο Κόρμπιν δε θέλει δεύτερο δημοψήφισμα, αλλά ότι κλείνει έτσι το μάτι στην πιο μαύρη αντιμεταναστευτική και οπισθοδρομική Δεξιά, ψιθυρίζοντάς της αυτό που δεν μπορεί να πει δημόσια: ότι είναι κι εκείνος ένας φανατικός Brexit-ικός, ένας πράκτορας αντιευρωπαϊκών δυνάμεων που έχει καταλάβει την ηγεσία ενός παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκού ρεύματος.

Από εκεί και πέρα, και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, ο Κόρμπιν δεν εξαπολύει τα κύρια πυρά του ενάντια στη σκληρή Brexit-ική πτέρυγα των κυβερνώντων Τόρις, που φλερτάρει ή και ζητά ανοιχτά μια «πολεμική» έξοδο από την ΕΕ χωρίς καμία συμφωνία, όπως θα έκανε ένας έστω δογματικός ευρωπαϊστής. Χτυπά αποκλειστικά την αρκετά ευρωπαΐστρια Μέι και τη συμφωνία που εκείνη πέτυχε με την ΕΕ, ενώ το τι προτείνει ο ίδιος το αφήνει σκόπιμα ασαφές, λέγοντας στον καθένα εκείνο που θέλει να ακούσει (ως γνήσιος σοσιαλφασίστας δημαγωγός).

Στους Βορειοϊρλανδούς προτεστάντες λέει ότι θα πετύχει να καταργήσει τη «δικλείδα ασφαλείας» που τους δένει με το Δουβλίνο, ενώ είναι γνωστό ότι ο ίδιος είχε υπάρξει θαυμαστής των «αντιιμπεριαλιστών» τρομοκρατών δολοφόνων του IRA, τους οποίους ακόμη και σήμερα δεν καταδικάζει ανοιχτά. Στους φιλοευρωπαίους Εργατικούς τάζει παραμονή στην τελωνειακή ένωση με την ΕΕ, στους brexit-ικούς υπόσχεται ότι αυτή η τελωνειακή ένωση που τάχα θα πετύχει δεν θα σημαίνει και ελεύθερη μετανάστευση Ευρωπαίων στη Βρετανία (πράγμα που η ΕΕ έχει αποκλείσει), ενώ στη μικροαστική ριζοσπαστική «αριστερά» και στη φτωχολογιά τάζει «σοσιαλιστική» κρατική βοήθεια σε βιομηχανίες που βρίσκονται σε κρίση και κρατικοποιήσεις, τις οποίες θα επιτρέψει το Brexit και τις οποίες δεν επέτρεπε ως τα σήμερα η «νεοφιλελεύθερη» EE. Το σούπερ μάρκετ του Κόρμπιν έχει κάτι για κάθε γούστο.

Ταυτόχρονα όμως, ο παλιός φίλος των τσεχοσλοβακικών (άρα και των ρώσικων) μυστικών υπηρεσιών επί Μπρέζνιεφ δεν υποβάλλει πρόταση μομφής συνολικά κατά της κυβέρνησης των Συντηρητικών, αλλά μόνο κατά της Μέι, κλείνοντας το μάτι στην πιο δεξιά πτέρυγα των Συντηρητικών.

Ο Κόρμπιν θέλει μια κρίση και έναν πολιτικό εξευτελισμό των Συντηρητικών, δηλαδή την ολοκλήρωση της διαδικασίας του Brexit με τρόπο που θα κάνει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας να νιώσει έξαλλο ή προδομένο και την έλευσή του ίδιου στη συνέχεια στην πρωθυπουργία ως σωτήρα, που φυσικά θα έχει παραλάβει «καμμένη γη» και θα μπορεί να χρεώνει στους Τόρηδες και στην πολιτική κληρονομιά τους κάθε δική του αδυναμία ή αποτυχία.

Ο κνίτης αντισημίτης αρχηγός (ή μάλλον «καβαλάρης») των Εργατικών έχει τελικά σαν στόχο να κάνει από τα «αριστερά» αυτό που κάνει ο Τραμπ στις ΗΠΑ από τα δεξιά: να υπονομεύσει κάθε δυτική αντίθεση και κάθε δυτικό μέτωπο ενάντια στον άξονα Ρωσίας – Κίνας και στους φίλους και υποτακτικούς του στον Τρίτο Κόσμο. Η διαφορά τους ή μάλλον ο αλληλοσυμπληρούμενος ρόλος τους θα είναι απλώς ο εξής: εκεί που ο Τραμπ στέκεται ανοικτά στο πλευρό της κάθε Λεπέν, του κάθε Σαλβίνι και του κάθε Όρμπαν, δηλαδή είτε των λακέδων είτε των στενών φίλων του Πούτιν, ο Κόρμπιν, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, θα καταφέρεται μεν κατά της «καταδικαστέας» ακροδεξιάς, αλλά θα στρέφει τα κύρια πυρά του ενάντια στο δυτικό φιλελευθερισμό, οικονομικό αλλά κυρίως πολιτικό, ο οποίος, σύμφωνα με την κνιτοσυριζέικη και τροτσκιστική ανάλυση είναι «ο κύριος υπεύθυνος» για την αναγέννηση των φασιστών και όχι οι ίδιοι οι ανατολικοί φασίστες κρατικομονοπωλιστές.

