Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Για την εκδήλωση μνήμης τη νύχτα της 3ης επετείου της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα

 

Θε­ω­ρή­σα­με πο­λύ ση­μα­ντι­κό ζή­τη­μα το ό­τι πα­ρό­λο που ο ψευ­το-α­ντι­φα­σι­σμός προ­σπά­θη­σε ε­πί 3 χρό­νια να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει την οι­κο­γέ­νεια και τους φί­λους του Παύ­λου Φύσ­σα και να τους α­φο­μοιώ­σει πο­λι­τι­κά με τις υ­πο­κρι­τι­κές τι­μές του στον νε­κρό, αυ­τοί του γύ­ρι­σαν την πλά­τη. Και α­πο­δεί­χτη­κε ό­τι δεν εί­ναι α­πό σε­χτα­ρι­σμό, για­τί ό­πως δια­πι­στώ­σα­με η οι­κο­γέ­νεια και οι φί­λοι προ­σπα­θή­σα­νε ε­πα­νει­λημ­μέ­να να ε­νω­θούν με τις ορ­γα­νώ­σεις και κόμ­μα­τα που υ­πο­τί­θε­ται ό­τι εκ­προ­σω­πούν την πλα­τειά βά­ση των α­ντι­φα­σι­στών και γι αυ­τό συμ­με­τεί­χαν στις εκ­δη­λώ­σεις που διορ­γα­νώ­νο­νταν α­πό αυ­τούς στις ε­πε­τεί­ους της δο­λο­φο­νί­ας προ­σπα­θώ­ντας ό­μως πά­ντα να κρα­τή­σουν τη σχε­τι­κή αυ­το­νο­μί­α τους, δη­λα­δή να δια­φυ­λά­ξουν αυ­τό που έ­νιω­θαν σαν ι­δε­ο­λο­γι­κή φυ­σιο­γνω­μί­α και κλη­ρο­νο­μιά του νε­κρού.

Τε­λι­κά, ό­πως κα­τα­λαβαί­νου­με α­πό το ση­μα­ντι­κό κεί­με­νο που δη­μοσί­ευ­σαν τις μέ­ρες της ε­πε­τεί­ου, βε­βαιώ­θη­καν ό­τι αυ­τή τη μνή­μη και τη με­γάλη θυ­σί­α του δεν την τι­μού­σαν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ό­λοι αυ­τοί κα­θώς την αφή­να­νε στην προ­βο­κά­τσια των σπα­σι­μα­τιών, που τε­λι­κά α­ντί να φέρ­νει κοντά έ­διω­χνε το λα­ό α­πό το πα­ρά­δειγ­μα του Παύ­λου, ε­νώ δεί­χνα­νε μια συ­νο­λι­κά ψεύ­τι­κη και πο­λι­τι­κά­ντι­κα ι­διο­τε­λή στά­ση. Έ­τσι κα­τέ­λη­ξαν τε­λι­κά στην τρί­τη ε­πέ­τειο να κα­λέ­σουν σε μια δι­κιά τους εκ­δή­λω­ση για να τι­μή­σουν το νεκρό.

