Οι κνίτες των ηγεσιών του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ (στο μηχανισμό του οποίου πάντα κυριαρχούν πρώην στελέχη του Περισσού και όχι οι ευρωρεβιζιονιστές του πάλαι ποτέ «Κ»Κεσωτερικού, που του δίνουν απλώς μια μισοευρωπαϊκή πατίνα) καμώνονται έτσι, όπως και ο φίλος τους και αρθρογράφος των πλατιών εντύπων τους Κουφοντίνας, ότι αποτελούν τους πραγματικούς ερμηνευτές του μηνύματος του Πολυτεχνείου στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν, στο σήμερα αλλά και στο αύριο.
Ρωσόδουλος σοσιαλφασισμός και Πολυτεχνείο
Με το Πολυτεχνείο, όπως και με όλους τους μεγάλους σταθμούς του λαϊκού δημοκρατικού, αντιφασιστικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος στη χώρα μας, ο σοσιαλφασιστικός ρεβιζιονισμός (που αποτελεί τη συνισταμένη όλων των οπορτουνιστικών ρευμάτων και αποκλίσεων στο εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα και την αποκρυστάλλωσή τους στο χειρότερο δυνατό παρονομαστή) κάνει πολύ απλά το εξής: την εποχή που διεξάγονται τα κινήματα, τα υπονομεύει σε συνεργασία με την αστική τάξη, τον ιμπεριαλισμό και το σοσιαλιμπεριαλισμό (ή και στην άμεση υπηρεσία τους), στη συνέχεια σκοτώνει το πνεύμα και την ουσία τους δολοφονώντας πολιτικά ή και βιολογικά (Ν. Ζαχαριάδης) τους πρωτεργάτες τους και στη συνέχεια, ήσυχα-ήσυχα, οικειοποιείται το κουφάρι τους, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του. Αυτή την πορεία διέτρεξε το ψευτοΚΚΕ (και κάπως πιο καλυμμένα το κυβερνητικό απόσπασμά του που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ) και με το Πολυτεχνείο.
Γράφαμε το 2005, συμπυκνώνοντας τους λόγους για τους οποίους το ψευτοΚΚΕ του Φλωράκη και η σοσιαλιμπεριαλιστική Ρωσία στα 1973 δεν ήθελαν με τίποτα και υπονόμευαν την αντιφασιστική πάλη κατά της χούντας του Παπαδόπουλου:
“Η λαϊκή εξέγερση του Πολυτεχνείου ωρίμασε κόντρα στη γραμμή της “φιλελευθεροποίησης” που προωθούσε εκείνη την περίοδο η φασιστική χούντα κάτω από την πίεση όλης της Ευρώπης και της κοινής γνώμης των ΗΠΑ.
Αυτή η περίοδος άρχισε με το χουντοδημοψήφισμα, με την «πολιτική» κυβέρνηση Μαρκεζίνη, με την απελευθέρωση αρκετών πολιτικών κρατουμένων από τα ξερονήσια και με την προσπάθεια για διενέργεια εκλογών.
(...)
Σε όλα τα παλιά πολιτικά κόμματα υπήρχε μια σοβαρή κρίση, αποτέλεσμα της άρνησής τους να δώσουν με συνέπεια την αντιχουντική πάλη. Έτσι, η γραμμή της φιλελευθεροποίησης της χούντας όξυνε την πάλη μέσα τους προκαλώντας έντονες αντιθέσεις. Μέσα στην προδικτατορική ΕΡΕ εμφανίζεται μια διαμάχη ανάμεσα στον Καραμανλή και τον Κανελλόπουλο, ο οποίος κατηγορεί τον Καραμανλή, λόγω της σιωπής του, ότι αποδέχεται τη λύση Μαρκεζίνη και ζητάει την αντιχουντική συνεργασία, στην οποία περιλαμβάνει και το ψευτοΚΚΕ. Στο χώρο του Κέντρου υπάρχει επίσης μια έντονη εσωτερική διαπάλη. Ο Μαύρος με την υποστήριξη του Βήματος φαίνεται να ήθελε τη λύση Μαρκεζίνη. Από την άλλη πλευρά, ο Ζίγδης και μια σειρά βουλευτές του Α. Παπανδρέου αντιτάσσονται σε αυτή τη λύση. Μεγάλη σ’ αυτό είναι η αντίθεση των στελεχών της Δημοκρατικής Άμυνας. Επίσης το «Κ»Κεσωτερικού βρίσκεται αρκετά κοντά στην υποστήριξη της λύσης Μαρκεζίνη, κάτι που διαφαίνεται στις δηλώσεις του Δρακόπουλου τότε στην Ακρόπολη.
(...)
Σ’ αυτή την περίοδο το ψευτοΚΚΕ ρίχνει τη γραμμή της οικουμενικής κυβέρνησης, πιέζοντας βασικά τα παλιά πολιτικά κόμματα να δεχτούν και τη δικιά του συμμετοχή στη μεταβατική εποχή.
Η οικουμενική κυβέρνηση δεν προϋπέθετε για το ψευτοΚΚΕ την πτώση της χούντας. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ήταν, σύμφωνα με την ανάλυσή του, η καλύτερη εκμετάλλευση των«νόμιμων μορφών πάλης που πρόσφερε η κρίση της δικτατορίας». Η οικουμενική κυβέρνηση θα έκανε αυτή τις εκλογές, ως απάντηση στις εκλογές του Μαρκεζίνη.
Μια τέτοια γραμμή ήταν στην πραγματικότητα η πιο «αριστερή» έκφραση της φιλελευθεροποίησης του φασιστικού καθεστώτος, γιατί, ενώ εμφανιζόταν με τα πιο αριστερά λόγια ενάντια στη λύση Μαρκεζίνη, δεν έβαζε ως βασική προϋπόθεση για κάθε αλλαγή την πτώση της χούντας.
Αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα ενός οπορτουνισμού δεξιού τύπου. Ήταν η συνειδητή έκφραση της γραμμής των αφεντικών του, των σοβιετικών σοσιαλιμπεριαλιστών, για εκείνη την πολιτική στιγμή στην Ελλάδα. Η Ρωσία δεν ήθελε την πτώση της χούντας, γιατί αυτή, όντας όλο και πιο απομονωμένη από τη Δύση, αναζητούσε πολιτικά ερείσματα στο ανατολικό μπλοκ και στα φιλοανατολικά κράτη του Τρίτου Κόσμου. Αυτό φαίνεται και από το ότι όλα τα αντιχουντικά κινήματα, ακόμα και οι επίσημες αντιδικτατορικές κρατικές δηλώσεις, αλλά και πράξεις στο εξωτερικό, έρχονταν από την Ευρώπη και από τις ΗΠΑ και όχι από την ΕΣΣΔ.
