Στις 20 Ιούλη έκλεισαν 40 χρόνια από την τούρκικη εισβολή και διαμελισμό της Κύπρου. Με αφορμή αυτή την επέτειο αναδημοσιεύουμε τρία άρθρα για το Κυπριακό: α) ένα για τις αλήθειες και τους «εθνικούς» μύθους που δημοσιεύσαμε στα 23 χρόνια από τον Ιούλη του 1974, β) ένα ενάντια στο πρώτο σχέδιο Ανάν και την ένταξη της Κύπρου στη ΕΕ που είχαμε γράψει το 2002 και γ) για τη χρεωκοπία της Κύπρου το 2013 που ήταν και η πιο πρόσφατη καταστροφή που προκάλεσε η Ρωσία στο νησί.
Κλείναμε αυτό το άρθρο τότε με την επισήμανση που είναι επίκαιρη και σήμερα: «Και πείνα λοιπόν και διαμελισμός, αυτά δίνει σήμερα το τέρας (σημ. η Ρωσία) που τόσο διεστραμμένα λατρεύει τόσες δεκαετίες η κυπριακή άρχουσα τάξη. Ήρθε ο καιρός ο κυπριακός λαός να σταματήσει να ακολουθεί αυτό το βίτσιο της γερασμένης αστικής του τάξης. Αρκετά με τα καμώματα και αυτηνής και της καθόλου ανιδιοτελούς μεγαλύτερης ελληνικής αδελφής της που από παράδοση την εκπορνεύει».
Α) Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε στο φ. 286/01.08.1997 της Νέας Ανατολής
23 χρόνια από το πραξικόπημα και την εισβολή
ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος τον Ιούλη ο ελληνικός σοβινισμός κάνει θόρυβο για την Κύπρο. Θόρυβο κάνουν πάντα και οι ρωσόφιλοι. Οι πρώτοι κατηγορούν τους Τούρκους και την εισβολή. Οι δεύτεροι τους Αμερικάνους, λιγότερο τους Τούρκους και πιο λίγο τους σοβινιστές για το πραξικόπημα Σαμψών.
Στην πραγματικότητα ο Ιούλης του ’74 συμπύκνωσε τις αμαρτίες όλων των παραγόντων της μακριάς κυπριακής κρίσης, αλλά η αλήθεια που βγαίνει από τα γεγονότα είναι πολύπλοκη και ακόμα δεν έχει απλωθεί πλατειά μπροστά στον ελληνικό λαό. Σ’ αυτό εδώ το σύντομο σημείωμα μόνο να τη συμπυκνώσουμε μπορούμε αυτή την αλήθεια, αναιρώντας όπως γίνεται πάντα με την αλήθεια τους αντίστοιχους κυρίαρχους μύθους.
Τον Ιούλη του ’74 έχουμε το πραξικόπημα Ιωαννίδη για την ανατροπή του Μακάριου και την ουσιαστική κήρυξη της Ένωσης με την Ελλάδα.
Η Ένωση είναι το ιστορικό αλυτρωτικό αίτημα του ελληνικού σοβινισμού, αλλά όχι το δίκαιο αίτημα που αντιστοιχούσε στο νέο κυπριακό κράτος. Η Κύπρος ανήκει στους Κύπριους και όχι στην Ελλάδα. Υπάρχει ένα μικρό κυπριακό έθνος που έχει συγκροτηθεί ξεχωριστά από το ελληνικό έθνος, στο οικονομικό κυρίως επίπεδο. Εσωτερικός φορέας της γραμμής της Ένωσης είναι ο αντιδραστικός κυπριακός κλήρος που γίνεται το ιστορικό όργανο του ελληνικού σοβινισμού.
Η Ένωση προϋποθέτει καταπίεση της τούρκικης εθνικής μειονότητας της Κύπρου.
Ο αγγλικός ιμπεριαλισμός πατάει στην Ένωση και στην τούρκικη εθνική μειονότητα και εμποδίζει την αντιαποικιακή ανεξαρτησία της Κύπρου. Ταυτόχρονα γεννάει στην τούρκικη αστική τάξη το πρώτο μετακεμαλικό όνειρο τούρκικης εδαφικής επέχτασης. Ο αντιαποικιακός αγώνας της Κύπρου διεξάγεται κάτω από την ηγεσία της φεουδαρχικής εκκλησίας και έχει επικεφαλής του τον φιλοναζιστή έλληνα σοβινιστή Γρίβα. Πρόκειται για έναν αντιδραστικό αντιαποικιακό αγώνα από τους ελάχιστους στον μεταπολεμικό κόσμο.
Ο κυπριακός αντιαποικιακός αγώνας είναι τμήμα του παγκόσμιου αντεπαναστατικού αντικομμουνιστικού στρατοπέδου του ελληνικού μετεμφυλιακού καθεστώτος και όχι τμήμα του παγκόσμιου αντιϊμπεριαλιστικού στρατοπέδου.
Γι’αυτό η Κύπρος δεν γίνεται ποτέ ανεξάρτητη αλλά υπάρχει σαν επιτηρούμενη από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, τον ελληνικό και τον τούρκικο σοβινισμό. Ανάμεσα σ’αυτές τις δυνάμεις αναπτύσσονται αδύναμες, οππορτουνιστικές και αντιφατικές οι δυνάμεις της κυπριακής αστικής τάξης που έχουν σαν εκφραστή τους έναν καιροσκόπο μισο-φεουδάρχη και μισο-αστό, τον Μακάριο.
Σαν μισο-φεουδάρχης παπάς ο Μακάριος είναι έλληνας σοβινιστής και τουρκοφάγος και κάνει εθνική εκκαθάριση σε βάρος της τούρκικης μειονότητας στην Κύπρο. Η πρώτη εθνοεκκαθάριση με σφαγές και η πρώτη διχοτόμηση στην Κύπρο δεν γίνεται από τους Τούρκους αλλά από τους Ελληνοκύπριους στα 1964. Με αυτό τον τρόπο ο μοιραίος Μακάριος καταργεί από τα δεξιά το συμβιβασμό της Ζυρίχης.
Σαν μισο-αστός όμως ο Μακάριος αρνείται και την προσάρτηση της Κύπρου από την Ελλάδα. Αυτή είναι η προοδευτική του πλευρά. Πέφτει από το πραξικόπημα -επέμβαση των ελλήνων συνταγματαρχών εξ αιτίας αυτής του της πλευράς, αλλά ανοίγει το δρόμο στην τούρκικη εισβολή εξ αιτίας της άλλης του πλευράς, δηλαδή της άγριας καταπίεσης που άσκησε στην τούρκικη μειονότητα. Έτσι το νησί διχοτομείται επειδή δεν υπήρξε κανένα τμήμα της κυπριακής αστικής τάξης και κανένα λαϊκό κόμμα που να αντισταθεί από τη δημοκρατική αντιϊμπεριαλιστική πλευρά στον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό, στον ελληνικό σοβινισμό και στον τούρκικο σοβινισμό.
Αντίθετα αυτή η κυπριακή άθλια και δίχως χαρακτήρα άρχουσα τάξη έπαιξε με όλους ανεξαίρετα. Είναι λίγο γνωστό στον κόσμο ότι ο Μακάριος μόλις έπεσε από το ελληνικό πραξικόπημα Σαμψών ζητούσε την τούρκικη επέμβαση στο νησί.
Κυρίως όμως αυτήν η αδύνατη άρχουσα τάξη έπαιξε με τις δύο υπερδυνάμεις και πιο πολύ με τη Ρωσία. Όπως προσπαθούσε να ζήσει αντιπαραθέτοντας την Ελλάδα στην Κύπρο, έτσι αντιπαρέθετε και τη μία στην άλλη υπερδύναμη.
Ο Μακάριος εκκαθάριζε τους τουρκοκύπριους στηριζόμενος πάντα στο ότι οι ΗΠΑ δεν θα άφηναν τους Τούρκους να μπουν στο νησί επειδή θα φοβόντουσαν σ’ αυτή την περίπτωση έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Ταυτόχρονα για να αποφύγει την ένωση-απορρόφηση από την Ελλάδα στηριζόταν πάντα στην Ρωσία που ήθελε μια ανεξάρτητη Κύπρο μόνο και μόνο για να την καταβροχθίσει η ίδια
Έτσι υπήρχε πάντα μια πολιτική των ΗΠΑ για ελληνοτουρκική συνεννόηση και ταυτόχρονη τυπική κατάργηση της ανεξαρτησίας της Κύπρου, δηλαδή κάποιες μορφές διπλής ένωσης.
Και υπήρχε πάντα μια πολιτική της Ρωσίας για ελληνοτουρκική σύγκρουση και υπονόμευση από τα μέσα της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Έτσι υπήρχε το ρώσικο κόμμα της κυπριακής αστικής τάξης, το ΑΚΕΛ, το δυτικό φιλοαγγλικό και φιλοαμερικάνικο κόμμα (το ΔΗΣΥ του Κληρίδη) και το εθνικο- οππορτουνιστικό κόμμα ( το ΔΗΚΟ) που σερνόταν πότε από τον ένα και πότε από τον άλλο ιμπεριαλιστικό πόλο.
Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο αποσάθρωσε κι άλλο την κυπριακή αστική τάξη και την έκανε τελείως ανίκανη και δίχως κύρος. Στρατηγικά την έκανε να γονατίσει μπροστά στη ρώσικη προστασία, ενώ έστρεψε και την Ελλάδα για τα καλά στη ρώσικη τροχιά.
Ο μύθος λέει ότι η Αμερική ήθελε την εισβολή. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμμα.
Η Αμερική ήταν η μόνη που δεν είχε συμφέρον από την εισβολή. Γιατί η τούρκικη εισβολή σήμαινε ανεπούλωτο πλήγμα στον ελληνικό σοβινισμό, μόνιμο και εκδικητικό αντιτουρκισμό και μόνιμο ρήγμα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Εκείνο που δεν ήθελε η Αμερική ήταν μια μη νατοϊκή Κύπρος, πράγμα που την έκανε πάντα να συνομωτεί για να μοιράσει την Κύπρο ανάμεσα στον ελληνικό και τον τούρκικο σοβινισμό.
Γι’ αυτό το λόγο, η Αμερική δεν ήθελε και το πραξικόπημα του Σαμψών. Το πραξικόπημα αυτό ήταν μονόπλευρο έργο του ακραίου ελληνικού σοβινισμού που εκφραζόταν από την φράξια Ιωαννίδη, φράξια που ήρθε σε σύγκρουση με την υπόλοιπη φιλονατοϊκή πλειοψηφική τάση Παπαδόπουλου της ίδιας σοβινιστικής χούντας.
