Η αποσύνδεση από την παραγωγή είναι το κύριο χαρακτηριστικό σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Οι βασικοί υπεύθυνοι γι αυτή την τραγική κατάσταση στη χώρα, κατάσταση που επιδεινώθηκε ακόμη πιο πολύ με την κρίση των τελευταίων πέντε χρόνων, είναι όλες οι κομματικές ηγεσίες με επικεφαλής εκείνες της ψευτοαριστεράς.
Αν και η ανεργία στο μεγαλύτερο μέρος της οφείλεται στη στοχευμένη καταστροφή του παραγωγικού ιστού της χώρας εξαιτίας του πολύχρονου παραγωγικού σαμποτάζ, ένα σημαντικό μέρος αυτού του σαμποτάζ είναι η μεθοδευμένη αναντιστοιχία των σπουδών με τις ανάγκες της παραγωγής και της έρευνας.
Σύμφωνα με διεθνή έρευνα της εταιρείας συμβούλων McKinsey, που δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ της 18 Γενάρη 2014 “οι δεξιότητες των πανεπιστημιακών αποφοίτων αποκλίνουν από τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας, γεγονός που αποτελεί και μια από τις βασικές αιτίες που έξι στους δέκα νέους στη χώρα μας είναι άνεργοι. Ενδεικτικό είναι ότι ένας στους δύο έλληνες εργοδότες, ποσοστό 45%, που είναι και το υψηλότερο της έρευνας, θεωρεί ότι η δυσκολία να βρει προσωπικό με τις αναγκαίες δεξιότητες αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για την επιχείρησή του. Την ίδια στιγμή ένας στους τρεις εργοδότες δεν μπορεί να βρει προσωπικό με τις απαραίτητες δεξιότητες για τις θέσεις που ζητάει”. Αυτή η αναντιστοιχία πραγματοποιείται στο όνομα της δήθεν επανάστασης και του δήθεν ανθρωπισμού, κατά κύριο λόγο από τις ψευτοαριστερές δυνάμεις που κυριαρχούν στην ΟΛΜΕ στη μέση εκπαίδευση, στη ΔΟΕ στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και βέβαια από την ΠΟΣΔΕΠ και τις ηγεσίες των ψευτοαριστερών παρατάξεων στα πανεπιστήμια. Το σύνθημα στο οποίο συμπυκνώνεται αυτή η μεθοδευμένη αποσύνδεση είναι το “όχι στο σχολείο της αγοράς και του κεφάλαιου”, εννοώντας ότι το σχολείο πρέπει να είναι μακρυά από την παραγωγή αφού η παραγωγή είναι στην υπηρεσία του κεφάλαιου. Όπως δηλαδή ακριβώς το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ κλείνουν τις επιχειρήσεις επειδή είναι στην υπηρεσία του κεφάλαιου ξέροντας ότι έτσι στερούν και την εργατική τάξη από τα μέσα της διαβίωσης της, αλλά και της επανάστασής της, έτσι καταστρέφοντας τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγή, τις θετικές επιστήμες και την έρευνα, καταστρέφουν την εκπαίδευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ίδια έρευνα καταγράφονται και οι απόψεις των εκπαιδευτικών: “Ενώ το 79% των εκπαιδευτικών που συμμετείχε στην έρευνα απάντησε ότι οι φοιτητές είναι απόλυτα προετοιμασμένοι για να βρουν την πρώτη τους δουλειά, με την άποψη αυτή συμφώνησε μόλις το 23% των εργοδοτών!”. Στην ίδια επίσης έρευνα η χώρα μας κατατάσσεται στην κορυφή των χωρών με τη μεγαλύτερη έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας. Οπως αναφέρει η έκθεση “μόνο… ένας στους δέκα Ελληνες έως 24 ετών (δηλαδή 13%, το υψηλότερο ποσοστό) λαμβάνει κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο λύκειο επαρκή πληροφόρηση επαγγελματικού προσανατολισμού, προτού επιλέξει ποιο επάγγελμα θέλει να ακολουθήσει καθώς και ποιες ικανότητες χρειάζονται γι’ αυτό”.
