Αυτή είναι μια τάση του κεφάλαιου και βαθύτερα των παραγωγικών δυνάμεων που αυτό εκπροσωπεί. Όμως το κεφάλαιο που ανοίγει με ορμή τους δρόμους της παγκόσμιας επικοινωνίας για να μεταφέρει τον εαυτό του, τα εμπορεύματα και τα πρόσωπα, το ίδιο αυτό περιορίζει αυτή την επικοινωνία εξ αιτίας των δικών του ιστορικών περιορισμών. Το κεφάλαιο, ιδιαίτερα το ιμπεριαλιστικό μονοπώλιο, είναι υποχρεωμένο, στο κυνήγι του για μεγιστοποίηση του κέρδους του, να χρησιμοποιεί με λύσσα την πολιτική εξουσία που διαθέτει σε κάθε χώρα ώστε να δυναμώσει την οικονομική βάση του πολέμου που διεξάγει ενάντια στους ανταγωνιστές του.
Αυτή είναι μια από τις θανάσιμες αντιφάσεις του ιμπεριαλιστικού κόσμου και σαν τέτοια μπορεί να λυθεί στρατηγικά και οριστικά μόνο από το σύγχρονο επαναστατικό προλεταριάτο που έχει στην καρδιά του στρατηγικού του προγράμματος την ειρηνική κατάργηση των εθνοκρατικών συνόρων.
Ωστόσο η παραπάνω αντίφαση μπορεί να ξεπερνιέται και μέσα στον καπιταλισμό, δηλαδή και από τις αστικές τάξεις αν και υποχρεωτικά μπορεί να ξεπερνιέται μόνο μ’ έναν πιο σχετικό, πιο ασταθή και πιο προσωρινό τρόπο.
Τέτοια είναι η περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αποτελεί την πιο προωθημένη μορφή στην οποία έχει φτάσει ως τα σήμερα εθελοντική ενοποίηση ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών.
Αυτή η μορφή είναι αφάνταστα πιο προωθημένη από εκείνη στην οποία έχουν φτάσει διακρατικές οικονομικές συνεργασίες σε άλλες μεριές του πλανήτη, όπως εκείνη που δένει την βόρεια Αμερική ( ΗΠΑ, Καναδάς, Μεξικό) ή τη νότια Αμερική (Βραζιλία, Χιλή, Αργεντινή) ή τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού. Εκεί πρόκειται ουσιαστικά για χώρους ελεύθερης οικονομικής επικοινωνίας, δηλαδή τελωνειακής ένωσης, ενώ στην περίπτωση της Ε. Ένωσης έχουμε να κάνουμε και με μια ενότητα οικονομικών πολιτικών που σηματοδοτούνται από την εισαγωγή του κοινού νομίσματος.
Αυτή η προωθημένη μορφή της ενοποίησης δεν κάνει ωστόσο την ευρωπαϊκή ενοποίηση πιο σταθερή. Ίσα - ίσα την κάνει πιο ασταθή. Το εύρο πρόκειται να οξύνει στο έπακρο τη “γεννετική” αντίφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή εκείνη η οποία αντιπαραθέτει τον πολύ ψηλό βαθμό οικονομικής στον πολύ χαμηλό βαθμό της πολιτικής ενοποίησης που έχει επιτευχθεί στο εσωτερικό της. Στο σημείο αυτό εκδηλώνονται τα όρια μιας διακρατικής ενοποίησης κάτω από την αστική κυριαρχία.
Οι αστοί ευρωπαϊστές οικονομολόγοι και πολιτικοί ξέρουν καλά αυτή την αντίφαση και πάντα την φοβούνται. Όμως έχουν αυταπάτες ότι θα μπορεί διαρκώς να ξεπερνιέται, όπως ξεπερνιόταν ως τα σήμερα. Στην ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης κάθε περίοδος και κάθε στιγμή πολιτικής κρίσης ξεπερνιόταν πάντα με ένα βήμα προς τα μπρος της οικονομικής ενότητας. Έτσι όμως το πρόβλημα συγκαλύπτονταν για να αντιμετωπισθεί αργότερα με μεγαλύτερη ένταση.
Φτάσαμε έτσι στο κοινό νόμισμα, δίχως να υπάρχει καμία πρόοδος στην πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Το ίδιο το Μάαστριχτ που προδιέγραψε την πορεία καθώς και τους οικονομικούς όρους της πορείας προς το εύρο απέτυχε στους δύο βασικούς στόχους που περιέβαλαν πολιτικά αυτή την πορεία, δηλαδή την καθιέρωση μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας και το βάθεμα των πολιτικών θεσμών της Ένωσης.
Αλλά και η ίδια η πρόοδος στην οικονομική ενοποίηση είναι μονομερής, είναι ενοποίηση στο νομισματικό μέρος δηλαδή αφορά περισσότερο τη φόρμα της οικονομίας και λιγότερο την ουσία της, η οποία σχετίζεται περισσότερο με τη δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή την κατανομή των οικονομικών πόρων μέσα στο κάθε κράτος της Ένωσης και στο σύνολο της Ένωσης.