Η κλίκα Ιωαννίδη έπαιξε πόκερ στηριγμένη στην εκτίμηση ότι οι ΗΠΑ θα πετύχαιναν να εμποδίσουν την Τουρκία να επέμβει, όπως ήδη είχαν κάνει προηγούμενα το 1964 και το 1967 όταν ο ελληνικός σοβινισμός και ο Μακάριος εθνοεκκαθάριζαν τους Τούρκους στο νησί και αναιρούσαν τη Ζυρίχη από τα δεξιά.
Σε αυτό το πόκερ η κλίκα αυτή συνετρίβη.
Το βασικό λάθος της έγκειται στο ότι οι ΗΠΑ ήταν πια το 1974 μια υπερδύναμη σε πτώση και δεν μπορούσε να εμποδίσει την Τουρκία να κάνει εισβολή. Πόσο μάλλον που η Τουρκία είχε τότε στο πλευρό της την ανερχόμενη υπερδύναμη που λέγεται Ρωσία.
Η Ρωσία, αντίθετα από το μύθο, ήταν η μόνη μεγάλη δύναμη που έδωσε πράσινο φως και υποστήριξε ανοιχτά και ρητά την τούρκικη εισβολή. Εκείνο που δεν ήθελε καθόλου η Ρωσία ήταν το πραξικόπημα του Σαμψών, δηλαδή τη βίαιη ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, οπότε και την απώλεια του νησιού για την ίδια.
Η Ρωσία ήθελε την τούρκικη επέμβαση για τρείς λόγους: Ο ένας ήταν για να τσακιστεί το ελληνικό πραξικόπημα Σαμψών. Ο δεύτερος ήταν για να βαθύνει το διαλυτικό για τη Ν. Ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ ελληνοτουρκικό ρήγμα. Ο τρίτος γιατί από το 1971 και πέρα η Ρωσία ύφαινε πολιτικοστρατιωτική συμμαχία με τον τούρκικο σοβινισμό και τη γραμμή Ετσεβίτ , που σημαίνει ότι έπρεπε να προσφέρει στον τούρκικο σοβινισμό ανταλλάγματα προκειμένου τα δικά της πολεμικά πλοία να περνάνε από τα τούρκικα Στενά.
Σε αυτούς τους τρείς λόγους χρωστάμε την κρυμμένη σήμερα από τους έλληνες σοβινιστές παρακάτω ανακοίνωση του σοβιετικού πραχτορείου ΤΑΣΣ της 21. 9. 1974.
“Την 20ή Ιουλίου η Τουρκία απεβίβασε τα στρατεύματά της στην Κύπρο. Ένοπλες συγκρούσεις άρχισαν μεταξύ των τούρκικων στρατευμάτων και ομάδων πραξικοπηματιών. Η τούρκικη κυβέρνηση είχε σαν κίνητρα αυτού του μέτρου την ανάγκη να προστατεύσει την τούρκικη κοινότητα στη νήσο και δηλώνει ότι έχει προχωρήσει σ ’αυτό το βήμα αφού βεβαιώθηκε ότι όλοι οι ειρηνικοί τρόποι για τη διευθέτηση της σύγκρουσης είχαν εξαντληθεί. ”
Αν αναρωτιέται κανείς γιατί αυτή η τρομαχτική δήλωση είναι πνιγμένη πρέπει να αναζητήσει τους λόγους που κάνουν την Ελλάδα σήμερα πιστό κολαούζο της Ρωσίας.
Η εξήγηση βρίσκεται στο βάθος της στο στρατηγικό ρήγμα που έφερε στο ΝΑΤΟ εκείνη η εισβολή. Αλλά η ιστορία εξελίχθηκε πραχτικά ως εξής:
Από το 1974 ως το 1980 η Ρωσία έπαιξε με την Τουρκία των Ετσεβίτ - Ερμπακάν. Στα 1980 ένα αμερικανόφιλο πραξικόπημα των τούρκων στρατηγών έφερε την Τουρκία πάλι στο νατοϊκό στρατόπεδο. Ένα χρόνο μετά ήρθε στην Ελλάδα η ρωσόφιλη φράξια της ελληνικής αστικής τάξης με επικεφαλής τον Παπανδρέου που αξιοποίησε τη δυτική στροφή της τούρκικης αστικής τάξης για να κάνει η ελληνική τη φιλορώσικη δική της στροφή. Η μετατροπή της υποτιθέμενης κόκκινης ΕΣΣΔ σε “ορθόδοξη” Ρωσία, και το υποτιθέμενο τέλος του ψυχρού πολέμου έδωσαν την δυνατότητα στο σύνολο της ελληνικής αντίδρασης, αντικομμουνιστές, ψευτοκομμουνιστές, σοβινιστές, και όλη την παλιά βρώμικη συμμορία να στραφεί προς το Κρεμλίνο για να βρει το δίκιο του απέναντι στον “τούρκικο κίνδυνο” και να πάρει την εκδίκησή του για την απώλεια της Κύπρου. Γι’ αυτό δεν μιλάει κανείς για την ανακοίνωση του ΤΑΣ. Ο ελληνικός σοβινισμός, ο τούρκικος σοβινισμός, η άθλια κυπριακή άρχουσα τάξη και οι υπερδυνάμεις συνεχίζουν το μακάβριο παιχνίδι τους σε βάρος της ειρήνης στην ανατολική Μεσόγειο. Εδώ πάντως και μερικά χρόνια έχουμε μπεί στην εποχή όπου το πρώτο βιολί του πολέμου τον το σέρνει στο κυπριακό το μέτωπο του “ορθόδοξου τόξου”. Το μέτωπο αυτό δεν θέλει καθόλου λύση του κυπριακού δηλαδή ανεξαρτησία για το νησί, αποχώρηση των τούρκικων στρατευμάτων και ασφάλεια για την τούρκικη μειονότητα. Εκείνο που θέλει είναι μόνιμη κρίση, μόνιμη κατάσταση “ούτε πολέμου ούτε ειρήνης”, για να εγκαταστήσει τους πυραύλους της, τις επιχειρήσεις της και τη μαφία της στο στρατηγικής σημασίας αυτό νησί.
Όμως η Ρωσία είναι ο εξωτερικός παράγοντας της κυπριακής τραγωδίας, παρ’ όλη την ύπαρξη του πρακτόρικου ΑΚΕΛ, όπως εξωτερικός παράγοντας είναι στο βάθος και ο τούρκικος σοβινισμός παρ’ όλη την ύπαρξη της τούρκικης μειονότητας,. Το αληθινό εσωτερικό πρόβλημα για την Κύπρο παραμένει ακόμα ο ελληνικός σοβινισμός.
Αυτόν πρέπει να μην ξεχνάμε πάνω απ’ όλα κάθε Ιούλη του 1974.
Δίχως πάλη ενάντια σ’ αυτόν δεν θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό, ούτε να βάλουμε στην σωστή του διάσταση το ζήτημα της τούρκικης εισβολής και κατοχής.
-------------------------------------------------------------------------------
Β) Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύθηκε στο φ. 385/11.12.2002 της Νέας Ανατολής
ΟΧΙ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΝ
ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΗΝ Ε.Ε.
Στην ώρα του και το σχέδιο Ανάν. Ένα έκτρωμα που σάπιζε για κάμποσα χρόνια στην κοιλιά του Συμβούλιου Ασφαλείας του ΟΗΕ ήρθε στο φως τη στιγμή που είχε γίνει ικανοποιητικά σάπιο και το διπλωματικό περιβάλλον που θα το δεχόταν.
Το σχέδιο Ανάν δεν είναι μια χειρότερη έκδοση της Ζυρίχης, όπως λένε οι σοβινιστές επικριτές του, είναι μια επανέκδοση του εκτρώματος της Βοσνίας. Η συνταγή για τη δημιουργία ενός τέτοιου εκτρώματος είναι απλή: Τεμαχίζουμε ένα ζωντανό κράτος, δηλαδή το ακρωτηριάζουμε μέσα στο αίμα και τον πόνο χιλιάδων ανθρώπων που τους έχουμε ξεριζώσει και τους έχουμε καταστρέψει τον πλούτο. Μετά, και ενώ οι άνθρωποι ξαναβρίσκουν μια ζωή και αναζητούν ένα δίκιο, συγκολλάμε τα νεκρά μέλη πάνω σε ότι υπάρχει ζωντανό. Και μάλιστα τα συγκολλάμε έτσι ώστε να δικαιωθούν οι τεμαχιστές χειρούργοι. Δηλαδή βάζουμε ότι ζωντανό έχει απομείνει να κουβαλάει στις πλάτες του και να ζει διαρκώς με το σάπιο.
Ακάθεκτοι, αφ’ ότου δημιούργησαν τον Φρανκενστάιν της Βοσνίας, οι χειρούργοι του Συμβούλιου Ασφαλείας του ΟΗΕ, κάτω από την καθοδήγηση του δόκτορα Μένγκελε, δηλαδή του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού που μόνο αυτός ξέρει να ενώνει τόσο καλά, επειδή μόνο αυτός ξέρει και τόσο καλά να τεμαχίζει, δημιουργούν τώρα το επονομαζόμενο “Κράτος της Κύπρου”.