Είναι χαραχτηριστικά τα παρακάτω αποσπάσματα από το «9ο» (2ο) Συνέδριο του ψευτοΚΚΕ:
«Η δικτατορία, μπρος στο νέο διεθνές κλίμα που διαμορφώνεται και τις προσπάθειες για ειρηνική συνεργασία από μέρους των σοσιαλιστικών χωρών, αναγκάζεται να αναπροσαρμόζει την πολιτική της. Δηλώνει ότι είναι υπέρ της ύφεσης, υπογράφει συμφωνίες οικονομικής συνεργασίας με τα σοσιαλιστικά κράτη, μίλησε για ουδετερότητα στον πόλεμο της Μέσης Ανατολής»....
(…) «Είναι αλήθεια πως η δικτατορία δεν μπορεί να αγνοήσει το νέο διεθνές κλίμα, την πολιτική ειρήνης και τις προτάσεις συνεργασίας της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών, ιδιαίτερα της γειτονικής μας Λ.Δ. Βουλγαρίας. Οι σχετικές συμφωνίες που βρέθηκε υποχρεωμένη να υπογράψει χάρη σε αυτή τη πολιτική των σοσιαλιστικών χωρών ανταποκρίνονται αντικειμενικά στο συμφέρον της ειρήνης, φθείρουν ένα από τα βασικά προπαγανδιστικά όπλα στο ελληνικό οπλοστάσιο του αντικομμουνισμού»...
(…) «Ο υπουργός των Εξωτερικών της υπό δικτατορική εντολή κυβέρνησης Μαρκεζίνη, όπως είναι γνωστό, διακήρυξε τη στάση της Ελλάδας στον τελευταίο Αραβοϊσραηλινό πόλεμο σαν στάση ουδετερότητας».
Είναι πολύ χαραχτηριστικό πως σ’ αυτό το συνέδριο τα χαιρετιστήρια τόσο του ΚΚΣΕ όσο και του ΚΚ Βουλγαρίας δεν αναφέρουν λέξη για αγώνα ενάντια στη χούντα, ούτε καν ότι υπάρχει φασισμός στην Ελλάδα.
Είναι σαφές πως εκείνη την περίοδο ο σοσιαλιμπεριαλισμός έχει κάνει το άνοιγμά του στη φασιστική χούντα. Η πρόταση του ψευτοΚΚΕ για «οικουμενική κυβέρνηση» αξιοποιεί αυτά τα διπλωματικά ανοίγματα της ΕΣΣΔ για να πετύχει το δυνάμωμα του εργαλείου του, του ψευτοΚΚΕ, στο εσωτερικό μέτωπο, ιδιαίτερα με τη συσπείρωση της σοβινιστικής αστικής τάξης.
Το κλειδί είναι το Κυπριακό. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, και σε πρώτη φάση ο ελληνικός σοβινισμός (Παπαδόπουλος), για να εξασφαλίσει τη σταθερότητα του ΝΑΤΟ στην περιοχή ανάμεσα σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο, προωθούσε τη λύση της διπλής ένωσης. Σ’ αυτή τη λύση αντιτάχθηκε στην Κύπρο ο Μακάριος, που ήθελε μεν ένα ενιαίο κράτος, με την πλήρη όμως κυριαρχία των Ελληνοκύπριων πάνω στους Τουρκοκύπριους, ενώ ο πιο ακραίος ελληνικός σοβινισμός (Ιωαννίδης) ήθελε όλη την Κύπρο για τον εαυτό του, ιδιαίτερα από την ώρα που κατέρρευσε το σχέδιο της διπλής Ένωσης. Έτσι ο ελληνικός σοβινισμός έρχεται, για πρώτη ίσως φορά, σε σύγκρουση με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Αυτή τη σύγκρουση προσπαθεί να αξιοποιήσει για το δικό του συμφέρον ο σοβιετικός σοσιαλιμπεριαλισμός με τα ανοίγματά του στη φασιστική χούντα.
(...)
Είναι λοιπόν φανερό πως ο σοσιαλιμπεριαλισμός και τα τσιράκια του στην Ελλάδα, μέσα σ’ αυτές τις πολιτικές συνθήκες, δεν ήθελαν με τίποτα αντιφασιστικούς αγώνες και εξεγέρσεις που θα ανέτρεπαν τους στρατηγικούς σχεδιασμούς τους, αλλά ούτε εσωτερικά πραξικοπήματα μέσα στη δικτατορία και πολεμικές περιπέτειες του πιο άρρωστου ελληνικού σοβινισμού. Τα σχέδιά τους χαλάσανε, γιατί και ο λαός κινήθηκε ακραία με τη Νομική και το Πολυτεχνείο και αχρήστευσε την παπαδοπουλική, δηλαδή την πιο πολιτικά ευέλικτη πτέρυγα της χούντας, και ο άρρωστος σοβινισμός κινήθηκε με την κλίκα Ιωαννίδη μέχρι τον απόλυτο τυχοδιωκτισμό, οδηγώντας τη χούντα στη στρατιωτική καταστροφή και στην αύτανδρη πτώση. Έτσι πέθανε κάθε ενδιάμεση λύση καταστρέφοντας και τα ανατολικά σχέδια και τα κάπως «πιο ρεαλιστικά» σχέδια της χούντας. Ήταν φυσικό λοιπόν που οι σοβιετικοί και οι πράκτορές τους, έξαλλοι από την αποτυχία τους, θέλησαν να δουν στους οργανωτές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, και μάλιστα στους επικεφαλής της, πράκτορες της ΚΥΠ, δηλαδή την ανύπαρκτη συμμαχία ακραίων της χούντας και ακραίων αντιφασιστών, δηλαδή τη συνεργασία των πιο ορκισμένων εχθρών αυτής της εποχής. Αυτό είναι το νόημα της περιβόητης ιστορικής πολιτικής γελοιοποίησης, αλλά και αποκάλυψης του ψευτοΚΚΕ, που ονομάζεται Πανσπουδαστική Νο 8”.
