Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΩΣ Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΕΦΕΡΕ ΞΑΝΑ ΤΑ 4 ΚΟΡΑΚΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΕΘΝΟΣ

Πουθενά τόσο πολύ όσο στο μακεδονικό δεν εκφράζονται με τόση βαρβαρότητα τα αποτελέσματα της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ και της συνακόλουθης διάλυσης των διεθνιστικών βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων και η αντικατάσταση τους με σοσιαλφασιστικά και σοσιαλσοβινιστικά. Πιστεύουμε μάλιστα ότι σε καμιά άλλη χώρα στον κόσμο όσο στην Ελλάδα δεν εκδηλώνεται πιο χτυπητά αυτός ο εκβαρβαρισμός μιας και μόνο σε αυτήν δημιουργείται τώρα δα μπροστά στα μάτια μας ένα πλειοψηφικό στο λαό πολιτικό κίνημα που έχει πρακτικά στην ηγεσία του ένα κανονικό χιτλερικό κόμμα όπως είναι η «Χρυσή Αυγή».

 

Ότι και να λένε οι κάθε λογής φιλελεύθεροι που θεωρούν πατριωτικά τα συλλαλητήρια της ντροπής, αυτά από το βασικό τους αίτημα και μόνο δεν μπορούν να έχουν άλλο κόμμα πολιτικό ηγέτη εκτός από τη ναζιστική δολοφονική συμμορία. Και τούτο γιατί μετά τις Πρέσπες που πρόδωσαν στην πράξη την τάχα «μία και μόνη Μακεδονία», δηλαδή την κατά τον Ελύτη «ψυχή του έθνους», μόνο οι ναζιστές είναι κατάλληλοι για να τιμωρήσουν τους προδότες με το μόνο τρόπο που οι κατεστραμμένες οικονομικά και γι αυτό όλο και πιο θυμωμένες μάζες θεωρούν τον πιο συνεπή απέναντί τους: την άσκηση ωμής φασιστικής βίας.

Η φασιστική βία βρίσκεται μέσα στη γραμμή της «μίας Μακεδονίας» και δεν είναι μια παρέκκλιση ως προς τη δημοκρατική εφαρμογή αυτής της γραμμής, γιατί δεν μπορεί να εκφραστεί με δημοκρατικό τρόπο η απαίτηση να καταργηθεί η εθνική υπόσταση και η κρατική κυριαρχία μιας άλλης χώρας. Αυτό το καταλαβαίνουν οι περισσότεροι δημοκράτες. Εκείνο που δεν φαίνεται εύκολα είναι ότι η λογική της «μίας Μακεδονίας» βρίσκεται μέσα στη λογική και του «σύνθετου ονόματος», δηλαδή βρίσκεται μέσα σε όλη τη λεγόμενη εθνική γραμμή, δηλαδή βρίσκεται και μέσα στην εμφανιζόμενη σαν φιλειρηνική και διεθνιστική συμφωνία των Πρεσπών.

Πρόκειται για τη βία που ασκούν στη γειτονική χώρα οι ελληνικές κυβερνήσεις να αλλάξει όχι απλά το όνομά της, αλλά ουσιαστικά να αρνηθεί τον εθνικό χαρακτήρα του κράτους της. Αυτή η βία δεν εκδηλώθηκε με τα όπλα αλλά ασκήθηκε αρχικά άμεσα με οικονομικό αποκλεισμό ώσπου να αλλάξει η γειτονική χώρα το όνομά της προσθέτοντας σε αυτό τον προσδιορισμό που την κάνει τέως χώρα, το «Πρώην Γιουγκοσλαβική». Μετά η πίεση συνεχίστηκε με τη βοήθεια των όπλων των αλβανών αποσχιστών και, όλο αυτό τον καιρό, με την έμμεση απειλή βίας από τους βούλγαρους επεκτατιστές για να γίνει το όνομα σύνθετο όχι απλά με έναν πολιτειακό αλλά έναν γεωγραφικό προσδιορισμό, δηλαδή να γίνει κράτος που καταλαμβάνει απλά ένα έδαφος στην επιφάνεια της γης, ώστε να φύγει από τη μέση κάθε υπαινιγμός για την εθνική του ύπαρξη. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό που επιβάλλεται ανοιχτά σε αυτή τη μικρή χώρα μέσα από όλες τις αλλεπάλληλες εκβιαστικές αλλαγές του ονόματός της και του Συντάγματος της από το 1993 και το 1995 ως τις Πρέσπες είναι η σταδιακή απαλοιφή κάθε σαφούς αναφοράς σε ύπαρξη μακεδονικού έθνους. Αυτό γιατί μόνο χωρίς εθνική υπόσταση μπορεί το συγκεριμένο κράτος να γίνει ένα κλωτσοσκούφι από τους σοβινιστές των γειτονικών χωρών και από όλους τους ιμπεριαλιστές και κυρίως από τους σοσιαλιμπεριαλιστές που κανακεύουν ή υποδαυλίζουν όχι μόνο τους σοβινιστές που περικυκλώνουν τη χώρα, αλλά και τους σοβινιστές της ίδιας της Δημοκρατίας της Μακεδονίας που το μόνο που κάνουν είναι να προβοκάρουν τον αγώνα της για εθνική ανεξαρτησία και να ασκούν και αυτοί βία στο λαό της.