Η καρδιά του σχεδίου, το ζήτημα της διακυβέρνησης
Το σχέδιο Ανάν προσπαθεί μέσα σε 150 σελίδες να περιγράψει με τις πιο απίθανες λεπτομέρειες τη μελλοντική ζωή του εκτρώματος και τους μηχανισμούς με το οποίο θα συνεργάζονται τα σάπια με τα ζωντανά μέλη και οι ζωντανοί άνθρωποι με τη φρίκη του παρελθόντος τους κάτω από την καθοδήγηση των χειρούργων. Πρόκειται για λεπτομερείς οδηγίες χρήσης οι οποίες, όπως είναι γνωστό, αφορούν μηχανήματα και όχι ζωντανούς οργανισμούς. Στους ζωντανούς οργανισμούς η ζωή παρασταίνεται με την καρδιά. Σε ένα κράτος η καρδιά είναι η ικανότητά του να παίρνει πολιτικές αποφάσεις, δηλαδή να διαθέτει την εσωτερική ικανότητα να κατευθύνει την ύπαρξή του λύνοντας τις αντιθέσεις του με τις άλλες κρατικές οντότητες και λύνοντας τις εσωτερικές του αντιφάσεις. Από το έκτρωμα λείπει ακριβώς η καρδιά και γι αυτό δεν χρειάζεται να διαβαστούν 150 σελίδες. Το καταλαβαίνει κανείς καλά από τα λίγα σημεία του που αφορούν το κεντρικό του σύστημα διακυβέρνησης. Όταν μιλάμε για κεντρικό σύστημα διακυβέρνησης εννοούμε το σύστημα διακυβέρνησης του κεντρικού ομασπονδιακού κράτους το οποίο περιλαμβάνει τα δύο ομόσπονδα κρατικά μορφώματα, εκείνο της βόρειας τουρκοκυπριακής και εκείνο της νότιας ελληνοκυπριακής κοινότητας, τα οποία το σχέδιο ονομάζει “συστατικά κράτη”. Αυτό το κεντρικό σύστημα λοιπόν συγκροτείται από μια νομοθετική και μια εκτελεστική εξουσία. Η νομοθετική εξουσία εκφράζεται με δύο σώματα, τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η Γερουσία θα αποτελείται από ίσο αριθμό Γερουσιαστών από κάθε συστατικό κράτος, ενώ η Βουλή των Αντιπροσώπων θα εκφράζει με κάποια προσέγγιση την αναλογία πληθυσμού των δύο υποκρατιδίων ή “συστατικών κρατών”, όπως ονομάζονται στο σχέδιο. Τέτοια διπλά νομοθετικά σώματα και τέτοιες αναλογίες μέσα σε αυτά, υπάρχουν σε πολλά ομοσπονδιακά κράτη, μονοεθνικά ή πολυεθνικά. Εκείνο που δεν υπάρχει πουθενά, σε κανένα κράτος του κόσμου, οπότε και σε καμιά Ελβετία και σε κανένα Βέλγιο, ούτε ασφαλώς υπήρξε ποτέ, είναι η παρακάτω παράγραφος του σχεδίου όταν αφορά μόνο δύο εθνότητες:
“Οι αποφάσεις θα απαιτούν την έγκριση των δύο Σωμάτων με απλή πλειοψηφία, που θα περιλαμβάνει το ένα τέταρτο των γερουσιαστών που ψηφίζουν από κάθε “συστατικό κράτος””. Αυτό σημαίνει ότι κάθε νομοθετική απόφαση πρέπει να ψηφίζεται και από τα δύο σώματα. Αλλά καμιά απόφαση δεν θα βγαίνει αν δεν την ψηφίζει υποχρεωτικά τουλάχιστον το ένα τέταρτο, το 25%, των εκπροσώπων κάθε υποκρατιδίου. Αυτό σημαίνει ότι όποτε η μία από τις δύο εθνότητες είναι κάπως συμπαγής στη διαφωνία της με την άλλη, νόμος και νομοθετική εξουσία δεν θα υπάρχουν.
Και δεν θα υπάρχει στην περίπτωση μη συμπαγούς πλειοψηφίας και των δύο εθνοτήτων ούτε εκτελεστική εξουσία. Γιατί η κυβέρνηση, το λεγόμενο “Προεδρικό Συμβούλιο”, που θα αποτελείται από 6 υπουργούς, 4 ελληνοκύπριους και 2 τουρκοκύπριους θα μπορεί να αποφασίζει μόνο αν στην πλειοψηφία, δηλαδή τους 4 ψήφους θα περιλαμβάνεται οπωσδήποτε και ένας ψήφος τουρκοκύπριου, ή αναλογικά αν δίνει τη συγκατάθεσή της η μισή τουρκική κοινότητα. Έχουμε λοιπόν ένα κράτος σε όλες τις αποφάσεις του οποίου θα ισχύει το ουσιαστικό βέτο της μιας εθνότητας πάνω στην άλλη. Για να μην υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή είναι η πρόθεση των χειρούργων οι τελευταίοι έχουν φροντίσει να την εκδηλώσουν, από την πρώτη στιγμή που αυτό το έκτρωμα θελήσει να υπάρξει, με την εξής πρόβλεψη: Για τα τρία πρώτα χρόνια της ύπαρξης του κράτους θα υπάρχει όχι ένας, αλλά δύο ακριβώς ισότιμοι αρχηγοί κράτους, ένας από κάθε εθνότητα που για να πουν και να κάνουν κάτι θα πρέπει να συμφωνούν μεταξύ τους. Η σύγχρονη χειρουργική χωρίζει πάντα τα σιαμαία αναλαμβάνοντας μάλιστα τον κίνδυνο να τερματίσουν την ανυπόφορη ζωή τους. Αντίθετα οι χειρούργοι του ΟΗΕ ενώνουν δυο πλάσματα, τραυματισμένα είναι αλήθεια, για να δημιουργήσουν ένα σιαμαίο. Επειδή ωστόσο διαβλέπουν την διεθνή κατακραυγή χωρίζουν και οι ίδιοι τα σιαμαία μετά από τα τρία χρόνια. Αλλά τώρα αντί για έναν πρωθυπουργό με δυο κεφάλια, δημιουργούν έναν πρωθυπουργό για κάθε δέκα μήνες. Σύμφωνα δηλαδή με το σχέδιο ο πρόεδρος του κράτους εναλλάσσεται με τον αντιπρόεδρο κάθε δέκα μήνες, ενώ πάνω από 20 μήνες δεν μπορεί να παραμένει ένας πρόεδρος από την ίδια εθνότητα. Έτσι τη θέση του δικέφαλου τέρατος την παίρνει το πρακτικά ακέφαλο κράτος, δηλαδή μια κρατική εξουσία χωρίς συνέχεια και σταθερή έκφραση, ένα κράτος με μια κινηματογραφικά εναλλασσόμενη κεφαλή.
Οι δημιουργοί του, για να προλάβουν τις αντιρρήσεις του έκπληκτου παρατηρητή που αμέσως θα τους προβάλει την ένσταση ότι αυτό το δημιούργημα διαρκώς θα παραλύει από τα αμοιβαία βέτο, έχουν φροντίσει να ενσωματώσουν μέσα του και το ξεπέρασμά αυτής της παράλυσης: Έχουν προβλέψει ένα όργανο που θα λύνει τις διαφορές και θα ξεπερνάει διαρκώς κάθε εμπλοκή. Έχουν λοιπόν εφεύρει έναν υπέρτατο διαιτητή ο οποίος ονομάζεται Ανώτατο Δικαστήριο και το οποίο θα αποτελείται από τρεις τουρκοκύπριους, τρεις ελληνοκύπριους και τρεις μη Κύπριους δικαστές που θα διορίζονται σε αυτή τη θέση με ευθύνη του Συμβούλιου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Κάθε μπλοκάρισμα στη λειτουργία του κράτους θα σημαίνει χοντρικά ότι οι τρεις ελληνοκύπριοι θα εξουδετερώνονται αμοιβαία από τους τρεις τουρκοκύπριους, που σημαίνει ότι την τελική απόφαση θα την παίρνουν οι υπόλοιποι τρεις, δηλαδή το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Νάτος λοιπόν ο χειρούργος στη θέση του πραγματικού κυβερνήτη, πράγμα που θα έπρεπε να το περιμένει κανείς από την αρχή, αφού αυτός είναι ο δημιουργός του κράτους.. Σαν κυβερνήτης που είναι αυτός κρατάει και την στρατιωτική εξουσία. Το κεντρικό κράτος και τα υποκρατίδια αφοπλίζονται σταδιακά και μόνο στρατιωτικά υπολείμματα επιβιώνουν από τους δύο ως χθες αντιμέτωπους σοβινισμούς, τον τούρκικο και τον ελληνικό δίπλα στις λίγες στρατιωτικές δυνάμεις του ΟΗΕ. Αλλά ο ΟΗΕ δεν χρειάζεται πολλές δυνάμεις, αφού υποτίθεται δεν φοβάται καμιά δύναμη ανώτερη από αυτόν. Σαν υπόλειμμα ωστόσο από την προηγούμενη εποχή μένει λίγος στρατός από κάθε πλευρά και μια συνθήκη εγγύησης, δηλαδή η γενική δυνατότητα ανάμειξης και επέμβασης στο νησί όλων των παλιών τοπικών και δεύτερης γραμμής προστατών και τραμπούκων, της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Αγγλίας. Αυτή η συμπυκνωμένη επικύρωση της ανύπαρκτης κρατικής κυριαρχίας της Κύπρου που εκθέσαμε, αυτή η έλλειψη εσωτερικής δημοκρατίας με την απόλυτη κυριαρχία του εθνοτικού βέτο και αυτή η κατάσταση του θεσμοποιημένου προτεκτοράτου δεν υπάρχει σε καμιά Ελβετία και κανένα Βέλγιο και δεν υπήρξε σε καμιά Κύπρο της Ζυρίχης. Γιατί σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει παραλυτικό βέτο σε όλες τις πλευρές της κρατικής ζωής. Στην Ελβετία αποφασίζει η πλειοψηφία των καντονιών ή των κατοίκων. Στο Βέλγιο τα κεντρικά σώματα αποφασίζουν με πλειοψηφία και στη Ζυρίχη το βέτο περιλάμβανε μόνο μερικές, είναι αλήθεια σημαντικές, πλευρές της δράσης του κράτους, όπως είναι οι βασικές αποφάσεις της εξωτερικής πολιτικής. Το ότι τα σημεία του βέτο και της κυριαρχίας του ΟΗΕ είναι και τα ουσιαστικά αποδεικνύεται από το ότι είναι και αυτά που προτείνονται από τον Ανάν σαν τα πιο ισχυρά και αδιαπραγμάτευτα αυτού του σχεδίου. Γιατί το σχέδιο προτείνεται λίγο πολύ σαν βάση συζήτησης και πίσω από την σχετικότητα της διατύπωσης “βάση συζήτησης” κρύβονται όλοι οι καιροσκόποι που το υποστηρίζουν. Όμως οι ίδιοι αυτοί, και πρώτοι και καλύτεροι οι επικεφαλής των δύο κυπριακών κοινοτήτων, εκφράζουν τις λιγότερες ενστάσεις του ή και καθόλου ενστάσεις. Πάνω σε αυτά τα σημεία. Το έδαφος στο οποίο έχουν διαλέξει να συγκρουστούν με το σχέδιο οι δύο σοβινισμοί είναι μόνο εκείνο στο οποίο συγκρούονται και μεταξύ τους, δηλαδή στο εδαφικό και στους εποίκους, δηλαδή στα εξωτερικά και δευτερεύοντα σημεία του και όχι στην ουσία του. Αυτό είναι φυσικό γιατί αν διαφωνούσαν στο ζήτημα της διακυβέρνησης θα συγκρούονταν με το σχέδιο στο βάθος του, δηλαδή με τον ιμπεριαλισμό και θα ενώνονταν μεταξύ τους. Αλλά τότε δεν θα ήταν σοβινιστές και αυτό δεν θα ήταν το Κυπριακό, θα ήταν ένα άλλο πρόβλημα.