Αν στο διάστημα που έρχεται δεν γίνει μια βαθιά αλλαγή στο κοινό ευρωπαϊκό πολιτικό εποικοδόμημα, η εισαγωγή του εύρο θα μετατραπεί από στοιχείο ενότητας σε στοιχείο αποδιάρθρωσης της Ένωσης. Μπορεί κανείς να καταλάβει το γιατί με ένα απλό υποθετικό παράδειγμα.
Μέχρι τώρα μια χώρα για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της στην παγκόσμια αγορά έχει σαν ένα από τα βασικά εργαλεία της την υποτίμηση του νομίσματός της. Το κοινό νόμισμα, οπότε και η υποχρεωτικά κοινή νομισματική πολιτική, εμποδίζει μια μεμονωμένη χώρα να προχωρήσει σε αυτή την υποτίμηση, δηλαδή να χρησιμοποιήσει αυτό το όπλο όταν βρεθεί σε κατάσταση σχετικά χαμηλότερης ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τις άλλες χώρες του ίδιου νομισματικού χώρου. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν αυτονόητο ότι οι υπόλοιπες χώρες, που θα βρίσκονται σε σχετικά πιο καλή οικονομική κατάσταση θα βοηθούσαν τη χώρα που δοκιμάζει προβλήματα με τη μεταφορά κοινών πόρων προς αυτήν.
Σήμερα μηχανισμοί μεταφοράς πόρων υπάρχουν στην Ένωση αλλά είναι άκαμπτοι και προϋπήρξαν του κοινού νομίσματος. Χοντρικά ο βιομηχανικός βορράς δίνει ορισμένα σταθερά προσδιορισμένα κεφάλαια στον πιο καθυστερημένο νότο από το κοινοτικό ταμείο.(Ταμείο συνοχής, διαρθρωτικά ταμεία). Αν λοιπόν, για οποιουσδήποτε λόγους μια νέα ανισότητα στο επίπεδο της ανταγωνιστικότητας γεννηθεί μέσα στους κόλπους της Ένωσης - και αυτό είναι αναπόφευκτο - τότε η αδυναμία χρήσης του νομισματικού όπλου από την χώρα που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, θα σημάνει γέννηση νέων οικονομικών ανισοτήτων οπότε και την όξυνση των αντιθέσεων της Ένωσης. Γιατί νέοι εξισορροπητικοί μηχανισμοί ροής πόρων προς την σχετικά πιο αδύνατη χώρα δεν έχουν προβλεφθεί ταυτόχρονα με την κοινή νομισματική πολιτική.
Και όχι μόνο δεν έχουν προβλεφθεί νέοι μηχανισμοί, αλλά βρισκόμαστε σε ένα σημείο που αμφισβητούνται με τον πιο οξυμένο τρόπο οι παλιοί.
Η τραγική ειρωνεία με το εύρο είναι ότι την ώρα που ανοίγουν οι σαμπάνιες για να το υποδεχτούν, η Γερμανία των σοσιαλδημοκρατών του δίνει μια πισώπλατη μαχαιριά καθώς αρνείται να δίνει πια την πάγια ως τώρα εισφορά της στο κοινοτικό Ταμείο.
Είναι αλήθεια ότι η Γερμανία κατέθετε εκεί κάθε χρόνο ένα υπέρογκο ποσό. Περίπου 60% του κοινοτικού προϋπολογισμού είναι οι καθαρές εκροές της Γερμανίας προς την Ένωση.
Όμως αυτό το άνισο καθεστώς αντανακλούσε το ποσό το οποίο πλήρωνε η Γερμανία σε όλη σχεδόν την υπόλοιπη Ευρώπη για να την πείσει ότι δεν θα επεδίωκε να γίνει ο οικονομικός της εκμεταλλευτής και ηγεμόνας, αλλά και για να αντισταθμίσει την πραγματική υπεροχή της στο επίπεδο του βιομηχανικού ανταγωνισμού. Ήταν ακόμα μια υποχώρηση της φωτισμένης γερμανικής χριστιανοδημοκρατίας, με επικεφαλής τον Κολ, προς τον γαλλικό σοβινισμό που η παραδοσιακή πλατειά κοινωνική του βάση ήταν η αγροτιά. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική ήταν γενικότερα ο λογαριασμός που πλήρωνε η βιομηχανική γερμανική αστική τάξη σε όλη την ευρωπαϊκή αγροτική καθυστέρηση για να νικηθούν οι επιμέρους εθνικισμοί ώστε δηλαδή να δεχτούν οι αγρότες να ακολουθήσουν το δρόμο της ενοποίησης.