Γιατί οι σοσιαλφασίστες σηκώνουν τη «σημαία» του Πολυτεχνείου
Στην ουσία, η απάντηση στο γιατί οι υπονομευτές του Πολυτεχνείου μπορούν και τολμούν να σηκώνουν σήμερα τη σημαία του βρίσκεται στις ίδιες τις αδυναμίες του καθοδηγητικού απαράτ της εξέγερσης. Αυτό στην πραγματικότητα ήταν ένα μέτωπο των επαναστατών αντιιμπεριαλιστών μαοϊστών, κυρίως εκείνων του ΕΚΚΕ, με ριζοσπάστες αντιχουντικούς σοσιαλδημοκράτες και αστοδημοκράτες που προέρχονταν πολιτικά από το προδικτατορικό Κέντρο (π.χ. Δημοκρατική Άμυνα, ΠΑΚ) κλπ και είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί μέσα από την αντίθεσή τους στη δικτατορία, καθώς και με μεγάλο τμήμα της αριστερής δημοκρατικής νεολαίας του «Κ»Κεσωτερικού, του «Ρήγα Φεραίου» παρά τη συμβιβαστική προς τη χούντα γραμμή της ηγεσίας των ευρωρεβιζιονιστών.
Επρόκειτο για ένα μέτωπο αντιφασιστικό και μάλιστα κάπως θωρακισμένο (τότε) και απέναντι στο νεόκοπο ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό, καθώς οι δυνάμεις που το αποτελούσαν είχαν καταγγείλει με ένταση την ιστορικά πρόσφατη τότε εισβολή της ΕΣΣΔ στην Τσεχοσλοβακία το 1968, την οποία είχε στηρίξει με πάθος το ψευτοΚΚΕ. Ήταν όμως ταυτόχρονα ένα μέτωπο που ακόμη και στο πιο πρωτοπόρο τμήμα του, εκείνο που ηγήθηκε μάλιστα της κατάληψης ως ΕΚΚΕ (με τη φοιτητική του παράταξη ΑΑΣΠΕ), δεν είχε ξεκαθαρίσει (κι ούτε ήταν εύκολο) με τον ελληνικό σωβινισμό και την αχίλλεια φτέρνα του, το όνειρο της Ένωσης με την Κύπρο.
Αυτή η αχίλλεια φτέρνα έδωσε όλο το χώρο στο μεγαλύτερο πράκτορα του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού μέσα στο πολιτικό προσωπικό της ελληνικής άρχουσας τάξης, τον Ανδρέα Παπανδρέου, να μπολιάσει το ριζοσπαστικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα της μεταπολίτευσης που είχε για σημαία του το Πολυτεχνείο με το σωβινιστικό αντιτουρκικό και τον αντιδραστικού (και όχι αντιιμπεριαλιστικού τύπου) αντιαμερικανισμό, στο όνομα της εκδίκησης για το θάψιμο των ονείρων για μια ελληνοκρατούμενη Κύπρο. Πρόκειται για μια ανάσταση του ιωαννιδικού τουρκοφαγικού σωβινισμού με «αριστερό» λούστρο, αλλά με την ίδια υπεραντιδραστική ουσία και περιεχόμενο.
Όπως σημειώναμε και πάλι το 2005, ο βαθμός της πολιτικής ανωριμότητας και του επιπέδου οργάνωσης του επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος καθόρισε την αδυναμία του στη χάραξη συγκεκριμένων πολιτικών προτάσεων, τέτοιων που να δίνουν τη δυνατότητα στο ευρύτερο δημοκρατικό κίνημα να ανεβάσει την πάλη του σε ανώτερες θέσεις. Έτσι το κίνημα αυτό βρέθηκε σε αδυναμία να παίξει ηγεμονικό ρόλο στη χώρα, όταν η χούντα έπεσε. Γιατί η χούντα δεν έπεσε επειδή αυτό το κίνημα ωρίμασε πολιτικά και αριθμητικά και την ανέτρεψε, αλλά έπεσε επειδή αυτή κατέρρευσε και ξεφτιλίστηκε το «εθνικό» της επιθετικό-σοβινιστικό πρόγραμμα, δηλαδή η κατοχή της Κύπρου. Μαζί μ’ αυτό το εθνικό πρόγραμμα κατέρρευσε και ο ως τότε «εθνικός προστάτης» ιμπεριαλισμός, ο αμερικάνικος.
Σ’ αυτό το τελευταίο, ο κλασικός δεξιός εθνικιστής (πρώην μέλος του σωβινιστικού «Δικτύου 21») Συρίγος βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια απ’ ό,τι οι σοσιαλφασίστες επικριτές του.
Ενώ δηλαδή εκείνοι σαν υποτιθέμενοι «διεθνιστές» θέλουν να κρύβουν σαν τις θρήσκες πουριτανές το πόσο συγγενής είναι ο «αντιιμπεριαλισμός» τους και η «αντιδεξιά» τους πολιτική γραμμή στη Μεταπολίτευση με το χουντικό σωβινισμό, πόσο δηλαδή επωφελήθηκαν από τον αντιδραστικό αντιτουρκισμό και αντιαμερικανισμό για να χτίσουν το φαιο-«κόκκινο» ρωσόδουλο αντιδραστικό καθεστώς τους, χτυπώντας τον Καραμανλή, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ από τα δεξιά κι όχι από τα αριστερά, ο Συρίγος, που είναι ανοιχτός αντίπαλος ή εν πάση περιπτώσει δεν δηλώνει οπαδός του πολυτεχνειακού ριζοσπαστισμού, διαστρεβλώνει λιγότερο την ιστορία σε σχέση με εκείνους.
Οι ψευτοαριστεροί φαιο-«κόκκινοι» φυσικά δεν έγιναν στα πολιτικά τους «γεράματα» οπαδοί του ελληνικού εθνικισμού. Απλούστατα η ελληνοτουρκική αντίθεση, την οποία τροφοδοτεί ο ελληνικός εθνοφασισμός, χρησιμεύει εδώ και έξι δεκαετίες στη σοσιαλιμπεριαλιστική Ρωσία, προκειμένου εκείνη να υπονομεύει την ενότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του NATO, ώστε να ανοίξουν τα Στενά και το Αιγαίο για την κάθοδο του ρωσικού στόλου στις θερμές θάλασσες και την περικύκλωση της Ευρώπης. Γι’ αυτό και - σε αντίθεση με τους γνήσιους σωβινιστές, που είναι πάντα και ακατέβατα αντιτούρκοι - οι σοσιαλφασίστες συμβάλλουν στην όξυνση των αντιθέσεων των δύο χωρών και ενώνονται με το σωβινισμό (για να τον προσεταιριστούν) όταν η Τουρκία κινείται προς τη Δύση και μεταμφιέζονται σε διεθνιστές και γεφυροποιούς με την Άγκυρα όποτε η Τουρκία κινείται προς τη Μόσχα. Αυτός είναι ο πρόσφατος «φιλοερντογανισμός» του Τσίπρα ή της ΕΦΣΥΝ, που οι κοντόθωροι νεοδημοκράτες αποκαλούν «τουρκοφιλία», ενώ και ο Κουτσούμπας κάνει τελευταία τέτοια «φιλοτούρκικα» ανοίγματα, προσποιούμενος τον παλιό διεθνιστή κομμουνιστή.