Ο λόγος για τον οποίο αναφερθήκαμε στην αρχή για τον εκβαρβαρισμό που έφερε η διάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων σε όλο τον κόσμο, είναι ότι χάρη σε αυτή τη διάλυση συντελείται στα Βαλκάνια ένα από τα μεγαλύτερα εθνικά εγκλήματα που βρίσκονται σε εξέλιξη μετά τη διάλυση της κάποτε σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Τέτοιο είναι το έγκλημα της άρνησης της ύπαρξης μακεδονικού έθνους κύρια από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και δευτερευόντως από την Αλβανία, που αναγνωρίζει μακεδονική εθνότητα, αλλά αρνείται ότι με τις ιστορικές πρωτοβουλίες αυτής της εθνότητας και τους εθνικούς αγώνες της συγκροτήθηκε αυτό το κράτος.

Η άρνηση του εθνικού χαρακτήρα αυτού του κράτους οφείλεται ουσιαστικά στη διάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων στα Βαλκάνια και στην αντικατάσταση τους από σοσιαλφασιστικά πολύ πριν διαλυθεί η Γιουγκοσλαβία. Αυτή η διαδικασία ήταν ιδιαίτερα καταστροφική στην περίπτωση της Βουλγαρίας και της Ελλάδας, όπου τα νέα σοσιαλφασιστικά ψευτοκομμουνιστικά κόμματα με επικεφαλής τους Ζίβκοφ και Φλωράκη αντίστοιχα φτάσανε στο σημείο να εκδηλώσουν ανοιχτά τον αντιδιεθνιστικό και φασιστικό τους κατήφορο μετά τα 1970 ο πρώτος, και μετά τα 1980 ο δεύτερος όπου ξεδιάντροπα πια ποδοπάτησαν τον πυρήνα της διεθνιστικής ιδεολογίας των ΚΚ των Ζαχαριάδη και Δημητρόφ η οποία εκδηλώθηκε πάνω απ όλα ακριβώς στην αναγνώριση της ύπαρξης μακεδονικού έθνους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το βουλγάρικο κομμουνιστικό κόμμα που χρειάστηκε να δώσει μια τρομακτικού βάρους πολιτική και ιδεολογική πάλη με επικεφαλής τον σπουδαίο Δημητρόφ για να αποδείξει ότι το μακεδονικό έθνος είναι άλλο από το βουλγάρικο και κατά συνέπεια η Βουλγαρία δεν μπορεί να έχει εδαφικές βλέψεις σε βάρος του κύριου όγκου των εθνοτικά μακεδονικών εδαφών. Ουσιαστικά πάνω σε αυτό το ζήτημα πήραν οι κομμουνιστές και στις δύο αυτές χώρες τον τίτλο του πραγματικού διεθνιστή, και αυτό όχι μόνο με τα λόγια αλλά με το αίμα τους στους εμφύλιους, και με τα εκτελεστικά αποσπάσματα και τα βασανιστήρια στις φυλακές των ελλήνων και των βούλγαρων σοβινιστών. Από τότε ως τα σήμερα η αναγκαία συνθήκη για να είναι κομμουνιστής ένας έλληνας ή ένας βούλγαρος είναι να αναγνωρίζει την ύπαρξη και τα δικαιώματα του μακεδονικού έθνους και της μακεδονικής εθνικής μειονότητας σε κάθε μια από τις δυο αυτές χώρες. Από την άλλη μεριά είναι σχεδόν ζήτημα αρχής για τις αστικές τάξεις των δύο χωρών ότι δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος. Λέμε «σχεδόν» γιατί υπάρχει και μια φιλελεύθερη αστική άποψη σύμφωνα με την οποία υπάρχει μακεδονικό έθνος όχι για αντικειμενικούς λόγους, αλλά γιατί έτσι αυτοπροσδιορίζεται, δηλαδή γιατί νομίζει ότι είναι έθνος. Αυτή η αντίληψη μπορεί να σημαίνει είτε μια δειλή αναγνώριση ενός καταπιεσμένου έθνους είτε είναι μια τακτική ενός καταπιεστικού έθνους να διαλύσει ένα καταπιεζόμενο με το να σπρώχνει διάφορες εθνικές μειονότητες μέσα του να αποσχισθούν από αυτό.

Ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας των ιστορικών των βαλκανικών αστικών τάξεων για το ότι δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος, βασίζεται στο επιχείρημα ότι αυτό το έθνος ήταν ένα εφεύρημα της Τρίτης Διεθνούς η οποία με την απόφασή της το 1934 να το αναγνωρίσει, είναι εκείνη που στην πραγματικότητα το δημιούργησε. Πρόκειται για τον ισχυρισμό ότι αυτό το έθνος δεν προέκυψε από τη ζωή και την κοινωνική και πολιτική δράση των μαζών που το αποτέλεσαν αλλά από τη συνείδηση και μάλιστα από τα σχέδια κάποιας υποτιθέμενης κλίκας δικτατόρων που έξω από τις μάζες έγραφε για λογαριασμό τους την παγκόσμια ιστορία. Στο βάθος το αντικομμουνιστικό αυτό επιχείρημα αξιοποιεί το πραγματικό γεγονός ότι αυτό το έθνος ήρθε σαν τέτοιο στο ιστορικό προσκήνιο πολύ πρόσφατα, δηλαδή στην εποχή του ώριμου καπιταλισμού και μάλιστα του ιμπεριαλισμού. Το μακεδονικό έθνος δηλαδή δεν εμφανίστηκε στο προσκήνιο της ιστορίας μαζί με τα μεγάλα ευρωπαϊκά έθνη από τις αρχές της αστικής εποχής, ούτε καν στις αρχές του 18ου ή του 19ου αιώνα, όπως έγινε με τα περισσότερα βαλκανικά έθνη και εθνικά κράτη, αλλά άρχισε να συνειδητοποιεί την ύπαρξη του, αρχικά με τους διανοούμενους του, από τα τέλη του 19ου αρχές του 20ου αιώνα και μετά να νιώθουν αυτήν την πραγματικότητα με όλη τους τη δύναμη και οι πλατειές, βασικά αγροτικές μάζες των εθνικά μακεδόνων μέσα από τη συμμετοχή στον κοινό β΄ παγκόσμιο αντιφασιστικό πόλεμο. Είναι μέσα στη διάρκεια αυτού του πόλεμου τομής στη σύγχρονη ιστορία των λαών, που έγινε το τελικό ξεκαθάρισμα της εθνικής μακεδονικής συνείδησης. Γιατί ως τον β΄ παγκόσμιο οι μεγάλες μάζες των Μακεδόνων, υπέφεραν από την άγρια αφομοιωτική καταπίεση την οποία τους είχαν επιβάλει η σέρβικη κυριαρχία στο Βορρά και η ελληνική στο Νότο. Όμως στον πόλεμο, βρέθηκαν για πρώτη φορά τόσο συγκεκριμένα και τόσο ωμά μπροστά στην καταπίεση του βουλγάρικου έθνους στο οποίο ως τότε ταλαντεύονταν αν ανήκαν η όχι, καθώς είχαν σε σημαντικό βαθμό κοινή γλώσσα με αυτό ενώ είχαν πολύ λιγότερο κοινή με το σέρβικο και καθόλου με το ελληνικό. Όμως η βουλγάρικη καταπίεση έγινε η χειρότερη για τους εθνικά Μακεδόνες όταν ο βουλγάρικος σοβινισμός συμμάχησε με τη ναζιστική Γερμανία παρασέρνοντάς το μεγαλύτερο μέρος του βουλγαρικού έθνους για να κάνει τμήμα της φιλοχιτλερικής Μεγάλης Βουλγαρίας το κατοικούμενο από τους Μακεδόνες κομμάτι της Γιουγκοσλαβίας, όπως και τα αντίστοιχα της ελληνικής Μακεδονίας και της Μακεδονίας του Πιρίν. Μόνο έτσι οι εθνικά Μακεδόνες σαν μάζα ξεκαθάρισαν οριστικά με το βουλγάρικο εθνικισμό όπως στην αρχή του 20ου αιώνα το είχαν κάνει ήδη με τους δυο άλλους πιο ανοιχτά εχθρικούς και εθνοτικά πιο ξένους καταπιεστές του, τον ελληνικό και το σέρβικο.