Με την παγκόσμια οικονομική ύφεση που έχει ήδη αρχίσει να γίνεται από χρηματιστική, ύφεση της παραγωγής, έχει βαθύνει και η μακρόσυρτη γερμανική οικονομική ύφεση. Είναι αυτή που έφερε στην εξουσία τους σοσιαλδημοκράτες και αυτή που έκανε πρωθυπουργό έναν Σρέντερ ο οποίος ζητάει τώρα, όπως και η Θάτσερ τη δεκαετία του ’80, “πίσω τα λεφτά του”. Οι τελευταίες γερμανικές εκλογές έφεραν δειλά - δειλά στην επιφάνεια το κρυμμένο για χρόνια τέρας της Ευρώπης: τον γερμανικό εθνικισμό. Άρχισε ο Σρέντερ με τον γερμανοκεντρικό λόγο και τώρα συνεχίζουν οι χριστιανοδημοκράτες με τον νέο ηγέτη τους, τον Στόϊμπε, που αναβιώνει ιδεολογικά το γερμανικό “δίκαιο του αίματος” το σχετικό με την διατήρηση της καθαρότητας του γερμανικού έθνους απέναντι στους μετανάστες.
Μαζί βέβαια με την Γερμανία, αρνείται να πληρώσει τώρα και η φιλελεύθερη Ολλανδία και η πάντα διφορούμενη Αυστρία. Το δηλητήριο άρχισε να κυλάει στις ευρωπαϊκές φλέβες. Το σίγουρο είναι ότι η οικονομική κρίση δεν προσφέρει καθόλου την ιδανική εποχή για να δείχνουν οι αστικές τάξεις τη γενναιοδωρία τους.
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πως, από δω και μπρος, η σιδερόφρακτη νομισματική πολιτική θα κρύβει από κάτω της ένα ολοένα και πιο ζεστό καζάνι εθνικών αντιθέσεων που θα το θερμαίνουν οι σοσιαλφασίστες και οι εθνικιστές σε κάθε γωνιά της Ευρώπης. Αυτή η κατάσταση θα οδηγήσει σε νέες ενδοκοινοτικές εντάσεις, όπως και να εξελιχθεί η υπόθεση των νέων γερμανικών απαιτήσεων. Το μεγάλο ερώτημα που μπαίνει είναι: οι νέες εντάσεις θα έχουν σαν αποτέλεσμα να ενισχυθούν περισσότερο οι παράγοντες της ενοποίησης σε όλα τα επίπεδα (εξωτερική πολιτική, οικονομική πολιτική, πολιτική άμυνας) ή οι παράγοντες της αποσάθρωσης ;
Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα μας την δώσει πρώτα από όλα η πολιτική που θα ακολουθήσει η Ε. Ένωση απέναντι στον κύριο εσωτερικό διασπαστικό της παράγοντα που είναι η ελληνική διπλωματία. Η περίπτωση της Ελλάδας, που σπρώχνει την Ένωση σε σύγκρουση με την Τουρκία δηλαδή σε αυτοκτονία αφού την αποκόβει από τον δρόμο των πετρελαίων, δείχνει γλαφυρά το πως ένας άνευρος οικονομικός γίγας σαν την Ευρώπη μπορεί στην εξωτερική πολιτική να ακολουθεί, φτύνοντας και βρίζοντας, έναν υστερικό ποντικό σαν την Ελλάδα. Αυτή την αδυναμία την έχει δείξει η Ευρώπη και απέναντι στην τραμπούκικη Σερβία, και απέναντι στη Ρωσία στο ζήτημα της Τσετσενίας, και στην Κίνα και στο Ιράν στο ζήτημα του απύθμενου εσωτερικού φασισμού τους.
Παντού το κριτήριο της τυφλής Ευρώπης είναι το ίδιο: η πολιτική πρέπει να υποτάσσεται στην οικονομία ή μάλλον η μακροπρόθεσμη οικονομία στην κοντοπρόθεσμη. Η ίδια η ιδιότητα που αποσυνθέτει την Ε. Ένωση εσωτερικά, είναι εκείνη που την καταστρέφει και στη διεθνή της πολιτική.
...και το ελληνικό ευρώ
Για την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ χρειάζεται να πούμε λίγα μόνο λόγια.
Ο πραγματικός εξευρωπαϊσμός της ελληνικής οικονομίας δεν είναι βασικά η μείωση των ελλειμμάτων και του πληθωρισμού, αλλά το σταμάτημα του βιομηχανικού σαμποτάζ, το σταμάτημα των υπέρογκων εξοπλισμών και το τσάκισμα των συντεχνιών του δημόσιου. Προϋπόθεση πολιτική των παραπάνω είναι η απελευθέρωση της χώρας από το ρώσικο εναγκαλισμό, δηλαδή η ειρήνη με την Τουρκία και η αντίσταση στο φαιοκόκκινο φασισμό.
Δίχως αυτή την πολιτική μάχη δεν μπορεί να κερδηθεί η οικονομική μάχη για τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ούτε και αξίει. Γιατί αν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα τα καταφέρνει τυπικά στην οικονομία και στους δείκτες αλλά δεν αλλάζει τη φιλορώσικη διεθνή στρατηγική της τότε στην Ένωση θα συμμετέχει σαν μακρύ χέρι του Κρεμλίνου, δηλαδή θα δουλεύει για τη διάσπαση και τη σύγχυση της Ευρώπης. Κάτι τέτοιο ας λείπει.
-Δημοσιεύτηκε στο φ. 320 της Νέας Ανατολής, 08/01/1999-