Περί μαζικότητας της αντίστασης στη δικτατορία
Το ζήτημα της έλλειψης μαζικής αντίστασης κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια της χούντας που έθεσε ο Συρίγος έχει, πάλι, δύο πλευρές: από τη μία, πράγματι ως την εξέγερσητου Πολυτεχνείου και νωρίτερα το κίνημα της Νομικής το ρεύμα κατά του χουντοφασισμού δεν εκφράστηκε με μαζικές λαϊκές ανοιχτά αντιχουντικές εκδηλώσεις (αν και καλυμμένες τέτοιες ήταν οι κηδείες του Γ. Παπανδρέου και του Γ. Σεφέρη, στα 1968 και στα 1971 αντίστοιχα). Τούτο το χρησιμοποιούν ως επιχείρημα και πολλοί ανοιχτοί ή κρυφοί χουντοφασίστες για να πλάσουν την εικόνα μιας λαοφιλούς φασιστικής δικτατορίας, που «χάριζε χρέη και έκανε έργα» και την οποία έριξαν με συνωμοσίες και παρά - τάχα - τη θέληση του λαού οι «ανθέλληνες» δημοκράτες, οι κομμουνιστές, οι Αμερικάνοι κλπ.
Εκείνο που κάνουν πως δεν βλέπουν οι οπαδοί της θεωρίας της «περιθωριακής αντίστασης» είναι το πόσο η δικτατορία οδήγησε στη γελοιοποίηση και τελικά στη συντριβή το μετεμφυλιακό αντικομμουνιστικό «κράτος έκτακτης ανάγκης» και πόσο όξυνε τις αντιθέσεις και τις μετατοπίσεις μέσα στην ίδια την άρχουσα τάξη, ακόμη και στο παραδοσιακά πιο συντηρητικό πολιτικά τμήμα της και στο κομμάτι του λαού που το ακολουθούσε.
Βασιλικοί στρατιωτικοί, δεξιοί κομμουνιστοφάγοι, κεντρώοι εθνικιστές βρέθηκαν, ειδικά το 67-68 και το 73-74, δίπλα-δίπλα στις φυλακές με ριζοσπάστες αντιφασίστες και κομμουνιστές, πολιτικοί όπως ο Κανελλόπουλος, πρωθυπουργός με την αντιδραστική ΕΡΕ το 67, βρέθηκαν να επισκέπτονται και να στηρίζουν έμπρακτα το Πολυτεχνείο, ενώ ακόμη και η σύγκρουση Παπαδόπουλου - Ιωαννίδη, την οποία επέσπευσε η εξέγερση του Νοέμβρη, μαζί με την ταπεινωτική ήττα του χουντοφασισμού στην Κύπρο, σμπαράλιασε τον λίγο-πολύ συμπαγή μετά το 1950 ακροδεξιό μηχανισμό του «εθνικού» στρατού, της ΚΥΠ και των σωμάτων ασφαλείας.
Η χούντα δηλαδή κατάφερε να φτιάξει ένα τόσο πλατύ αντιδικτατορικό μέτωπο απέναντι της και σε επίπεδο πολιτικού προσωπικού και σε επίπεδο λαού, που έκανε αδύνατη όχι μόνο την επιβίωσή της, αλλά και την επιστροφή σε μια καχεκτική μισοδημοκρατία προδικτατορικού τύπου. Τέτοια ήταν μάλιστα αυτή η δυναμική που στο κόμμα της κλασικής, δυτικού τύπου αντικομμουνιστικής αστικής τάξης μεταπολιτευτικά, τη ΝΔ, διάδοχο της ΕΡΕ, δεν μπόρεσε ποτέ να ευδοκιμήσει ούτε ισχυρή φιλοχουντική, ούτε καν ισχυρή φιλοβασιλική τάση (αφού ο βασιλιάς θεωρείτο σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος ακόμη και μέσα στις τάξεις της κλασικής συντήρησης για την πολιτική ανωμαλία που οδήγησε στο πραξικόπημα και επέλεξε αρχικά να συμβιβαστεί με τους πραξικοπηματίες).
Ο παλλαϊκός δημοκρατικός ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου, που πρελούδιό του ήταν ο επίσης ηρωικός ξεσηκωμός της Νομικής το Φλεβάρη του 73, εγκιβώτιζε όλη τη βαθιά οργή, το μίσος και την απέχθεια της πλατιάς μάζας του λαού, με πρωτοπόρα την ανήσυχη και ολοένα και πιο αριστερή νεολαία, για την ταπείνωση που βίωνε στα έξι αυτά χρόνια της τρομοκρατικής εξουσίας των χουντοφασιστών.
Από την ώρα που η ρεβιζιονιστική ηγεσία της Αριστεράς και του δημοκρατικού Κέντρου παρέδωσε εντελώς απροετοίμαστο το λαό στη χούντα, η αντίσταση στην πρώτη εξαετία δεν μπορούσε παρά να πάρει - και πήρε - τη μορφή μικρών πυρήνων της αριστεράς ή και μεμονωμένων πατριωτών δημοκρατών που, όταν συλλαμβάνονταν, δοκίμαζαν συστηματικά βασανιστήρια. Αυτά αποτελούσαν τη βασική μέθοδο τρομοκράτησης ενός ανοργάνωτου πληθυσμού μετά από μια μεγάλη του ήττα. Έτσι μια μαζική δημοκρατική απάντηση δεν ήταν σύντομα δυνατή, πράγμα που άλλωστε έγινε και στην Πορτογαλία και στην Ισπανία και στη Λατινική Αμερική και γίνεται λίγο ή πολύ σε όλες τις δικτατορίες για μια μικρή ή μεγαλύτερη περίοδο σκληρής βίας και σχετικής σταθεροποίησής τους.