Ταυτόχρονα, εκεί που οι δυο τους θα ταυτίζονται χωρίς κανένα πρόβλημα, θα είναι στην υπονόμευση της ενότητας του ΝΑΤΟ, όχι φυσικά όσον αφορά τις πέρα για πέρα αντιδραστικές και προβοκατόρικες αντιτριτοκοσμικές επεμβάσεις του τελευταίου, αλλά στον μόνο σχετικά θετικό ρόλο που μπορεί να παίξει ένα ΝΑΤΟ μετά την ισχυροποίηση του νεοναζιστικού άξονα Ρωσίας-Κίνας, δηλαδή στη στρατιωτική και πολιτική ενότητα ΗΠΑ - ΕΕ ενάντια στη ρώσικη απειλή για την Ευρώπη. «Τι δουλειά έχουν τα παιδιά της Αμερικής και της Αγγλίας να χύσουν το αίμα τους για να υπερασπιστούν τη Γερμανία και τη Γαλλία;», θα ξελαρυγγιάζονται από κοινού. «Στο κάτω κάτω, με τις άεθνες παγκοσμιοποιήσεις τους», θα λέει ο Τραμπ, «και τις ανοικτές νεοφιλελεύθερες αγορές τους και τη λιτότητα», θα συμπληρώνει ο Κόρμπιν, «τα ήθελαν. Τώρα ας βγάλουν το φίδι από την τρύπα μόνες τους».

Αυτόν τον άνθρωπο χορηγούν πολιτικά τσακίζοντας και ταπεινώνοντας την Μέι οι υποτιθέμενοι «φιλελεύθεροι ευρωπαϊστές» φίλοι της Ρωσίας μέσα στις ευρωπαϊκές καγκελαρίες, οι Τουσκ, οι Γιούνκερ και οι Μέρκελ, οι σωβινιστές της «ενιαίας Ιρλανδίας εδώ και τώρα» του Δουβλίνου, αλλά και οι στρατηγικά τυφλοί, ωστόσο πραγματικοί ευρωπαϊστές όπως ο Φερχόφστατ, που μισούν τον βρετανικό ευρωσκεπτικισμό και θέλουν να του δώσουν ένα μάθημα τη λάθος ώρα και με τον λάθος τρόπο.

Ο μόνος μέσα στην ευρωπαϊκή αστική τάξη που είχε φανεί κάπως να προβλέπει τις εξελίξεις και είχε υποστηρίξει τη γραμμή του φιλικού διαζυγίου ΕΕ – Βρετανίας χωρίς εκβιασμούς και ταπεινώσεις είναι εκείνος ο Ευρωπαίος αστός που κατά τη διάρκεια της κρίσης συγκέντρωσε όλο το μένος του ευρωπαϊκού σοσιαλφασισμού, Β. Σόιμπλε. Αυτός όμως είναι πια αποσυρμένος στην προεδρία της γερμανικής κάτω Βουλής και πρόσφατα έχασε τη μάχη για την προεδρία του CDU, αφού ο πολιτικός του φίλος, Μερτς, ηττήθηκε από την εκλεκτή της σταζίτισσας Μέρκελ, Κραμπ – Καρενμπάουερ.

Σε κάθε περίπτωση, η προοδευτική γραμμή στο ζήτημα των σχέσεων ΕΕ – Βρετανίας και στο ιρλανδικό πρέπει να έχει διεθνιστική οπτική και να θέτει ως βασικό κριτήριο τα γενικά συμφέροντα των λαών σε παγκόσμια κλίμακα. Ευρώπη και Βρετανία πρέπει να χωρίσουν κατά το δυνατόν φιλικά και με τη μικρότερη δυνατή άσκηση καταναγκασμού του ενός προς τον άλλο, ώστε να μη μείνουν ανοικτές πληγές και να μπορέσουν κάποτε να ενωθούν ξανά, ειρηνικά και με ελεύθερη βούληση.

Αν είναι το Brexit να ανατινάξει όλη την (ασθενική σήμερα) ευρωπαϊκή ενότητα απέναντι στο σοσιαλιμπεριαλισμό, στην οποία η αλήθεια είναι ότι η Βρετανία, με όλα τα στραβά της, πρωτοστατεί, τότε να μας λείπει το βύσσινο των κοντόθωρων «ευρωπαϊστών», που σκύβουν στον Πούτιν και «τιμωρούν» την αντιπουτινική Μέι, ταπεινώνοντάς την στο όνομα του «σκληρού» ευρωπαϊσμού.

Σε τελική ανάλυση, καλύτερα προσωρινά νέα σύνορα στην Ιρλανδία, παρά ο Κόρμπιν στην εξουσία και ο Πούτιν στη Λισαβόνα.