Στην εκ­δή­λω­ση αυ­τή συμ­με­τεί­χαν και οι σύ­ντρο­φοι και συ­να­γω­νιστές μας χω­ρίς να κά­νουν αι­σθη­τή την κομ­μα­τι­κή τους πα­ρου­σί­α, ό­χι μό­νο για­τί σε­βα­στή­κα­νε την ε­πι­θυ­μί­α των διορ­γα­νω­τών, ό­πως άλ­λω­στε κι ό­λος ο κόσμος, πε­ρί­που 200 ά­το­μα που μα­ζεύ­τη­κε ε­κεί, αλ­λά γιατί αυ­τή ή­ταν η φύ­ση της εκδή­λω­σης. Ή­ταν μια εκ­δή­λω­ση των αν­θρώ­πων που εί­χαν α­γα­πή­σει στ α­λή­θεια τον Παύ­λο που μι­σού­σαν βα­θιά τους φο­νιά­δες του, αλ­λά εί­χαν αρ­νη­θεί να τους χρη­σι­μο­ποιούν πο­λι­τι­κά ρεύ­μα­τα ξέ­να προς το δι­κό τους λα­ϊ­κό κοι­νω­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα, προς το μί­σος τους για τη βί­α, προς τη σε­μνό­τη­τα, και πά­νω απ όλα προς την α­πέ­χθεια τους να μπαί­νουν στο πο­λι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό προ­σκήνιο κα­βα­λώ­ντας τη θυ­σί­α ε­νός άλ­λου. Αυ­τό που ή­θε­λαν ή­ταν να δώ­σουν στην πράξη τη δι­κιά τους ει­κό­να για τον Παύ­λο, του ποιος ή­ταν στα α­λή­θεια, ποιο ή­ταν το πνεύ­μα του. Αυ­τό ή­ταν κά­τι το ε­ξαι­ρε­τι­κά πο­λύ­τι­μο και έ­πρε­πε να γίνει α­πο­λύ­τως σε­βα­στό.

Πρέ­πει βέ­βαια ε­δώ να ξε­κα­θα­ρί­σου­με ό­τι άν­θρω­ποι σαν το Π. Φύσ­σα, που έ­κα­ναν μια χει­ρο­νο­μί­α τό­σο με­γά­λη, που ξε­περ­νού­σε τα ό­ρια των ό­ποιων δι­κών τους κο­ντι­νό­τε­ρων προ­σω­πικών κοι­νω­νι­κών δε­σμών, και γι­νό­ταν χειρο­νο­μί­α που συ­γκί­νη­σε και έκ­φρα­σε μια ο­λό­κλη­ρη νε­ολαί­α και την πλειο­ψηφί­α ε­νός λα­ού, τέ­τοιοι άν­θρω­ποι α­νή­κουν α­ντι­κει­με­νι­κά στο λα­ό και στην ιστο­ρί­α του. Γι αυ­τό η α­λη­θι­νή ει­κό­να για τέ­τοιους αν­θρώ­πους και τέ­τοιες χει­ρο­νο­μί­ες θα γί­νο­νται α­ντι­κεί­με­νο μό­νι­μης δια­μά­χης α­νά­με­σα στις τά­ξεις, α­νά­με­σα στη δη­μοκρα­τί­α και στο φα­σι­σμό, α­νά­με­σα στην α­λή­θεια και το ψέμ­μα. Μέ­σα στα πλαί­σια αυ­τής της δια­πά­λης και α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τις ό­ποιες πο­λι­τι­κές α­πό­ψεις έ­χουν ή θα σχη­μα­τί­σουν σε αυτή τη θυελ­λώ­δη ε­πο­χή η οικο­γέ­νεια και οι φί­λοι του Φύσ­σα, ε­μείς δια­μορ­φώ­σα­με την ά­πο­ψη ό­τι ο α­λη­θινός Φύσ­σας εί­ναι αυ­τός που οι ί­διοι μας δί­νουν με τα λό­για τους αλ­λά κυ­ρί­ως με τις πρά­ξεις τους.

Αυ­τοί οι άν­θρω­ποι λοι­πόν κά­να­νε ε­κεί­νο το βρά­δυ αυ­τό που α­πό την αρ­χή τους έκ­φρα­ζε και που πι­στεύ­ου­με ό­τι έκ­φρα­ζε το λα­ό του Κε­ρα­τσι­νιού, ι­διαί­τε­ρα μά­λι­στα για­τί ερ­χό­ταν τώ­ρα σαν α­ντί­βα­ρο στην ει­κό­να της κα­ταστρο­φι­κής βί­ας, του υ­πο­κρι­τι­κού στόμ­φου και της θο­ρυ­βώ­δι­κης α­λα­ζο­νείας με την ο­ποί­α μα­γα­ρί­σα­νε οι ψευ­το-α­ντιφα­σί­στες την ε­πό­με­νη μέ­ρα της δο­λο­φο­νί­ας κα­θώς και τις τρεις ε­πε­τεί­ους της. Τού­τη η συ­γκέ­ντρω­ση ή­ταν κάτι σαν βάλ­σα­μο για την πό­λη του Κε­ρα­τσι­νιού. Ή­ταν η α­πο­κα­τά­στα­ση του νε­κρού α­πό τη συ­κο­φα­ντί­α ό­χι μό­νο των α­νοι­χτών ε­χθρών του αλ­λά, κυ­ρί­ως, των δήθεν φί­λων του.