Για να δημιουργηθούν συνθήκες μαζικής αντίστασης χρειάστηκε σε ό,τι αφορά τη χώρα μας να συμβούν δύο πράγματα: Πρώτο, η καταπίεση να γίνει σταδιακά όλο και πιο αφόρητη για τη νεολαία στο βαθμό μάλιστα που φούντωναν τα ριζοσπαστικά κινήματα σε όλη τη Δύση, με το Μάη του 68 και τις διαδηλώσεις ενάντια στον αντεπαναστατικό πόλεμο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στο Βιετνάμ, αλλά και με την αντισοσιαλιμπεριαλιστική Άνοιξη της Πράγας, και συναντιόντουσταν με τη λαϊκή δημοκρατική εαμική κληρονομιά που έτρεχε στις φλέβες των μαζών, παρά τις ήττες του λαϊκού κινήματος τη δεκαετία του ‘40. Έτσι φούντωναν υπόκωφα και μαζικά μορφές παθητικής αντίστασης ή έβρισκαν διέξοδο στο πεδίο της κουλτούρας, της μουσικής, των πολιτικών ζυμώσεων κάτω από τα ραντάρ των κατασταλτικών μηχανισμών της δικτατορίας. Και Δεύτερο, χρειάστηκε το ίδιο αυτό ριζοσπαστικό δημοκρατικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα που σάρωνε όλη τη Δύση σε συνδυασμό με τη δυναμική δράση των αντιστασιακών οργανώσεων μέσα στη χώρα αλλά και στο εξωτερικό να γονιμοποιήσει την πίεση της δημοκρατικής διανόησης προς τις κυβερνήσεις σε ΗΠΑ και Ευρώπη ώστε η χούντα να απομονωθεί, ιδιαίτερα από την ΕΕ και τελικά να εξαναγκαστεί σε κάποια μορφή πολιτικής μετάβασης προς την αστική δημοκρατία.
Αυτή η πίεση είναι που οδήγησε τον Παπαδόπουλο στο «πείραμα» της «φιλελευθεροποίησης». Αυτό ήταν βέβαια κάλπικο και μια προσπάθεια διαιώνισης της χούντας ή έστω μιας χουντικής ψευτοδημοκρατίας, ωστόσο έδωσε το χώρο σε μια πλατιά νεολαιίστικη μάζα να ξεπεράσει σε ένα βαθμό τον τρόμο της βίας και των βασανιστηρίων, να οργανωθεί και να διατρανώσει στεντόρεια και μαζικά πια την αντίθεσή της στο φασιστικό καθεστώς.
Το Πολυτεχνείο δηλαδή, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει και λέει ο Συρίγος, δεν ήταν η εξαίρεση ούτε βρισκόταν σε αντίθεση με τη στάση του λαού την εξαετία 67-73, αλλά ήταν η συμπύκνωση και η πραγματική έκφρασή της. Γι’ αυτό και η χούντα το χτύπησε και το μάτωσε μέσα σε μόλις τρεις ημέρες και μετά κατέφυγε στην πιο μεγάλη βία πάνω στο δημοκρατικό κίνημα από τότε ως την πτώση της, χωρίς φυσικά να καταφέρει να αντιστρέψει τη θανάσιμη ζημιά που αυτό της έκανε.
Σ’ αυτό τον υπέροχο ξεσηκωμό ενός δημοκρατικού λαού, ξεσηκωμό που ήταν ριζοσπαστικά αντιφασιστικός και εν σπέρματι αντισοσιαλφασιστικός (γι’ αυτό και χτυπήθηκε και υπονομεύθηκε ανοιχτά και από το ψευτοΚΚΕ) οφείλεται ό,τι καλό κέρδισε αυτός ο τόπος σε επίπεδο δημοκρατίας στη Μεταπολίτευση, δίπλα φυσικά και πάντα σε κόντρα με την παπανδρεϊκή και κνίτικη φαιο-«κόκκινη» υπονόμευση και ιδιαίτερα με το 17νοεμβρίτικο προβοκάρισμα κάθε πραγματικής πολιτικής δημοκρατίας και κυρίως κάθε παραγωγικής και πολιτισμικής ανάπτυξης. Σ’ αυτόν και στην κουλτούρα την οποία κληροδότησε στις μάζες, πιάνοντας το νήμα από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ, οφείλεται σήμερα ότι ο κνίτης και ο τσιπραίος ψελλίζει χίλιες δυο δικαιολογίες και αμύνεται αμήχανος και χωρίς να πατάει γερά στα πόδια του όταν πρέπει να υπερασπιστεί τους φόνους και τους βιασμούς του στρατού του αφεντικού του, του ναζιστή Πούτιν, στην Ουκρανία.
Πέρα άλλωστε από το γεγονός ότι οι φασιστικές δικτατορίες, όταν εγκαθιδρύονται, επιβάλλουν κλίμα απογοήτευσης, παθητικοποίησης και τρόμου στις μάζες μέσα από τη σκληρόψυχη και δολοφονική βία τους, υπήρχε και η παραλυτική κατάσταση στην οποία είχε οδηγήσει το λαϊκό κίνημα ο ρεβιζιονισμός της ΕΔΑ και ο σοσιαλφασισμός του ψευτοΚΚΕ μετά τα 1960.
Ειδικά το δεύτερο είχε ως κύρια ενασχόληση, τη διετία 1965-1967, όχι τη μετωπική και πλατιά αντίσταση στο φασιστικό πραξικόπημα που ζύγωνε, όπως καταλάβαιναν πολλοί δημοκράτες της εποχής, αλλά τη «ντε φάκτο νομιμοποίηση» του ως κόμματος, όχι ως αποτέλεσμα λαϊκών δημοκρατικών αγώνων, αλλά μέσα από συμφωνίες κορυφής της ΕΣΣΔ και της ηγεσίας του με την ελληνική αντικομμουνιστική αστική τάξη.