Το σχέδιο Ανάν και ο ιμπεριαλισμός. Τι δεν βλέπουν οι φιλελεύθεροι αντιεθνικιστές
Μερικοί ήσυχοι άνθρωποι αποκαμωμένοι από την ατέλειωτη ενδοκυπριακή και ελληνοτουρκική διένεξη τρέφουν την ελπίδα ότι ίσως έτσι γλιτώσουν από τα βάσανά τους αφού η Κύπρος θα γίνει ένα διεθνές προτεκτοράτο, δηλαδή ένας ισχυρός τρίτος θα επιβάλει την ισχύ του απέναντι στους δυο αδιόρθωτους μικροτραμπούκους της περιοχής. Δυστυχώς αυτή η ελπίδα δεν αντέχει λεπτό στην εξέταση της πραγματικότητας. Αυτός ο ισχυρός τρίτος δεν είναι ένας ενιαίος τρίτος, αλλά ο ίδιος σπαράσσεται από αντιθέσεις και μάλιστα ευρύτερες και βαθύτερες από αυτές τις τοπικές αντιθέσεις που καμώνεται πως θέλει να λύσει ή που θέλει να λύσει. Ακόμα χειρότερα αυτές οι τελευταίες είναι αντανάκλαση, είναι αποτελέσματα, και ακόμα περισσότερο για μερικά από τα μέλη του, είναι εργαλείο των δικών τους παγκόσμιων πολεμικών και ηγεμονικών σχεδίων. Στην πραγματικότητα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος στον οποίο εκφράζονται στο ψηλότερο δυνατό πολιτικό επίπεδο οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και, πιο ειδικά, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις. Ύστερα από αυτά καταλαβαίνει κανείς ότι το ταλαιπωρημένο νησάκι δεν είναι για τους κυρίαρχούς του το αντικείμενο της συνεργασίας του, αλλά το λάφυρο και το εργαλείο του στρατηγικού ανταγωνισμού τους. Η Κύπρος στο βάθος φεύγει με αυτό το σχέδιο ακόμα περισσότερο από τα χέρια των τοπικών τραμπούκων για να αναλάβουν απ’ ευθείας να την ξεσκίσουν και να την χρησιμοποιήσουν οι εντολείς των τελευταίων, οι μεγάλοι τραμπούκοι και δυνάστες του πλανήτη. Πιο συγκεκριμένα η Κύπρος, με το σχέδιο Ανάν περνάει στην κύρια πλευρά στην υπηρεσία του μεγαλύτερου και κτηνωδέστερου από αυτούς τους τελευταίους, του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού. Η πρώτη και πιο ουσιαστική διαφορά των ΗΠΑ με τη Ρωσία στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι ότι οι ΗΠΑ συμμετείχαν στην κατασκευή ενός τέρατος για να διατηρήσουν σε σχετική ισορροπία αυτό που υπάρχει, ενώ η Ρωσία συνέλαβε πρώτη και ηγήθηκε ιστορικά αυτής της κατασκευής για να ανατρέψει μέσα από αυτήν, κάθε ισορροπία, κάθε ενότητα και κάθε υγεία, που μπορούσε ακόμα να επιβίωνε στις διεθνείς σχέσεις. Η δεύτερη διαφορά βρίσκεται στο ότι ενώ οι ΗΠΑ και η φίλη τους η Αγγλία εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί δημιουργοί του σχεδίου, η Ρωσία, ο βασικός δημιουργός του έχει δουλέψει στο παρασκήνιο και μέσω τρίτων και έχει φροντίσει η παρουσία του να είναι σχεδόν αόρατη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι θερμότεροι υπερασπιστές του σχεδίου στην Κύπρο, στην Ελλάδα και την Τουρκία, είναι οι ρωσόφιλοι ΑΚΕΛ, Σημίτης, Κωσταντόπουλος, και στην Τουρκία το τοπικό ψευτοκομμουνιστικό κόμμα και ο Ερντογκάν.
Βεβαίως μεγάλη θέρμη γι’ αυτό το σχέδιο έχουν και τα αιώνια θύματά και βαποράκια της ρώσικης διπλωματίας, οι φιλελεύθεροι, που αναγνωρίζουν όλα τα αρνητικά του σχεδίου, με εξαίρεση ως συνήθως την επέμβαση της Ρωσίας που ούτε καν την υποπτεύονται, αλλά θεωρούν αυτά τα αρνητικά το αναπόφευκτο κακό που υπάρχει μέσα σε κάθε καλό. Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα ο πιο χαρακτηριστικός τους εκπρόσωπος ο Μάνος δεν έπεσε σε αυτήν την παγίδα και με λεπτό τρόπο καταδίκασε το σχέδιο, όμως η γενική διάθεση αυτού του φιλελεύθερου ρεύματος είναι να το υποστηρίξει. Αυτή είναι και η διάθεση όλων εκείνων που με ιδεολογική αφετηρία τον καθυστερημένο μικροαστικό αντικαπιταλισμό είναι πάνω απ’ όλα αντιεθνικιστές. Οι πιο συνεπείς από αυτούς στο Κυπριακό και σε όλα τα άλλα μέτωπα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θεωρούν πηγή όλων των δεινών τον ελληνικό σοβινισμό. Κάτι αντίστοιχο εννοείται ισχύει και για τους Τούρκους αντιεθνικιστές. Οι αντιεθνικιστές, αστοφιλελεύθεροι ή μικροαστοί ριζοσπάστες αντιεθνικιστές, έχουν στον ορίζοντά τους κύρια τη δικιά τους αστική τάξη και ούτε βλέπουν ούτε πολυνοιάζονται να δουν αυτή την τάξη και τη σοβινιστική της πτέρυγα κάτω από το φως των παγκόσμιων αντιθέσεων και των παγκόσμιων κύριων εχθρών των λαών. Αντίθετα οι προλετάριοι διεθνιστές, οι μόνοι που μπορούν να είναι συνεπείς διεθνιστές, ενώ συγκρούονται και αυτοί από θέση αρχής και στρατηγικά με τον εθνικισμό της δικιάς τους αστικής τάξης, ξεχωρίζουν αυτόν τον εθνικισμό από τον ιμπεριαλισμό και τον σοσιαλιμπεριαλισμό και αναζητούν στο διεθνές επίπεδο, στο επίπεδο του ιμπεριαλισμού τον κάθε φορά κύριο εχθρό τους. Κάτω από αυτήν την εξέταση αποφασίζουν ποια τακτική θα τηρήσουν κάθε φορά απέναντι στους εθνικιστές και τους σοβινιστές της δικιάς τους αστικής τάξης. Η στάση της ΟΑΚΚΕ απέναντι στους έλληνες εθνικιστές και σωβινιστές εξαρτιέται πάντα από τη συγκεκριμένη στάση τους απέναντι στη συγκεκριμένη πολιτική του ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα του ιμπεριαλισμού που είναι κάθε φορά κύριος εχθρός. Τώρα αυτός είναι ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός, κέντρο της παγκόσμιας αντίδρασης και κύριος εχθρός όλων των λαών της γης. Κάτω από αυτό το πρίσμα αναλύουμε και τις εξελίξεις στο Κυπριακό και επειδή αυτό είναι το πρίσμα με το οποίο μπορεί κανείς να αναλύσει σωστά το φως που ακτινοβολούν τα γεγονότα, μπορούμε να δούμε πιο καθαρά από τους αντιεθνικιστές και την τοπική και την γενική κατάσταση.
Για τους αντιεθνικιστές λοιπόν το σχέδιο Ανάν αποδεικνύει σχεδόν την ορθότητά του και μόνο για το λόγο ότι εξεγέρθηκαν εναντίον του οι σοβινιστές στην Ελλάδα και την Τουρκία. Όντως αυτοί εξεγέρθηκαν, αλλά δεν εξεγέρθηκε εναντίον του κανένα από τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εμείς είδαμε αμέσως το έκτρωμα που δεν είδαν οι αντιεθνικιστές και που το προπαγανδίζουν με μανία οι ρωσόδουλοι οι μεταμφιεσμένοι σε φιλελεύθερους Μπίστης και Κύρκος.
Το βασικό επιχείρημα των υπερασπιστών του σχεδίου είναι ότι αυτό μπορεί να λειτουργήσει αν εμποδιστούν να το υπονομεύουν οι σοβινιστές από τις δύο πλευρές. Σύμφωνα με αυτή την λογική δεν θα υπάρχει κανένα βέτο και καμιά παράλυση του κράτους αν κάθε πλευρά εμφανίζεται διασπασμένη εθνικά μπροστά σε όλες τις αποφάσεις, αν δηλαδή και στις δυο περιοχές οι εθνικιστές έχουν χάσει την πολιτική ηγεμονία υπέρ των δημοκρατών και ειρηνόφιλων. Πραγματικά τότε μπορούν να δημιουργηθούν αποτελεσματικές και άνετες δημοκρατικές πλειοψηφίες. Όμως έτσι προϋπόθεση για την εφαρμογή του σχεδίου γίνεται το να λυθεί το πρόβλημα που το σχέδιο έρχεται να λύσει, δηλαδή το πρόβλημα της έχθρας και της διάσπασης των δύο λαών. Στην πραγματικότητα έπρεπε να συμβεί ακριβώς το αντίθετο. Πρώτα έπρεπε να λυθεί το πρόβλημα της έχθρας και της διάσπασης των δύο λαών και ύστερα να γίνει η ενότητα των δύο κρατιδίων. Πρώτα δηλαδή θα έπρεπε στη διάρκεια μιας μακριάς περιόδου να έρθουν σε επαφή οι δύο πληθυσμοί, επαφή εμπορική, παραγωγική, επαφή προσώπων και τέλος πολιτική επαφή, και αφού μέσα από αυτή την επαφή θα είχαν γεννηθεί νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις και νέες εικόνες απέναντι στα παλιά στερεότυπα και στις δύο όχθες των συνόρων θα μπορούσαν οι δυο λαοί να κυβερνήσουν από κοινού τη μοίρα τους. Απέναντι σε αυτή την προφανή τοποθέτηση οι υπερασπιστές του σχεδίου ανταπαντάνε λέγοντας ότι ποτέ δεν θα επιτρέψουν οι εθνικιστές των δύο πλευρών στους δύο λαούς και τα δύο κρατίδια να έρθουν σε επαφή. Όμως απαντώντας έτσι το μόνο που επιβεβαιώνουν είναι ότι καμιά λύση δεν θα υπάρξει ποτέ αν δεν νικηθούν προηγούμενα σε κάποια μεγάλη πολιτική μάχη οι σοβινιστές των δύο πλευρών. Αλλά αυτοί δεν λένε ότι οι σοβινιστές πρέπει να νικηθούν, λένε ότι πρέπει να προχωρήσουν σε ένα συμβιβασμό ανάμεσά τους και ότι ο συμφιλιωτής τους, αυτός που θα τους επιβάλει τον συμβιβασμό θα είναι ο ιμπεριαλισμός.