Αυ­τό εί­δα­με ε­μείς στη μά­να που χά­ι­δε­ψε το πα­γω­μέ­νο πρό­σω­πο της προ­το­μής του γιου της και με­τά κά­θι­σε πα­ρα­δί­πλα, στην ά­κρη του πε­ζο­δρο­μί­ου σιω­πη­λή για ώ­ρες ως το τέ­λος. Ή­ταν η ί­δια μά­να που με τό­ση δύ­να­μη κε­ραυ­νοβο­λού­σε τους ξε­θαρ­ρε­μέ­νους να­ζή­δες στη δί­κη της αιώ­νιας ντρο­πής για τη δι­καιο­σύ­νη και τον ε­πί­ση­μο πο­λι­τι­κό κό­σμο της χώ­ρας. Αυ­τό εί­δα­με στους φί­λους του που σι­γο­τρα­γού­δη­σαν ή­ρε­μα και συ­νε­σταλ­μέ­να τα πιο ω­ραί­α του κομ­μά­τια, που μι­λού­σαν για την ε­λευ­θε­ρί­α, τις σκλη­ρές α­λή­θειες της ζω­ής, την α­ξιο­πρέ­πεια, τη φι­λί­α, τη μπέ­σα, το θάρ­ρος, δη­λα­δή τε­λι­κά για το εί­δος του αν­θρώ­που που συ­ντά­ρα­ξε την Ελ­λά­δα και θα τη συ­ντα­ρά­ζει α­κό­μα πε­ρισ­σότε­ρο στα χρό­νια που έρ­χο­νται ό­ταν, υ­ψώ­νο­ντας το πιο πε­ρι­φρο­νη­τι­κό “ό­χι” στη μι­κρό­τη­τα μιας ο­λό­κλη­ρης ε­πο­χής, α­τέ­νισε ά­φο­βα τη θρα­σύ­δει­λη να­ζι­στική α­γέ­λη και έ­βα­λε το στή­θος του μπρο­στά της για να σώ­σει τους φί­λους του και την τι­μή του ερ­γα­τι­κού α­ντι­φα­σι­στι­κού Πει­ραιά.

Το ό­τι η οι­κο­γέ­νεια και οι φί­λοι του Φύσ­σα έ­χουν α­ντι­στα­θεί σχε­δόν μό­νοι τους ως τώ­ρα με τό­ση γνώ­ση και σθέ­νος στα σα­χα­ρέ­νια βό­λια της α­στικής τά­ξης και έ­χουν κρα­τή­σει με τό­σο πεί­σμα την ει­κό­να του Παύ­λου όρ­θια με το δι­κό τους τρό­πο και με τα δι­κά τους λιγοστά μέ­σα λέ­ει πολ­λά για το είδος των αν­θρώ­πων που ε­γκυ­μο­νού­νται ε­κεί στα βά­θη της φτω­χο­λο­γιάς. Ο φασι­σμός και ο σο­σιαλ­φα­σι­σμός ό­σο και να φαί­νο­νται ι­σχυ­ροί στην προ­έ­λα­σή τους δεν θα έ­χουν τε­λι­κά έ­ναν κα­θό­λου εύ­κο­λο δρό­μο σ’ αυ­τή τη χώ­ρα.