Είναι λοιπόν η πείρα της ζωής που οδήγησε τους Μακεδόνες, που ένοιωθαν τέτοιοι περισσότερο τοπικά παρά εθνικά στο να ακολουθήσουν μαζικά το δρόμο της ένοπλης εθνικοαπελευθερωτικής αντίστασης ενάντια στους βούλγαρους κατακτητές και ακόμα πιο πολύ ενάντια τους γερμανούς ναζί συμμάχους τους.

Αλλά αυτό το δρόμο της εθνικής μακεδονικής απελευθέρωσης από το βουλγάρικο και παράλληλα από το σέρβικο σοβινισμό τον είχαν ήδη χαράξει και τον ακολουθούσαν κυρίως στη Γιουγκοσλαβία του μεσοπολέμου, δηλαδή μια δεκαετία πριν από το 1940, με τη μεγαλύτερη συνέπεια και αυτοθυσία οι μακεδόνες κομμουνιστές που έτσι κατοχυρώθηκαν σαν η εθνική πρωτοπορία αλλά και η ταξική πρωτοπορία του εθνικά μακεδονικού λαού. Την ανάλογη συνεπή αντιφασιστική στάση έδειξαν στη διάρκειά του β παγκόσμιου πόλεμου οι εθνικά μακεδόνες κομμουνιστές και στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία. Και στις τρεις αυτές καταπιεστικές χώρες οι μακεδόνες κομμουνιστές πολεμούσαν στον αντιφασιστικό πόλεμο δίπλα-δίπλα στους σέρβους, έλληνες και βούλγαρους συντρόφους τους όσο και αν ο ασταμάτητα αναδυόμενος και πάντα παρών αστικός εθνικισμός, και ο εθνικά μακεδονικός, έβαζε εμπόδια σε αυτή την ενότητα από κάθε πλευρά.

Ετσι γεννήθηκε το μακεδονικό έθνος, που δεν είναι το μόνο που εμφανίστηκε πιο αργά στο προσκήνιο ακριβώς επειδή το καταπίεσαν τόσο έντονα αυτά που εμφανίστηκαν πιο νωρίς. Το έθνος είναι μια δυναμική έννοια της αστικής εποχής και η αναζήτηση ενός μακρινού παρελθόντος για τη διεθνή νομιμοποίηση καθενός από αυτά είναι ιδεαλισμός και πολιτική αντίδραση.

Στη συγκεριμένη περίπτωση αντίθετα από ό,τι λένε οι αστοί και ιδίως οι αντικομμουνιστές ιστορικοί δεν είναι κάποιος Στάλιν και κάποια Τρίτη Διεθνής που δημιούργησαν το μακεδονικό έθνος, αλλα αντίθετα είναι η καταπίεση των μακεδόνων από τις τρεις πολύ καταπιεστικές απέναντί τους βαλκανικές μοναρχίες που οδήγησαν τους πρωτοπόρους πατριώτες και ιδιαίτερα τους κομμουνιστές ανάμεσα σε αυτούς να καταλάβουν πρώτοι ότι αυτός ο λαός αποτελούσε ένα ξεχωριστό έθνος, και να πολεμήσουν για την απελευθερωσή του μέσα από τη δημιουργία ενός πολυεθνικού κράτους. Στη διάρκεια των μακεδονικών εθνοαπελευθερωτικών αγώνων του 20ου αιώνα οι μακεδόνες εθνικιστές δεν είχαν ποτέ την ακτινοβολία και την απήχηση των μακεδόνων κομμουνιστών γιατί δεν έβλεπαν ούτε τον πολυεθνικό, οπότε αναγκαστικά διεθνιστικό χαρακτήρα ενός μακεδονικού κράτους που θα προέκυπτε μέσα από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και στις τρεις καταπιεστικές χώρες, ούτε την ταξική φύση ενός τέτοιου αγώνα που εκείνη την εποχή θα ήταν αναγκαστικά αγροτικός.