Ένα μέρος της αστικής τάξης της χώρας διαπιστώνει μεταξύ άλλων τα εξής: “Χρειάζεται να διερευνηθούν τρόποι άµεσης προσαρµογής του συστήµατος επαγγελµατικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, σε νέες ειδικότητες ή και σε νέες γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες, έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι εξελισσόµενες απαιτήσεις της ελληνικής βιοµηχανίας, οι οποίες µπορεί να αλλάζουν, µε βάση νέες σηµαντικού µεγέθους επενδύσεις ή άλλα σηµαντικά νέα έργα που προκύπτουν…Επίσης για ορισµένα επαγγέλµατα απαιτείται η ενίσχυση της τεχνικής δευτεροβάθµιας επαγγελµατικής εκπαίδευσης” (Forum για την Εργασία και τις ?εξιότητες του Αύριο από τον ΣΕΒ της 10 Ιουλίου 2013).
Η αποσύνδεση αυτή φέρνει σε αναντιστοιχία την εργασία με τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις, εμποδίζει την ένωση της εργασίας με τα μέσα παραγωγής και τελικά σαμποτάρει την παραγωγή και όλους τους υλικούς και πνευματικούς όρους της κοινωνικής ζωής. Οδηγεί την κοινωνία στη βαρβαρότητα. Το χαμηλότερο κατά κεφαλή ΑΕΠ στην ΕΕ, το παραγωγικό έλλειμμα που απεικονίζεται στο αυξανόμενο και μοναδικό τεράστιο εμπορικό έλλειμμα, η χαμηλή τεχνολογική σύνθεση των κεφαλαίων, η βίαιη υποτίμηση της αξίας της εργασίας, η υποτίμηση του επενδυμένου παραγωγικού κεφαλαίου, όλα αυτά είναι τα αποτελέσματα του πολύχρονου παραγωγικού σαμποτάζ, του οποίου η έκφραση στην εκπαίδευση είναι και η αποσύνδεση της από την αγορά εργασίας.
Όμως το πρόβλημα δεν εμφανίζεται μόνο στην τυπική μέση ή ανώτατη εκπαίδευση. Η διαρκής επαναστατικοποίηση των μέσων και των μεθόδων παραγωγής, απαιτεί από την κοινωνία διαρκή εκπαίδευση και προσαρμογή στις νέες κάθε φορά συνθήκες εργασίας που δημιουργούνται. Έτσι η δια βίου μάθηση και εκπαίδευση είναι όλο και πιο επιτακτική ανάγκη για τους εργαζόμενους, όχι μόνο από την πλευρά της εξυπηρέτησης της κερδοφορίας του σύγχρονου κεφάλαιου, αλλά και από την πλευρά και της μελλοντικά απελευθερωμένης από τα δεσμά του κεφάλαιου εργατικής τάξης. Η διά βίου εκπαίδευση ανοίγει στο βάθος το δρόμο της κατάργησης της μονότονης δουλειάς και της υποδούλωσης του προλετάριου στην ίδια μηχανή και οδηγεί τελικά στην κατάργηση και του ίδιου του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας .
Όμως οι ορδές του παραγωγικού σαμποτάζ απαγορεύουν ακόμη και αυτή τη ζωτική για την ύπαρξη και την ανάπτυξη της σύγχρονης εργατικής τάξης ανάγκη. Στην ετήσια έκθεση 2012 “για την εργασία και απασχόληση στην Ελλάδα”, του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και ανθρώπινου δυναμικού, αναφέρεται: “Πρόσφατα, αλλά και παλαιότερα δεδομένα, από την έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, τον ΛΑΕΚ και τις αναλύσεις του Cedefop, δείχνουν ότι η επαγγελματική κατάρτιση δεν είναι μια πραγματικότητα για το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού πληθυσμού, κυρίως για το μεγαλύτερης ηλικίας εργατικό δυναμικό. Έτσι, θα λέγαμε ότι υπάρχει μια “αντίθετη ροπή” σε σχέση με αυτό που προσπαθεί να “κτιστεί” θεσμικά και μέσω των κοινοτικών προγραμμάτων στη χώρα μας. Ενώ, δηλαδή μιλάμε για επενδύσεις σε ανάπτυξη γνώσεων και δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, έτσι ώστε να επιτύχουμε οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα, από την άλλη η κατάρτιση δεν φαίνεται να ελκύει ή να θεωρείται από το ανθρώπινο δυναμικό ως επαγγελματική και προσωπική επένδυση, ως διά βίου διεργασία αναβάθμισης γνώσεων και δεξιοτήτων του, σε μια αγορά που αλλάζει με γοργούς ρυθμούς και γίνεται ολοένα και πιο ανταγωνιστική. Αυτό έχει ως συνέπεια την μειωμένη αποτελεσματικότητα οποιασδήποτε πράξης και δράσης με εργαλείο την κατάρτιση, βραχυχρόνια και μακροχρόνια”. Με βάση τα στοιχεία της European Union Labour Force Survey και της Eurostat η χώρα μας, κατά την περίοδο 2007-11, βρίσκεται στην τελευταία θέση ανάμεσα στον πυρήνα των 15 χωρών της ΕΕ ως προς το ποσοστό συμμετοχής των ενηλίκων σε προγράμματα δια βίου μάθησης, με χαρακτηριστικό ότι από το 2010 τα ποσοστά αυτά μειώνονται συνεχώς μέχρι σήμερα.
Γράφει το ψευτοΚΚΕ στο Ριζοσπάστη, της 17-1-2010: “Αυτός είναι ο στόχος της διά βίου μάθησης. Να αποτελέσει κυματοθραύστη των αδιεξόδων του καπιταλισμού και παράλληλα μέσο για την αναπαραγωγή του. Μια αναπαραγωγή που στις σημερινές συνθήκες οξύνει τις αντιθέσεις και αντιφάσεις και προκειμένου να πραγματοποιηθεί προϋποθέτει την ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων”. Άρα το “λογικό” συμπέρασμα είναι: “κάτω η δια βίου μάθηση”. Και συνεχίζει παρακάτω: “Η θέση των εκπροσώπων της αστικής τάξης για τη διά βίου μάθηση, δεν έχει καμία σχέση με τις αντικειμενικές απαιτήσεις που δημιουργεί σήμερα η ραγδαία τεχνολογική, επιστημονική, κλπ. εξέλιξη”. Πρόκειται για την ακριβή αντιστροφή του μαρξισμού από το κατεξοχήν αντεργατικό, αντεπαναστατικό και ρωσόδουλο κόμμα της χώρας. Η τεχνολογική πρόοδος και η διά βίου μάθηση γι αυτό το κόμμα δεν είναι το θετικό αποτέλεσμα της ταξικής πάλης και της πάλης για την ανάπτυξη της παραγωγής στην οποία άθελά της οδηγούνται οι βιομηχανικοί καπιταλιστές στα πλαίσια του θανάσιμου μεταξύ τους ανταγωνισμού, αλλά είναι ένα σατανικό τέχνασμα τους για να σταματήσουν “τα αδιέξοδα του καπιταλισμού”. Στην πραγματικότητα η διά βίου μάθηση είναι ο φόρος σε γνώση που πρέπει να πληρώσει ασταμάτητα το κεφάλαιο στην σχετικά πιο ειδικευμένη εργατική τάξη για το γεγονός ότι ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός επαναστατικοποιεί πια τόσο αδιάκοπα τα εργαλεία και τις μέθοδες παραγωγής, ώστε το κάθε εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να προφτάσει αυτές τις αλλαγές και να δώσει στο κεφάλαιο έτοιμους τεχνικά και για πολύ καιρό τους ειδικευμένους εργαζόμενους που ζητάει. “Βλέπουμε έτσι πως ανατρέπονται, πως επαναστατικοποιούνται διαρκώς ο τρόπος και τα μέσα παραγωγής, πως ο καταμερισμός της εργασίας προκαλεί αναγκαστικά έναν ακόμη πιο μεγάλο καταμερισμό της εργασίας, η χρησιμοποίηση μηχανών μιαν ακόμη μεγαλύτερη χρησιμοποίηση μηχανών, η δουλειά σε μεγάλη κλίμακα, δουλειά σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα. Αυτός είναι ο νόμος που διαρκώς βγάζει την αστική παραγωγή έξω από την παλιά της τροχιά και που αναγκάζει το κεφάλαιο να εντείνει τις παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας, γιατί τις έχει εντείνει ο νόμος αυτός, ο νόμος που δεν το αφήνει ήσυχο και που ολοένα του μουρμουρίζει: εμπρός, εμπρός!” (Μαρξ, “Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο”).