Αυτό ουσιαστικά επιδίωξε το ψευτοΚΚΕ και το 1973 την περίοδο του «πειράματος Μαρκεζίνη» με την πρόταση του για οικουμενική και αυτό τελικά πέτυχε το 1974, υποσχόμενο να θάψει κάθε διεθνιστική κομμουνιστική θέση για τις μειονότητες στη χώρα, κυρίως τη μακεδονική (όπως έχει δηλώσει, χωρίς να τον διαψεύσει ο Περισσός, ο Κων. Μητσοτάκης, μιλώντας για το 1974). Έτσι τα δικαστήρια του Καραμανλή, έναν μήνα μετά την πτώση της δικτατορίας, αναγνώρισαν το ψευτοΚΚΕ του Φλωράκη ως νόμιμο κληρονόμο του ονόματος «ΚΚΕ» και νομιμοποίησαν αυτό το νέο ΚΚΕ. Πιθανά δεν ξέρανε ακόμα ότι αυτό το κόμμα ήταν συναυτουργός της δολοφονίας Ζαχαριάδη ένα χρόνο νωρίτερα. Προφανώς ωστόσο ξέρανε, γιατί καθόλου δεν την έκρυβε, την έχθρα του στην γραμμή και την ιδεολογία που κινούσε το β’ επαναστατικό αγώνα και τον ΔΣΕ.
Το ψευτοΚΚΕ αποτέλεσε, αντίθετα απ’ όσα ισχυρίζεται, τη μεγαλύτερη τροχοπέδη στην ανάπτυξη του αντιδικτατορικού κινήματος και έμεινε περιθωριακή σε όγκο δύναμη στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και της «Αριστεράς», καθώς τα περισσότερα μέλη και στελέχη του ίδιου (και της ΕΔΑ) εντός Ελλάδας ακολούθησαν γενικά το λιγότερο αντιδραστικό «Κ»Κεσ. Τον Σεπτέμβριο του 1974, η οργανωτική ισχύς του ψευτοΚΚΕ μέσα στη χώρα δεν ήταν μεγαλύτερη από το άθροισμα των οργανώσεων της επαναστατικής μαοϊστικής αριστεράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εκδόσεις στον εκδοτικό του οίκο «Σύγχρονη Εποχή», που λειτουργεί ανελλιπώς από τη δεκαετία του ’70, για την αντίσταση κατά της χούντας και ειδικότερα για τον ρόλο του ψευτοΚΚΕ σε αυτήν δεν ξεπερνούν σε αριθμό τα δάχτυλα του ενός χεριού.
Το πλήθος και το πάθος δεκάδων αντιδικτατορικών οργανώσεων, αλλά και τα κινήματα του βασιλιά τον Δεκέμβριο του 1967 και του ναυτικού το 1973, πάντως, κάθε άλλο παρά την εικόνα της «κραταιάς χούντας» δίνουν. Εκείνο που ίσως θέλησε να κρύψει ο Συρίγος πίσω από τη συγκεκριμένη αποστροφή του είναι ότι το ρεύμα των αντιτούρκων σοβινιστών, στο οποίο ανήκει και ο ίδιος, νιώθει σε μια ισχυρή του πλευρά «κατανόηση» για τη δικτατορία και τα βρώμικα εθνοεκκαθαριστικά και αντιτουρκοκυπριακά παιχνίδια που έπαιζε η τελευταία στην Κύπρο.
Περί «μεταπολιτευτικού μύθου»
Το τμήμα της ομιλίας του Συρίγου ωστόσο που εξόργισε περισσότερο τους κνίτες και τσιπρικούς αφορούσε το «μεταπολιτευτικό μύθο του Πολυτεχνείου» και το πώς αυτός αντανακλάται έως σήμερα στην κατάσταση των πανεπιστημίων (που ήταν και το αντικείμενο της συζήτησης στη Βουλή).
Το νεοδεξιό μπλοκ Παπανδρέου - ψευτοΚΚΕ μετά το 1974 και ιδιαίτερα μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία στα 1981 προχώρησε πράγματι σε μια αναθεώρηση της ιστορίας, όχι όμως αριστερού (όπως λέει η κλασική δεξιά) ή δημοκρατικού, αλλά σοσιαλφασιστικού τύπου. Έβαψε τους σωβινιστές αντικομμουνιστές του Κέντρου με «εαμικά» χρώματα, ξέπλυνε χουντικούς που μισούσαν τον Καραμανλή για το γεγονός ότι δεν αμνήστευσε τη χούντα, μετατρέποντάς τους σε κάλπικους «σοσιαλιστές» (αυτά έγιναν κυρίως μέσω του κομματικού μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ και του κράτους από τους Α. Παπανδρέου - Λαλιώτη), χτύπησε το κίνημα της αποχουντοποίησης στα πανεπιστήμια με αντάλλαγμα θέσεις βοηθών καθηγητών για τα στελέχη του ψευτοΚΚΕ (που αποτελούν σήμερα, μαζί με τους διορισμένους διαδόχους τους ως μέλη ΔΕΠ την κρατικογραφειοκρατική ακρίδα διάλυσης του πανεπιστημίου κάτω από τη σημαία του ΣΥΡΙΖΑ, του ΝΑΡ-ΕΑΑΚ κλπ.), απονεύρωσε τις αντιστασιακές μνήμες και παρακαταθήκες με τον εκμαυλισμό μέσω συντάξεων αντιστασιακού σε ανθρώπους με ελάχιστη ή καθόλου συμμετοχή είτε στην Εθνική Αντίσταση είτε στο αντιδιχτατορικό κίνημα.
Παράλληλα, ειδικά από το 1979-80 και εξής, με όχημα κυρίως το μικροαστικό «αντικαπιταλιστικό» στρατό των Αριστερών Συσπειρώσεων και μετέπειτα ΕΑΑΚ και το σπασιματζίδικο αναρχισμό (και εσχάτως αναρχοφασισμό), ο σοσιαλφασισμός κατάπιε τα απομεινάρια της επαναστατικής Αριστεράς και φτιάχνει επί 40 και πλέον χρόνια εξεγερτικές τελετουργίες καταστροφής μέσα στα πανεπιστήμια, που θυμίζουν Πολυτεχνείο μόνο στη μορφή και αποτελούν την πλήρη άρνησή του στην ουσία. Αυτό είναι το ρεύμα ενάντια στον «εκσυγχρονισμό» και την «εντατικοποίηση» της εκπαίδευσης τη δεκαετία του 80, ενάντια «στην Μπολόνια» και στο ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο εκπαίδευσης μετά το 2000, ενάντια στην «ειδίκευση» κλπ.