Για τους παραπάνω, ειδικά για τους φιλελεύθερους αντιεθνικιστές αυτή η στιγμή του συμβιβασμού είναι τώρα. Αυτό εννοούν όταν λένε ευκαιρία. Ευκαιρίες αυτοί ονομάζουν όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις που ο ιμπεριαλισμός κατέβηκε με ένα σχέδιο για να επιβάλει στους σοβινιστές της Ελλάδας και της Τουρκίας την συμβιβαστική επανένωση του νησιού. Ειδικά σήμερα αυτή φαίνεται να είναι η καλύτερη από τις ευκαιρίες αφού υποτίθεται ότι τώρα ο ιμπεριαλισμός είναι ενωμένος καθώς μόνο τώρα ΗΠΑ, Ευρώπη και Ρωσία φαίνονται ενωμένες πίσω από το σχέδιο Ανάν. Στο βάθος λοιπόν οι αντιεθνικιστές αυτού του είδους ανακαλύπτουν τώρα μια θέληση ανώτερη από τους σοβινιστές Ελλάδας και Τουρκίας που θα μπορούσε με μια σειρά εκβιασμούς να επιβληθεί πάνω τους για να τους οδηγήσει στο συμβιβασμό. Αναφερόμαστε στον εκβιασμό στην Τουρκία ότι θα βρεθεί εκτός Ευρώπης, αν δεν υπογράψει μια λύση, και τον εκβιασμό στην Ελλάδα ότι θα χάσει για πάντα τη βόρεια Κύπρο.
Αλλά αυτή η επέμβαση του ΟΗΕ δεν έχει σαν στόχο να νικήσει τους δύο σοβινισμούς και ούτε θέλει να το κάνει. Εκείνο που θέλει να κάνει, ακριβώς αντίθετα, είναι να οδηγήσει τους δύο σοβινισμούς που ζουν στα χωριστά τους εδάφη τραυματισμένοι από την παλιά τους σύγκρουση σε μια νέα ελεγχόμενη σύγκρουση, δηλαδή πάει να βγάλει ξανά στο γήπεδο τις δύο ομάδες που βρίσκονται στα αποδυτήρια και τις χωρίζει έχθρα χωρίς να έχει αποβληθεί κανείς από τους τραμπούκους που προκάλεσαν τις προηγούμενες συρράξεις. Στο ποδόσφαιρο η διαιτησία αποβάλει κατά κανόνα τους τραμπούκους. Εδώ στη διεθνή πολιτική και πιο πολύ στο κυπριακό η διαιτησία στηρίζεται για τη συνέχιση του παιχνιδιού ακριβώς στους τραμπούκους επειδή ο βασικός διαιτητής θέλει την ανάφλεξη του γηπέδου και της πόλης ολόκληρης.
Λύση του κυπριακού μόνο μετά από μια ήττα του ελληνικού σοβινισμού ή αλλιώς μετά από μια ήττα της Ρωσίας.
Εμείς λοιπόν πιστεύουμε ότι αντίθετα με τις ονειροφαντασίες των ειρηνόφιλων αστών και μικροαστών καμιά προσέγγιση των δύο εθνοτήτων στην Κύπρο δεν είναι δυνατή χωρίς μια ήττα του ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα του ρώσικου ο οποίος έχει συστηματικά προκαλέσει και καθοδηγήσει την ένταση και έχει επωφεληθεί από αυτήν. Βέβαια, όπως είπαμε παραπάνω καμιά λύση δεν είναι δυνατή και χωρίς την ήττα των δύο σοβινισμών. Όμως και εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το εξής: Από τους δυο σοβινισμούς, τον τούρκικο και τον ελληνικό αυτός που πρώτα πρέπει να νικηθεί είναι ο δεύτερος γιατί αυτός είχε πάντα την κύρια ευθύνη στην ενδοκυπριακή σύρραξη. Σε αυτό το σημείο κρίνεται το ποιος είναι πραγματικά αντιεθνικιστής στη χώρα μας. Σε όσο λοιπόν βαθμό δεν έχουμε μια μεγάλη ήττα ούτε του ρώσικου ιμπεριαλισμού, ούτε του ελληνικού σοβινισμού μόνο κακό κάνει και όχι καλό κάθε προσπάθεια επιβολής ή πίεσης για μια επανένωση του νησιού. Όσο δεν υπάρχει αυτή η διπλή αναγκαία συνθήκη είναι καλύτερη η διχοτόμηση από οποιαδήποτε ενοποίηση. Αυτό δε σημαίνει ότι η διχοτόμηση είναι μια δίκαιη ή μια σταθερή και ασφαλής κατάσταση. Η διχοτόμηση είναι μια ανοιχτή πληγή από μια ιμπεριαλιστική και σοβινιστική βία και πάντα θα δηλητηριάζει την ειρήνη στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Επίσης ποτέ οι δυο εθνότητες της Κύπρου και ποτέ οι λαοί και τα κράτη του κόσμου δεν θα αποδεχτούν αυτό το τετελεσμένο γιατί θα έχουν αποδεχτεί ένα τρομαχτικής βαρύτητας προηγούμενο, το διαμελισμό ενός κράτους με την εξωτερική βία. Αυτό τον διαμελισμό τέλος δεν θα τον δεχτούν τέλος ούτε οι ανάγκες της πρακτικής ζωής των κατοίκων ενός μικρού νησιού. Εκείνο που λέμε κοντολογίς είναι ότι δεν ήρθε η ώρα να επανορθωθεί η αδικία γιατί δεν ήρθε ακόμα η ώρα να τιμωρηθούν οι φταίχτες και ότι ως τότε καλύτερα οι φταίχτες να κρατιούνται χωριστά.
Η νέα ιστορία που γράφει ο σοσιαλφασισμός και η αλήθεια
Σε ότι αφορά τους φταίχτες. Οι “αντιεθνικιστές” κάθε είδους παραδέχονται την ευθύνη και των δύο σοβινισμών οι δε ρωσόφιλοι ανάμεσά σε αυτούς συμπληρώνουν αυτές τις ευθύνες αποδίδοντας τον ρόλο του κύριου υποκινητή των αντιπαραθέσεών τους στις ΗΠΑ και προηγούμενα στην Αγγλία. Τέτοιου είδους “αναλύσεις” και “ιστορικές ανασκοπήσεις” παρακολουθεί κανείς άφθονες τελευταία από τα κρατικά κανάλια , ειδικά από τη ΝΕΤ. Ξαφνικά, από τη μια στιγμή στην άλλη εξαφανίστηκαν όλα τα ανεξήγητα μονόπλευρα δίκια του “μαρτυρικού ελληνισμού” της Κύπρου, και όλη η ανεξήγητη ως χθες “φρικαλεότητα” του Αττίλα καθώς τύποι σαν τον παλιό κνίτη Τσίμα άρχισαν να γράφουν τη νέα ιστορία για το ελληνικό κοινό, τη ρώσικη ιστορία, όπως την έχει γράψει εδώ και χρόνια στο ίδιο το νησί το ΑΚΕΛ.
Τα βασικά ωστόσο στοιχεία της αληθινής ιστορίας είναι τα εξής:
Α) Για την διάσπαση των δύο εθνοτήτων την ιστορική ευθύνη δεν την έχουν οι άγγλοι αλλά η τσαρική διπλωματία που από το 1804 έστρεψε την κυπριακή ορθόδοξη εκκλησία και μέσω αυτής το ελληνικό στοιχείο σε εμφύλιο ενάντια στον τούρκικο πληθυσμό. Ως τότε οι δύο λαοί ζούσαν δίχως εθνοθρησκευτικές εντάσεις και οι αγώνες τους ήταν κοινοί ενάντια στον οθωμανό δυνάστη, τον έλληνα φοροεισπράκτορα του και τον μεγαλύτερο φεουδάρχη που ήταν ο έλληνορθόδοξος κλήρος. Από εκείνη τη σύρραξη και πέρα διερράγη η ψυχική ενότητα ανάμεσα στους δύο λαούς ακριβώς όπως έγινε στην Ελλάδα μετά τα ορλωφικά και βέβαια μετά την ολοκληρωτική γενοκτονία του τούρκικου πληθυσμού το 1821.
Β) Ούτε στον εικοστό αιώνα η ενδοκυπριακή διάσπαση έχει την πηγή της στις μανούβρες της αγγλικής αποικιοκρατίας όπως λένε οι ρωσόφιλοι, αλλά στον τρόμο της τουρκοκυπριακής κοινότητας μπροστά στο ενδεχόμενο της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα κι’ όλας από τα 1930. Η Ένωση δεν ήταν μέρος του παγκόσμιου αντιαποικιακού αγώνα, αλλά μια ακόμα εφαρμογή της φεουδαρχικής (ρώσικης καποδιστριακής έμπνευσης) Μεγάλης Ιδέας που από τα τέλη του 19ου αιώνα, αρχές του 20ου έγινε μέρος και εργαλείο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Είναι η ίδια η τουρκοκυπριακή κοινότητα που προσέφυγε στον τούρκικο εθνικισμό και στην Τουρκία αναζητώντας προστασία για να μην έχει την τύχη των τούρκων της Κρήτης όταν η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλάδα και δεν ήταν η Τουρκία, ούτε η Αγγλία που ξεσήκωσαν τους Τουρκοκύπριους ενάντια στους ελληνοκύπριους. Μάλιστα η Τουρκία δίστασε πολύ πριν αναμειχθεί. Όσο για την Αγγλία αυτή πράγματι χρησιμοποίησε διασπαστικά την Τουρκία και την έβαλε για τα καλά στο παιχνίδι του κυπριακού περισσότερο για να πετύχει ευνοϊκούς όρους μετάβασης και στρατιωτικές θέσεις στο μετααποικιακό καθεστώς του νησιού παρά για να επιβάλει μια πραγματική αποικιοκρατική λύση.