Ηταν η διαπίστωση αυτής της πραγματικότητας που έκανε την Τρίτη Διεθνή στα πλαίσια του αντιφασιστικού μετώπου, και στις συνθήκες των όλο και στενότερων σχέσεων του βουλγάρικου σοβινισμού, αλλά και τους ελληνικού και του σέρβικου με τον ανερχόμενο φασισμό στην Ευρώπη, να σκύψει μεθοδικά πάνω στο μακεδονικό ζήτημα, να το μελετήσει συλογικά και να διατυπώσει επίσημα την τελική θέση της ότι υπάρχει μακεδονικό έθνος. Η ορθότητα αυτής της θέσης επιβεβαιώθηκε από τα πράγματα όταν ο μακεδονικός λαός ακολούθησε συντριπτικά και στις τρεις χώρες τους κομμουνιστές του και έδωσε το μεγάλο, κοινό αντιφασιστικό αγώνα έχοντας συνείδηση των εθνικών του δικαιωμάτων που τουλάχιστον στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, όπου το διεθνικό επαναστατικό προλεταριάτο νίκησε, οι γιουγκοσλάβοι μακεδόνες απέχτησαν το δικό τους ομόσπονδο κράτος. Μόνο όταν η Γιουγοσλαβία διαλύθηκε, αφού πολύ προηγούμενα είχαν νικηθεί ταξικά οι κομμουνιστές της, το ανεξάρτητο πια νεαρό και μικρό μακεδονικό κράτος βρέθηκε ξανά μπροστά στα τρία παλιά κοράκια, την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Μόνο που αυτά τούτη τη φορά ήταν πια ασύδοτα σε βαναυσότητα γιατί δεν είχαν πια μέσα τους τα μαζικά τους κομμουνιστικά κόμματα. Μάλιστα αυτή τη φορά προστέθηκε και το πιο καινούργιο, γι αυτό και πιο διψασμένο για επέκταση κοράκι, η Αλβανία που το κομμουνιστικό της κόμμα και όταν ήταν επαναστατικό ήταν ήδη χτυπημένο από τον εθνικσμό που εκδηλωνόταν κυρίως στο ζήτημα του Κόσβου. Το επικίνδυνο με τον αλβανικό σοβινισμό είναι ότι μόνο αυτός μπόρεσε να χρησιμοποιήσει ένα ισχυρό εσωτερικό στήριγμα όπως την αλβανική εθνική μειονότητα για να τη σπρώξει στο δρόμο της εθνικής και εδαφικής διάσπασης της χώρας που ζει. Στον αλβανικό σοβινισμό πατάνε σήμερα η Ελλάδα και η Βουλγαρία με την κρυφή υποκίνηση της Ρωσίας και την πλήρη κατανόηση της Δύσης, για να διασπάσουν πολιτικά και να διαμελίσουν εθνοτικά, τη Δημ. της Μακεδονίας. Από την άλλη πάλι η Ρωσία χρησιμοποιεί τη φασιστική Σερβία και τους μακεδόνες σοβινιστές για να φτιάξει έναν ορθόδοξο σλάβικο άξονα σαν δήθεν απάντηση στον αλβανικό σοβινισμό και τη Δύση. Ελλείψει των μαζικών κομμουνιστικών κομμάτων είναι οι ευρωπαϊκές αστικές δημοκρατίες (στις οποίες την εξουσία έχουν οι μονοπωλιακές αστικές τάξεις δεύτερης γραμμής), εκείνες που έχουν την ιστορική ευθύνη για το ότι επέτρεψαν στα τέσσερα κοράκια και κυρίως στο πιο διαβρωμένο από τους φασίστες ελληνικό να αμφισβητήσουν έμπρακτα την κρατική κυριαρχία, και, μέσω της ενθάρρυνσης του αλβανικού σοβινισμού και την εδαφική ακεραιότητα αυτής της χώρας.

Αν οι λαοί των Βαλκανίων δεν σηκωθούν να υποστηρίξουν αυτή τη μικρή περικυκλωμένη Δημοκρατία πόλεμος και φασιστικές δικτατορίες είναι αυτό που θα εισπράξουν. Γιατί παρόλο που προς το παρόν υπάρχουν στα Βαλκάνια ατιμώρητα εγκλήματα πολύ πιο φρικαλέα, όπως είναι ο διαμελισμός και η εθνοκάθαρση της Βοσνίας από τη Σερβία, ή πιο υποχθόνια εγκλήματα, όπως είναι ο διαμελισμός της Σερβίας και η αναγνώριση του Κοσόβου, το μακεδονικό έγκλημα είναι κατά τη γνώμη μας το πιο βασανιστικό και το πιο επικίνδυνο γιατί σε αυτό εμπλέκονται πρακτικά τα μισά Βαλκάνια που αργοσκοτώνουν με το μαρτύριο της ασφυξίας, της διαρκούς πολιτικής ταλάντευσης και του διχασμού μια μικρή χώρα που θέλησε απλά να ζήσει ειρηνικά και δημοκρατικά.