Η κατοχή των πανεπιστημίων ήταν η πρώτη νίκη μέσα στο κράτος την οποία πέτυχε ο σοσιαλφασισμός με όχημα τον αντιδραστικό, λούμπεν και μικροαστικό αντικαπιταλισμό, ο οποίος κυριάρχησε τελικά και μέσα στα ρεύματα που ηγήθηκαν της εξέγερσης του Πολυτεχνείου επειδή ήταν ο πιο «εύληπτος» - απλοϊκός και στοχοποιούσε κυρίως την κλασική ιδιωτική μορφή του κεφάλαιου και όχι την κρατικοκαπιταλιστική ή κρατικοδίαιτη ιδιωτική ολιγαρχική, που είναι η μορφή που αντιστοιχεί πολιτικά στην ψευτοαριστερά, δηλαδή στο σοσιαλφασισμό. Αυτή η νίκη ήταν πολύ σημαντική για την εκπλήρωση του καθήκοντος για γενικευμένο παραγωγικό σαμποτάζ σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας που είχε αναλάβει ο κνίτικος σοσιαλφασισμός από τα αφεντικά του στη Μόσχα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ποτέ η κριτική της ψευτοαριστεράς δεν έπληξε την από καθέδρας, στεγνή και θεωρητικόλογη μετάδοση της γνώσης στα σχολειά και τα πανεπιστήμια, ούτε την έλλειψη πρακτικού επιστημονικού πειραματισμού στην εκπαίδευση, αλλά πάντα συμπυκνωνόταν στο αίτημα για περισσότερα χρήματα (που σήμαινε περισσότερες προσλήψεις για μεγέθυνση της κρατικής γραφειοκρατικής ακρίδας) και για όσο το δυνατόν μικρότερη σύνδεση με το σύγχρονο -αστικό μεν αλλά μίλια προοδευτικότερο του ελληνικού- ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο.
Η καταστροφή των τεχνικών σχολών και τεχνικών λυκείων, που έβγαζαν κάποτε τους τεχνίτες για τη βιοτεχνική και τη μικρή και μεσαία βιομηχανική παραγωγή συμπληρώθηκε από την οριστική κατάργηση των ΤΕΙ από τον κυβερνητικό σοσιαλφασισμό του ΣΥΡΙΖΑ (Γαβρόγλου) το 2018, χωρίς φυσικά ο καλός φίλος του ψευτοΚΚΕ Μητσοτάκης να αντιστρέψει, όταν ήρθε στην εξουσία, την κάλπικη «πανεπιστημιοποίησή» τους - δηλαδή την καταστροφή του όποιου πρακτικού και τεχνικού τους χαρακτήρα μέσω της «αναβάθμισής» τους σε πανεπιστήμια. Στην Ελλάδα πλέον επιτρέπεται δια ροπάλου μόνο η αποκομμένη από τη ζωή θεωρητικολογία των κακοποιημένων τόσο από τους αρχαιόπληκτους σωβινιστές, όσο και από τους ψευτοαριστερούς αντιμαρξιστές «ανθρωπιστικών επιστημών». Οι δε απόφοιτοι ορισμένων ισχυρών σε εκπαιδευτικό επίπεδο πολυτεχνικών σχολών, τις οποίες ο σοσιαλφασισμός έχει αποτύχει να καταλάβει και να καταστρέψει, εγκαταλείπουν τη χώρα αμέσως μετά το τέλος των σπουδών τους για αναζήτηση δουλειάς στο εξωτερικό, ως αποτέλεσμα της ισχνής παραγωγής που έχει απομείνει μετά από δεκαετίες αντιβιομηχανικού σαμποτάζ.
Μετά το σοκ που προκάλεσε ο πραξικοπηματισμός της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και η πολιτική ανωμαλία που αυτή δημιούργησε σε όλη τη διάρκεια των 4μιση χρόνων που βρέθηκε στην εξουσία, αλλά και μετά από δέκα χρόνια ανοιχτής χρεοκοπίας, ένα τμήμα των φιλελεύθερων, ακόμη και των παραγωγιστών εθνικιστών, που χοντρικά, μετά την εξαέρωση του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ, εκφράζονται μέσα από τη ΝΔ (και μάλιστα θεωρούν το Μητσοτάκη δικό τους), νομίζουν ότι ήρθε η ώρα να κάνουν μιας κάποιας μορφής αντεπίθεσή τους. Θέλουν δηλαδή να ψελλίσουν ορισμένες αλήθειες για την καταστροφή που νιώθουν ότι έφερε στη χώρα η κυριαρχία των ψευτοαριστερών θέσφατων επί τέσσερις δεκαετίες. Όμως, λόγω της ιδεολογικής και πολιτικής τους αναπηρίας, αδυνατούν να δουν τον ελέφαντα στο δωμάτιο: νομίζουν, όπως ο Συρίγος στην ομιλία του, ότι θα καθαρίσουν χτυπώντας το γενικά αντιπαθητικό στο λαό αναρχοσπασιματισμό και τους μικροαστούς αντιπαραγωγιστές των ΕΑΑΚ, κατηγορώντας ταυτόχρονα τον Τσίπρα ότι απλώς «σέρνεται πίσω τους» λόγω «ιδεοληψιών» ή απλώς και μόνο για εκλογικούς λόγους (λες και ο χώρος της μικροαστικής εξέγερσης έχει κανένα μεγάλο ειδικό βάρος στο γενικό πληθυσμό). Όχι τυχαία, το ψευτοΚΚΕ, που διατηρεί «άψογες σχέσεις» με την πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον αρχιεπίσκοπο, τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ, τον πρώην γραμματέα της «Κ»ΝΕ υπουργό Αστυνομίας Θεοδωρικάκο και πάνω απ όλους με τον Μητσοτάκη, μένει εντελώς στο απυρόβλητο, ενώ είναι ακριβώς η δική του ιδεολογική και πολιτική πλατφόρμα που δίνει το πλαίσιο της δράσης όλων των υπόλοιπων.
Τα όσα είπε ο Συρίγος για τις «ταβέρνες με τα αντάρτικα» μετά τις καθιερωμένες τελετουργικές λιτανείες κνιτών, συριζαίων και ναριτών κάθε Νοέμβρη στην αμερικάνικη πρεσβεία, άσχετα από το ύφος και το στυλ του πρώτου, χτύπησαν εξάλλου μια ευαίσθητη χορδή του σοσιαλφασισμού: το γεγονός ότι ενώ θέλει να δίνει στον εαυτό του τη μορφή της απόλυτης αντικαθεστωτικής επανάστασης, φλυαρώντας ακατάσχετα ενάντια στους υποτίθεται κυρίαρχους στην Ελλάδα δυτικούς, βιομήχανους, Ευρωπαίους κι Αμερικάνους, στρατολογώντας έτσι ανήσυχους νεολαίους και μπλοκάροντας κάθε πραγματική αριστερά, είναι την ίδια ώρα στην ουσία η πλέον καθεστωτική και ασφαλής πολιτική δύναμη στην Ελλάδα. Όχι μόνο δηλαδή δεν εκφράζει την αντίσταση στην άρχουσα τάξη και στον ιμπεριαλισμό, αλλά αποτελεί τον πολιτικό εκπρόσωπο των χειρότερων τμημάτων τους (της κρατικοδίαιτης, ρωσοφτιαγμένης ιδιωτικής ολιγαρχίας, των χειρότερων τμημάτων της κρατικής γραφειοκρατίας και πάνω απ’ όλα του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού).