Γ) Για την εδαφική διχοτόμηση της Κύπρου την κύρια ευθύνη φέρει επίσης ο ελληνικός σοβινισμός. Είναι αυτός που ανέτρεψε χωρίς πραγματική αιτία το πρώτο σύνταγμα της Κύπρου για να πραγματοποιήσει εθνοκάθαρση των Τουρκοκύπριων το 1964 και για να συγκεντρώσει όλον τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό σε θύλακες που καταλάμβαναν το 5% του κυπριακού εδάφους, διαμελίζοντας από τότε το νησί. Πρόκειται για την πρώτη μεταπολεμική εθνοκάθαρση σε ευρωπαϊκό έδαφος και την πρώτη διχοτόμηση του νησιού. Η τούρκικη εισβολή στο νησί το 1974 είναι μια επεκτατική κίνηση του τούρκικου σοβινισμού και όντως το πραγματικό της κίνητρο δεν ήταν η προστασία των τουρκοκυπρίων, αλλά ακόμα και αυτή αποτελεί απάντηση στο πραξικόπημα -επέμβαση της χούντας Ιωαννίδη το οποίο ανέτρεψε το Μακάριο και είχε σαν στόχο την προσάρτηση του νησιού. Αξίζει επίσης εδώ να σημειωθεί ότι την πιο υστερική και αποφασιστική θέση υπέρ της εισβολής την είχε ο ισλαμοφασίστας Ερμπακάν και το κόμμα του που το 1974 συμμετείχε στην κυβέρνηση Ετζεβίτ.
Δ) Αντίθετα από ότι ισχυρίζονται οι ρωσόδουλοι και οι σοβινιστές ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δεν προσπάθησε ποτέ να οξύνει τις ενδοκυπριακές εθνοτικές, ούτε και τις ελληνοτουρκικές αντιθέσεις γιατί αυτές προκαλούσαν ένα χρόνιο και βαθύ πρόβλημα στη συνοχή του ΝΑΤΟ και διαρκείς κρίσεις στις διμερείς σχέσεις των ΗΠΑ με την Ελλάδα και την Τουρκία. Η ιμπεριαλιστική φύση των ΗΠΑ δεν εκδηλώνεται με την θέλησή της να οξύνει τις ελληνοτουρκικές αντιθέσεις, αλλά με το να επεμβαίνει ασταμάτητα στα εσωτερικά όλων των εμπλεκομένων χωρών και να επιδιώκει διαρκώς συμβιβασμούς ανάμεσα στον ελληνικό και τον τούρκικο σοβινισμό, καθησυχάζοντας και δίνοντας ανταλλάγματα μια στον ένα και μια στον άλλο προκειμένου να πετύχει οποιαδήποτε ειρήνη ακόμα και σε βάρος κάθε αρχής διεθνούς δικαίου και κάθε ανεξάρτητης ύπαρξης της Κύπρου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ήταν και οι λύσεις τύπου διπλής ένωσης που δοκίμασαν οι ΗΠΑ το 1964 και το 1967. Αυτής της φύσης, δηλαδή “ειρήνη χωρίς αρχές” ήταν πάντα και συνεχίζει να είναι και η δυτικοευρωπαϊκή επέμβαση στην Κύπρο.
Ε) Αντίθετα με την αμερικάνικη η Ρώσικη επέμβαση, (που για δεκαετίες πήρε τη μορφή της σοβιετικής επέμβασης), είχε από την αρχή σαν στόχο την όξυνση των ελληνοτουρκικών αντιθέσεων. Αυτή η όξυνση ήταν η μοναδική μέθοδος με την οποία η Ρωσία μπορούσε να ανατρέψει το στάτους κβο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και γενικότερα στα Βαλκάνια και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο και να οξύνει τις σχέσεις των ΗΠΑ με όλες τις χώρες της περιοχής. Η ρώσικη διπλωματία ερέθιζε πάντα τους δύο τοπικούς σοβινισμούς τον ελληνικό και τον τούρκικο στρέφοντας πάντα τη μια χώρα ενάντια στην άλλη και πλησιάζοντας πιο πολύ πότε τη μια και πότε την άλλη. Η μόνη φροντίδα της Ρωσίας ήταν να μην λυθεί ποτέ αυτός ο ανταγωνισμός με μια οριστική διχοτόμηση του νησιού ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία- τη λεγόμενη διπλή ένωση- πράγμα που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τους δυο σοβινισμούς και να σημάνει μια σχετική παύση του ανταγωνισμού τους. Γι’ αυτό η Ρωσία υποστήριζε πάντα μια πλασματική ενότητα και μια πλασματική ανεξαρτησία της Κύπρου ενάντια σε μια ανοιχτή διχοτόμηση και μια ανοιχτή διπλή ένωση. Η απόλυτη ρώσικη αρχή στο κυπριακό ήταν και είναι: “πάντα διάσπαση ποτέ χωρισμός, ούτε ειρήνη ούτε πόλεμος”. Δεν είναι τυχαίο που η πολιτική βάση κάθε μετέπειτα ανώμαλης “μη λύσης” στο κυπριακό και μάνα της σημερινής εκτρωματικής πρότασης του ΟΗΕ, η περίφημη “Διζωνική Ομοσπονδία”, είναι σοβιετική πρόταση του Γκρομύκο το 1965. Η Διζωνική σημαίνει για την Κύπρο μόνιμη διάσπαση και έχθρα, μόνιμο αδιέξοδο.
Όπως και σήμερα με την πρόταση Ανάν η Ρωσία αποφεύγει να εμφανίζεται διπλωματικά η ίδια, όπως κάνουν οι ΗΠΑ γιατί προτιμάει να λειτουργεί μέσω τρίτων ή πρακτόρων. Είναι λοιπόν η Ρωσία που τορπιλίζει το σχέδιο Άτσεσον σπρώχνοντας το Μακάριο σε αδιαλλαξία το 1964 και χρησιμοποιώντας τον προβοκάτορά της Α. Παπανδρέου για να εμποδίσει τον ελληνικό σοβινισμό να το δεχτεί. Είναι αποκλειστικά η Ρωσία που έσπρωξε τον τούρκικο σοβινισμό να μπει στην Κύπρο το 1974 και αυτό αποδεικνύεται από την ανοιχτή έκφραση υποστήριξης της τούρκικης εισβολής από τα πρακτορείο ΤΑΣ τον Ιούλη του 1974.
Είναι η Ρωσία που μέσω του Α. Παπανδρέου και του ΑΚΕΛ τορπίλισε το 1988 το σχέδιο Γκάλι που είχε αποδεχτεί ο Κυπριανού και ευρύτερα η κυπριακή αστική τάξη.
Το σχέδιο Ανάν, οι συγκεκριμένοι στόχοι και η τακτική της ρώσικης διπλωματίας
Η ίδια ιστορική σχέση ανάμεσα στην αμερικάνικη και στη ρωσική επέμβαση εκφράζεται σήμερα και με το σχέδιο Ανάν. Για τις ΗΠΑ το έκτρωμα αυτό είναι μια μέθοδος για να κλείσει το κυπριακό, δηλαδή για να κλείσει για πάντα η ελληνοτουρκική αντίθεση και να επανενωθεί το ΝΑΤΟ. Είναι επίσης ένας απαραίτητος όρος για να μην υπάρξει ρήγμα και να μην συνεχίζονται τα αδιέξοδα στις σχέσεις του Ευρωστρατού με το ΝΑΤΟ. Για τη Ρωσία το έκτρωμα είναι μια μέθοδος για να μείνει ανοιχτό το κυπριακό, για να συνεχίζει να δηλητηριάζει τις ελληνοτουρκικές και τις ενδονατοϊκές σχέσεις, για να οξύνει τις σχέσεις Ευρωστρατού και ΝΑΤΟ, δηλαδή Ε.Ε και ΗΠΑ, και, καινούργιο αυτό επίτευγμα της ρώσικης διπλωματίας, για να οξύνει τις αντιθέσεις μέσα στην ίδια την Τουρκία, και μέσα στην Ε. Ε.
Σε αντίθεση με όλα τα προηγούμενα σχέδια “επίλυσης” του κυπριακού από τον ΟΗΕ αυτό είναι το μόνο που εκφράζει τα ρώσικα συμφέροντα και όχι τα συμφέροντα της Δύσης γι’ αυτό είναι το μόνο από αυτά που γίνεται δεκτό και μάλιστα ενθουσιωδώς από την πασοκική διπλωματία και το ΑΚΕΛ. Όλες οι επιφυλάξεις που εκφράζουν οι ηγεσίες αυτών των δύο κομμάτων είναι για να έχουν διασφαλίσει τα νώτα τους στην περίπτωση μιας πετυχημένης εξέγερσης των σοβινιστών στην Ελλάδα και την Κύπρο. Αν κανείς αναρωτιέται που εκδηλώνεται η ανάμειξη της Ρωσίας σε αυτό το σχέδιο δεν έχει παρά να προσέξει το όνομά του. Δεν υπήρξε ποτέ ουδέτερος γενικός γραμματέας του ΟΗΕ. Αν μετά από δεκαετίες δυτικόφιλων γραμματέων ήρθε στην μεταψυχροπολεμική εποχή ένας τριτοκοσμικός και αρκετά φιλορώσος γραμματέας του ΟΗΕ, ο Μπούτρος Γκάλι, ο διάδοχός του, ο Κόφυ Ανάν, παιδί της αμερικανορωσικής συμμαχίας, είναι μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια της δράσης του και των λόγων του ένας πιστός υπηρέτης της διπλωματίας του Κρεμλίνου. Αν το σχέδιο έχει πάνω του και την σφραγίδα του Χάνεϋ, δηλαδή της Αγγλίας, είναι για να εκφράζεται και η Δύση σε αυτό, εννοείται η χειρότερη δυνατή Δύση, που εκπροσωπείται από μια Αγγλία η οποία χειρίζεται στην Κύπρο ένα από τα τελευταία υπολείμματα του αποικιοκρατικού και αυτοκρατορικού της παρελθόντος. Πραγματικά μόνο η αποικιοκρατική Αγγλία, μετά την τσαρική Ρωσία έχει τέτοια μακρά εξειδίκευση στην τέχνη της διάσπασης και του τεμαχισμού εθνών και κρατών.