Έτσι η έρευνα και η μάθηση “δαιμονοποιούνται” στη χώρα μας από τους σαμποτέρ με συνέπεια οι άνθρωποι να μένουν αμόρφωτοι και να μην μπορούν να βρουν μια δουλειά. Ταυτόχρονα όμως-και αυτό είναι το σημαντικότερο-η εργατική τάξη μένει και αμόρφωτη και δίχως τις σύγχρονες δεξιότητες.
Έτσι εδώ η κούφια θεωρητικοποίηση των σπουδών και η αποσύνδεσή της από την παραγωγή έχει επίσης σαν αποτέλεσμα να αυξάνει η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και τη χειρωνακτική εργασία. Στην αρχικά αναφερόμενη έρευνα διαβάζουμε: “Μόνο το 28% των νέων πιστεύει ότι τα τεχνικά επαγγέλματα αναγνωρίζονται από την κοινωνία. Γι’ αυτό, άλλωστε, μόνο το 42% των νέων τα επιλέγουν, εν αντιθέσει με το 78% που επιδιώκουν την ακαδημαϊκή μόρφωση”.
Και όχι μόνο. Προλήψεις, μεταφυσική και δυσειδαιμονία συνοδεύουν αυτήν την αποσύνδεση της γνώσης από την πραγματικότητα. Γιατί έτσι αυξάνεται το αντιεπιστημονικό πνεύμα των ανθρώπων που αναζητούν εξηγήσεις για τον κόσμο και την κοινωνία όχι με βάση την επιστήμη και τις γνώσεις που η ανθρωπότητα απόκτησε μέσα στους αιώνες, αλλά σε πνεύματα και ιδιαίτερα στη θρησκεία και σε κάτι που είναι έξω και πάνω από αυτούς. Σύμφωνα με έρευνα, που πραγματοποίησε το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και παρουσίασαν στο Βερολίνο σε συνέδριο που οργανώθηκε από το Κέντρο για τον αντισημιτισμό στην Ευρώπη και που δημοσίευσε η Καθημερινή στις 18-7-14: “Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σκέλος των ερωτήσεων γνώσεων, μόνο το 6,5% βρήκε και τις τέσσερις σωστές απαντήσεις σε στοιχειώδη ζητήματα πολιτικής και ιστορίας. Δεδομένου, μάλιστα, ότι οι περισσότεροι ερωτηθέντες τείνουν στη συνωμοσιολογία και την ατομικιστική συμπεριφορά, επιρρίπτοντας ευθύνες για την κρίση σε εξωτερικούς παράγοντες, δηλώνουν ελάχιστα διατεθειμένοι να συνεισφέρουν στη διάσωση της χώρας”. Στην ίδια έρευνα και στο ερώτημα ποιόν εμπιστεύονται περισσότερο, οι πολιτικοί βρίσκονται στην τελευταία θέση ενώ αντίθετα η εκκλησία βρίσκεται στην πρώτη θέση.
Όσο βαθαίνει η κρίση και όσο δεν αναπτύσεται ένα πραγματικά προοδευτικό, δημοκρατικό κίνημα για να την αντιμετωπίσει, τόσο αυτά τα παραπάνω αντιδραστικά χαρακτηριστικά θα βαθαίνουν.