Αυτή μας η θέση ως χτες σε πολλούς προοδευτικών διαθέσεων ανθρώπους φάνταζε τραβηγμένη ή και βέβηλη. Η ορθότητά της φάνηκε ωστόσο σε όποιον μπορεί να δει και να καταλάβει από το πάθος με το οποίο οι ψευτοαριστεροί έκαναν ζήτημα τιμής να μη δοθεί καμία βοήθεια στον ουκρανικό λαό που αντιστέκεται στις ναζιστικές ορδές του εισβολέα Πούτιν και από το πόσο πολύ καθημερινά συκοφαντούν και ειρωνεύονται την ηρωική αντίστασή των Ουκρανών πατριωτών.
Εκείνοι που αποκαλούσαν πάντα ειρωνικά «νοικοκυραίο και κυρ-Παντελή» κάθε λαϊκό άνθρωπο που αρνιόταν να ακολουθήσει τα άμαζα κινήματά τους της παραγωγικής καταστροφής και του πραξικοπηματισμού, οδύρονται σήμερα για το πόσο κακό θα κάνουν στην Ελλάδα ακόμα και τα λίγα όπλα που στέλνει ο Μητσοτάκης στην Ουκρανία (για να καμώνεται τον δυτικό στα μάτια των ΗΠΑ). ΨευτοΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ επιχειρηματολογούν δηλαδή με λύσσα υπέρ της θέσης ότι η Ελλάδα, σαν καλός αντιδραστικός μικροαστός, πρέπει «για να μην μπλέξει» και έχει προβλήματα με τη φασιστική Μόσχα να κάνει ότι δεν ακούει τις οιμωγές των βιασμένων και καταματωμένων θυμάτων στο διπλανό διαμέρισμα στη γειτονιά της, όπου η Ρωσία δέρνει, βιάζει και σκοτώνει τους Ουκρανούς. Απ’ αυτά φυσικά ο Συρίγος δεν καταλαβαίνει τίποτε και του είναι αδύνατο να τους ξεσκεπάσει αληθινά και από τα αριστερά, αφού σε ένα μεγάλο μέρος εφάπτονται με την ιδεολογική και πολιτική γραμμή του ίδιου, της καραμανλοσαμαρικής ΝΔ και του ηγέτη της, Μητσοτάκη του Β’.
Το Πολυτεχνείο του Κουφοντίνα και του Πούτιν
Μπορεί έτσι καλύτερα να φωτιστεί σήμερα τι σήμαινε η «έκθεση ζωγραφικής» με έργα των τότε φυλακισμένων τροτσκιστών δολοφόνων της «17Ν» στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μέσα στο χώρο του κάλπικου - πια - τριήμερου «γιορτασμού» του Πολυτεχνείου.
Σήμερα ο ηγέτης του ρεύματος του 17νοεμβρισμού και φίλος του συριζαϊκού «Ρουβίκωνα», φονιάς Κουφοντίνας, αυτός ο «αντικαθεστωτικός επαναστάτης» που περιμένει την αποφυλάκισή του για να ανταμειφθεί και να διοριστεί στέλεχος του ανοιχτά ρωσόδουλου, νεοταγματασφαλίτικου καθεστώτος που έρχεται, γράφει στο ανεπίσημο όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, ΕΦΣΥΝ, άρθρα που θα τα ζήλευε και η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ Ζαχάροβα για το πόσο η Δύση «περιέσφιξε» τη Ρωσία και την οδήγησε στη «δίκαιη» αντίδραση να γενοκτονεί τον ουκρανικό λαό και να μετατρέπει σε σωρούς ερειπίων τις ουκρανικές πόλεις.
Ακόμη καλύτερα μπορεί να φωτιστεί το ανοσιούργημα του έτερου, μαζί με τον ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, θραύσματος του ψευτοΚΚΕ, του ΝΑΡ, το 2014 να μπάσει στο Πολυτεχνείο και μάλιστα ακριβώς απέναντι από την πύλη που γκρέμισε το τανκ της χούντας τη σημαία των νεοναζιστικών, αντισημιτικών κατοχικών «δημοκρατιών» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, με τους τσαρικούς δικέφαλους αετούς, ως τάχατες αντιφασιστικό σύμβολο.
Στη θέση δηλαδή του αντιφασιστικού Πολυτεχνείου, ο σοσιαλφασισμός έχει από καιρό βάλει ένα βρώμικο σκήνωμα της δικής του φασιστικής πουτινικής ιδεολογικής κοπής, στην οποία όχι τυχαία ταυτίζεται με τους ναζί και τους εναπομείναντες χουντικούς οπαδούς του καθεστώτος των βασανιστών 67-74.
Το «Πολυτεχνείο» του Κουφοντίνα και του Πούτιν είναι εκείνο της νέας δικτατορίας που σχεδιάζεται, η οποία αν καταφέρει να επιβληθεί στο λαό θα είναι απείρως σκληρότερη από εκείνη του Παπαδόπουλου και της συμμορίας του.
Αυτή η διαστροφή, αυτή η αιώνια καταισχύνη και συκοφαντία κατά της αντιφασιστικής εξέγερσης του 1973 από πλευράς του σοσιαλφασισμού, με επικεφαλής το ψευτοΚΚΕ, είναι που επιτρέπει εξάλλου και στον κάθε κλασικού τύπου αστό Συρίγο να κονταίνει το ύψος του αληθινού, αντιφασιστικού Πολυτεχνείου.
Δουλειά των δημοκρατών, των γνήσιων αντιφασιστών, των πραγματικών αριστερών κληρονόμων του Πολυτεχνείου είναι να το καθαρίσουν από τη σοσιαλφασιστική σκουριά και να ξαναπάρουν πίσω τόσο το κτίριο όσο και την ψυχή του.