Αλλά η διάσπαση της Κύπρου και ο χειρισμός των ελληνοτουρκικών αντιθέσεων είναι οι ελάχιστοι στόχοι της ρώσικης διπλωματίας στο κυπριακό. Το διπλωματικό περιεχόμενο και οι στόχοι του σχέδιου Ανάν είναι πελώριοι. Και μόνο τα πρώτα αποτελέσματα και οι χειρισμοί που ξεδιπλώνονται τώρα δα μπροστά μας προκαλούν ίλιγγο. Ας προσπαθήσουμε να τα βάλουμε σε μια τάξη.
Το σχέδιο έρχεται σε μια στιγμή που η πολιτική εισοδισμού της Ρωσίας στη Δύση έχει προχωρήσει παγκόσμια και τοπικά σε πρωτοφανή επίπεδα. Έχουμε μια Ρωσία στον προθάλαμο του ΝΑΤΟ, που μπορεί να επεμβαίνει ουσιαστικά στην στρατηγική και τακτική του. Έχουμε μια Αμερική που δεν προχωράει σε κανένα σημείο του πλανήτη δίχως την έγκριση της Ρωσίας και μια εσωτερικά παραλυμένη Ευρώπη που διπλωματικά και ενεργειακά είναι συμβιβασμένη και εξαρτημένη όσο ποτέ άλλοτε από τη Ρωσία. Από τοπική άποψη έχουμε μια Ρωσία που ενώ από χρόνια έχει κερδίσει την Ελλάδα, για πρώτη φορά, με τον ισλαμοφασίστα Ερντογκάν παίρνει και ένα κομμάτι εξουσίας στην Τουρκία. Την ίδια στιγμή η νεοτσαρική διπλωματία έχει εξασφαλίσει μέσω του πιο ισχυρού ΑΚΕΛ όλων των εποχών την πολιτική ηγεμονία στο νότο της Κύπρου ενώ έχει πετύχει, με την “ευρωπαϊκή” της γραμμή να διασπάσει και τον τουρκοκυπριακό βορρά, δηλαδή να αμφισβητήσει την ηγεμονία του τούρκου σοβινιστή Ντενκτάς μέσα στο δικό του έδαφος.
Αυτήν ακριβώς τη στιγμή έρχεται λοιπόν στην επιφάνεια ένα σχέδιο που θα έχει ένα βασικό αποτέλεσμα: να μεταφέρει το σύμπλεγμα Κύπρου, Ελλάδας, Τουρκίας στο εσωτερικό και μάλιστα στο κέντρο της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Ήδη η ελληνική διπλωματία, δηλαδή η Ρωσία, έχει καταφέρει από το 1999 με τη βοήθεια του Κλίντον τον άθλο να δεσμεύσει την τυφλή Ευρώπη να καταπιεί κάποια στιγμή την ωρολογιακή βόμβα που λέγεται Κύπρος. Με τη μισή Κύπρο μέσα της η Ε. Ένωση είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίζει και το ζήτημα της Τουρκίας αφού αυτή κρατάει στα χέρια της το υπόλοιπο μισό του νησιού. Παρά την πολιτική παραλυσία και την τύφλα της η Ε. Ένωση δεν θα δεχόταν να καταπιεί μια Νότια Κύπρο με έναν τρόπο που θα έστρεφε μόνιμα την Βόρεια Κύπρο και την Τουρκία ενάντια στην Ευρώπη. Δηλαδή δεν θα μπορούσε η Ε. Ε να καταπιεί την Κύπρο χωρίς σε έναν βαθμό να μπορεί αυτό να το αποδεχτεί η Τουρκία. Ακριβώς αυτό το πράγμα εξασφάλισε λίγο πριν το τέλος της θητείας του ο Κλίντον, δηλαδή μια υπόσχεση ότι μετά την Κύπρο θα μπει αργότερα και η Τουρκία στην Ευρώπη. Με αυτή την υπόσχεση η τούρκικη αστική τάξη, ιδιαίτερα η δυτικόφιλη κεμαλική, αποδέχτηκε την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Όμως η προγραμματισμένη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε σήμαινε μια μόνιμη κρίση για την Τουρκία, μια μόνιμη κρίση για το κεμαλικό ρεύμα και μια ώθηση στον ισλαμοφασισμό. Γιατί η ευρωπαϊκή πολιτική από τη μια δεν προχώρησε καθόλου τη διαδικασία της ένταξης της Τουρκίας και έτσι απογοήτευσε και υπονόμευσε πολιτικά τα πιο προοδευτικά φιλοευρωπαϊκά ρεύματα της Τουρκίας. Από την άλλη η Ε. Ε απαιτούσε διαρκώς από την Τουρκία να συμμορφώνεται στις απαιτήσεις της για φιλελεύθερες πολιτικές και οικονομικές αλλαγές. Αλλά επειδή δεν την βοηθούσε ταυτόχρονα ούτε στο πολιτικό, ούτε στο υλικό σκέλος, αυτές οι αλλαγές ήταν κατάλληλες μόνο για να αποκτήσουν πολιτικές ελευθερίες οι ισλαμοφασίστες και οι κούρδοι σοσιαλφασίστες και να τις εκμεταλλεύονται στη δημαγωγία τους ενάντια στα δυτικόφιλα ρεύματα που διαρκώς παράκμαζαν. Το αποτέλεσμα ήταν να έρθουν τελικά στην εξουσία οι ισλαμοφασίστες που στο μεταξύ είχαν εφαρμόσει την πετυχημένη ευρωπαϊκή συνταγή Α. Παπανδρέου- Σημίτη. Ξαφνικά δηλαδή το 1997 αυτοί οι οργισμένοι αντιδυτικοί, και φιλοϊρανοί φασίστες, παλιά και έμπειστα στελέχη του Ερμπακάν, που ανάμεσά τους υπήρχαν και αρκετά πρώην μ-λ σοσιαλφασιστικά στελέχη μετατράπηκαν ξαφνικά σε φανατικούς ευρωπαίους, ενώ μετρίασαν κάπως και τον αντιαμερικανισμό τους. Ένας από τους πιο φανατικούς ισλαμοφασίστες, ο Ερντογκάν μπήκε επικεφαλής αυτής της στροφής και έγινε δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης. Η βασική τους γραμμή ωστόσο, προνομιακές σχέσεις με το Ιράν και τη Ρωσία (σαν δίαυλο προς την Κασπία και την Κεντρική Ασία) δεν έχει αλλάξει. Η πολιτική τους είναι κοντολογής η ισλαμική Τουρκία “γέφυρα” Ευρώπης-Ασίας, όπως ακριβώς είναι η πολιτική των Σημίτη- Γ. Παπανδρέου εκείνη της ορθόδοξης Ελλάδας “γέφυρας” της Ε. Ε προς την Ανατολή. Οι “γέφυρες” είναι τα αγαπημένα τεχνικά έργα κάτω από τα οποία κρύβονται και ζουν όλοι οι κεντριστές, οι διπρόσωποι και οι καιροσκόποι πολιτικοί του κόσμου.
Όταν λοιπόν, σύμφωνα με το Ελσίνκι, ήρθε ή ώρα να δεχτεί η Ε. Ε στους κόλπους της την Κύπρο, απέναντι της δεν είχε την κεμαλική Τουρκία, αλλά τους μεταμφιεσμένους σε ευρωπαίους ισλαμοφασίστες. Τώρα, για να μην ταλαντευτεί η Ευρώπη στο μεγάλο της κυπριακό άλμα και να δεχτεί χωρίς όρους και επιφυλάξεις την ωρολογιακή βόμβα χρειαζόταν μια συμφωνία της Τουρκίας. Με μια τέτοια συμφωνία όμως όχι μόνο η ελληνορθόδοξη και ρωσόφιλη Κύπρος θα έμπαινε στην Ευρώπη, αλλά θα μπορούσε επίσης να γίνει δεκτή στην Ευρώπη και η χειρότερη δυνατή, δηλαδή η νέα ισλαμική Τουρκία.
Όμως αυτή η Τουρκία του Ερντογκάν, σαν ρωσόφιλη, ήταν και η πιο πρόθυμη από κάθε άλλη για να αποδεχτεί την ένταξη της Κύπρου. Και ήταν τώρα εκεί ντυμένη ευρωπαία. Ήταν επίσης και πιο έτοιμη από κάθε άλλον εκεί, την ίδια στιγμή, σμιλευμένη από πριν και για δεκαετίες η ιδανικότερη Ελλάδα με τον ρωσόδουλο Γ. Παπανδρέου στο υπουργείο εξωτερικών και τον Καραμανλή-Παπαρρήγα στην ηγεσία της ΝΔ. Ήταν τέλος, και το σημαντικότερο εκεί η ιδανικότερη Κύπρος με το πιο ισχυρό ΑΚΕΛ όλων των εποχών στην προεδρία της Βουλής, με έναν Κληρίδη που γέμισε την Κύπρο ρώσικα όπλα και ρώσική επιρροή και με τον πιο αδύναμο ελληνοκυπριακό σοβινισμό όλων των εποχών. Το μόνο που έλειπε ήταν ο καταλύτης που θα διοχέτευε όλο αυτό το τριπλό δηλητηριασμένο κοκτέιλ στην καρδιά της Ευρώπης. Αυτό ήταν το σχέδιο Ανάν που καθόλου μα καθόλου τυχαία ήρθε στο τραπέζι ακριβώς την ώρα του. Ήρθε λίγο πριν την κρίσιμη συνεδρίαση της Κοπενχάγης για την ένταξη της Κύπρου και κυρίως λίγο μετά την άνοδο του Ερντογκάν για να χρησιμεύσει σαν ένα πελώριο ποτήρι νερό με το οποίο η Ε.Ε μισοζαλισμένη έπρεπε με την ίδια γουλιά να καταπιεί όχι ένα αλλά δύο τρομερά χάπια, την Κύπρο και την Τουρκία. Δεν θέλει μεγάλη φαντασία για να καταλάβει κανείς τι σημαίνουν ταυτόχρονα μια διασπασμένη Κύπρος, μια ρωσόφιλη Ελλάδα και μια ισλαμική Τουρκία μέσα σε μια Ε. Ευρώπη που είναι ήδη μισοδιαλυμένη πολιτικά. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι μόνη η παρουσία μιας ρωσόφιλης Ελλάδας μέσα της ήταν ικανή να δημιουργήσει τόσα προβλήματα στην Ε. Ε όλα αυτά τα χρόνια, όπως μη αναγνώριση και εσωτερική διάσπαση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, διαρκή προβλήματα της Ε.Ε με την Τουρκία, αδυναμία του ευρωστρατού να λειτουργήσει, για να συλλάβει αυτό που περιμένει την Ε.Ε με την είσοδο μέσα της, της Κύπρου και της Τουρκίας. Αυτό που την περιμένει είναι ότι σχεδόν όλη την πολιτική ενέργεια της Ε.Ε θα την απορροφάνε τα προβλήματα και οι διαθέσεις αυτού του θορυβώδους ανατολικού σκέλους της και το βασικότερο ότι θα είναι η ρώσικη διπλωματία που μέσα από τους χειρισμούς αυτού του σκέλους θα ρυθμίζει την ευρωπαϊκή συνοχή και την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική.
Αυτός είναι ο λόγος που αυτή η μεγάλη στιγμή είχε προετοιμαστεί τόσο καλά και από τόσο πολύ καιρό. Όμως αυτό δε σήμαινε καθόλου ότι η επιχείρηση θα ήταν εύκολη γιατί σε τέτοιες στιγμές ένα λάθος, μια απρόβλεπτη αντίδραση θα μπορούσε να προκαλέσει κατάρρευση όλου του σχεδίου.
Κινητήριος μοχλός όλου του σχεδίου η ελληνική διπλωματία
Κατ’ αρχήν έπρεπε να λειτουργήσει σωστά ο κινητήριος μοχλός όλης της διαδικασίας, η ελληνική διπλωματία. Η Ρωσία ελέγχει απόλυτα μόνο αυτήν. Δηλαδή δεν ελέγχει ακόμα ούτε την κυπριακή, ούτε πολύ περισσότερο την τούρκικη που είναι στα χέρια των κεμαλιστών στρατηγών. Η ελληνική διπλωματία έχει δύο βασικά καθήκοντα. Το πρώτο είναι να μπει η Κύπρος χωρίς όρους και αμετάκλητα στην Ευρώπη, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν θα λύνεται στο μεταξύ το κυπριακό και ανεξάρτητα από το τι θα γίνεται ανάμεσα στην την Τουρκία και την Κύπρο, ή την Ε. Ε και την Τουρκία. Το δεύτερο είναι να βάλει πόδι μέσα στην Ε.Ε η νέα ισλαμική Τουρκία. Αλλά ακόμα και αν αυτό το δεύτερο δεν κατορθωθεί θα πρέπει η ελληνική διπλωματία να φανεί ότι είναι η μόνη που δεν ευθύνεται γι’ αυτό. Ότι δηλαδή η Ελλάδα έκανε ότι μπορούσε για να μπει η Τουρκία στην Ευρώπη, αλλά η ίδια η Ευρώπη, εκείνη που περιφρονεί τάχα την ορθόδοξη Ελλάδα, περιφρονεί και δεν δέχεται στους κόλπους της την ισλαμική Τουρκία. Αυτό είναι ακόμα πιο απαραίτητο στο βαθμό που αν γίνει σήμερα η ένταξη μόνο της μισής Κύπρου και η Τουρκία δεν πλησιάσει στην Ε. Ε , τότε κινδυνεύουν σε βάθος χρόνου να οξυνθούν ξανά οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και να ναυαγήσει η πολιτική Γ. Παπανδρέου, δηλαδή η πολιτική διείσδυσης και διάσπασης της Τουρκίας. Άλλωστε αυτό είναι και το πρόβλημα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν τώρα που δέχεται μέσα της τη νότια Κύπρο αφήσει απ’ έξω της την Τουρκία αναπόφευκτα οι ευρωτουρκικές σχέσεις θα οξυνθούν.
Για να πετύχει αυτούς τους στόχους η ελληνική διπλωματία θα πρέπει να είναι και μάλιστα να φαίνεται σαν ο πρώτος και μεγαλύτερος υπερασπιστής του σχεδίου Ανάν, και βέβαια θα πρέπει να είναι αυτή που θα το επιβάλει στις άλλες δύο πλευρές, την Κύπρο και την Τουρκία που περισσότερο διστάζουν να το αποδεχτούν.
Αυτό σημαίνει ότι το σχέδιο έπρεπε πρώτα απ’ όλα να περάσει στην ίδια την Ελλάδα. Αυτός είναι ο λόγος που έκανε τον Σημίτη να βγει πριν από τον καθένα και να το υποστηρίξει με ενθουσιασμό. Αυτή η κίνηση του στοίχισε κάπως γιατί τον εξέθεσε απέναντι στο σοβινισμό, αλλά ήταν απαραίτητη για να παραλύσει τις αντιστάσεις των διστακτικών και των ενδιάμεσων και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, και μάλιστα πιο πολύ μέσα στο ίδιο του το κόμμα. Επίσης ήταν σημαντική και από διπλωματική άποψη γιατί έπειθε την Ε.Ε για τις αγαθές προθέσεις της κυβέρνησης Σημίτη και έσερνε την κεμαλική Τουρκία στο να αποδεχτεί και αυτή το σχέδιο για να μην απομονωθεί. Δίπλα του σε αυτή την κρίσιμη στροφή ο Σημίτης είχε όπως πάντα και τον Καραμανλή. Αυτός δεν χρειάστηκε να είναι τόσο φανατικά υπέρ του σχεδίου, απλά να είναι υπέρ του για να δεσμευτεί με την κατ’ αρχήν αποδοχή του όλη η ΝΔ και να σταθεί δίπλα στο Σημίτη, χωρίς να προκληθούν έντονες αντιδράσεις από το σοβινιστικό ρεύμα μέσα της. Αν προσθέσει κανείς σε αυτήν την ομοφωνία και τον Κωσταντόπουλο καθώς και το δραστήριο τηλεοπτικά εισοδιστικό απόσπασμα του ΣΥΝ που λέγεται ΑΕΚΑ, μαζί και τα υπερεντατικά αντιεθνικιστικά μαθήματα της ΝΕΤ για το κυπριακό θα έχει την πρώτη εξήγηση της απροσδόκητης για πολλούς παράλυσης των σοβινιστών σε Ελλάδα και Κύπρο. Η βαθύτερη εξήγηση είναι ότι ο σοβινισμός ήταν καλός για να φέρει στην εξουσία όλα αυτά τα φιλόδοξα τρωκτικά του δημόσιου πλούτου που αποτελούν τον πολιτικό στρατό του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ, αλλά αυτά τα τρωκτικά δεν ταλαντεύονται ποτέ από ιδεολογικές λεπτομέρειες, όταν φανεί ποια είναι η νέα γραμμή της κομματικής διεύθυνσης. Έτσι έμειναν μόνοι τους να αντιστέκονται στον Ανάν στα δυο μεγάλα κόμματα κάποιοι σοβινιστές μισοχρεωκοπημένοι ή τουρκόφοβοι με χαρακτήρα, όπως ο Παπαθεμελής, ο Κρητικός, ο Πάγκαλος και ο Αρσένης από το ΠΑΣΟΚ ή ο Κύρτσος από τη ΝΔ. Πιο επικίνδυνος από όλους σαν διευθυντής εφημερίδας ήταν ο τελευταίος που γι’ αυτό το λόγο εκπαραθυρώθηκε από τον “Ελεύθερο Τύπο” σε χρόνο μηδέν. Στο σημείο αυτό ήταν αποφασιστική η μαχαιριά που έδωσε πισώπλατα στον κλασσικό σοβινισμό ο Χριστόδουλος, που απόδειξε εδώ ότι δεν είναι σοβινιστής αλλά ρωσόδουλος. Το μοναδικό πρόβλημα που θα μπορούσε να προκύψει με τους παραπάνω ήταν το να επιχειρήσουν να σχηματίσουν έναν νέο πολιτικό οργανισμό. Αυτός θα μπορούσε να διαταράξει την ισχύουσα τετρακομματική διάταξη και να προκαλέσει αργότερα στρατηγικά προβλήματα στη νέα καθεστωτική γραμμή. Ένας τέτοιος κίνδυνος ήταν ακόμα περισσότερο υπαρκτός καθώς ήταν ήδη διαθέσιμος και επιρρεπής για μια τέτοια συγκρότηση ο σοβινιστικός πυρήνας του ΔΗΚΚΙ. Αλλά γι’ αυτό το ενδεχόμενο είχε διαφυλαχθεί σε ένα ρόλο που του ταιριάζει το ψευτοΚΚΕ το οποίο ήδη έχει προσδέσει πίσω από το άρμα του και έχει εξαρτήσει σε μεγάλο βαθμό το ΔΗΚΚΙ. Στην προκειμένη περίπτωση το ψευτοΚΚΕ κράτησε τις πρώτες κρίσιμες ώρες και μέρες της εμφάνισης του σχεδίου Ανάν μια επιφυλακτική στάση.
Όταν έγινε σαφές ότι οι αντιστάσεις ήταν μικρές και ανίκανες να ανατρέψουν τη γενική κίνηση αποδοχής του σχεδίου το ψευτοΚΚΕ υιοθέτησε την τακτική της καταγγελίας του και μπήκε επικεφαλής του ανίσχυρου μετώπου που μάταια θα επιχειρούσε να το ανατρέψει. Με αυτή την τακτική το ψευτοΚΚΕ μπορούσε να ελέγξει πολιτικά, να μετριάσει και να καναλιζάρει στη ρώσικη στρατηγική όλο αυτό τον σοβινιστικό συρφετό. Η “πατριωτική κίνηση πολιτών” που κράχτης της και άμεσος οργανωτής της είναι ο Τσοβόλας βρίσκεται ακριβώς στη γραμμή του ψευτοΚΚΕ. Δεν είναι λοιπόν δύσκολο σε αυτό με εξέχοντα στελέχη του που μπήκαν γρήγορα στην “πατριωτική κίνηση” όπως ο Κολοζώφ, να την καθοδηγήσουν. Η γραμμή του ψευτοΚΚΕ θα είναι απ’ εδώ και πέρα κοινή για όλους τους “σκληρούς” σοβινιστές και εθνικιστές κάθε χώρας που εμπλέκεται στο πρόβλημα. Κάθε έγκλημα, κάθε αδικία, κάθε παράλυση και κάθε αδιέξοδο που θα προκαλεί το σχέδιο Ανάν, και βέβαια και η αθλιότητα του ίδιου του σχεδίου θα αποδίδεται στις ΗΠΑ, την Αγγλία και την Ε.Ε. Στη χώρα μας αυτές οι χώρες θα κατηγορούνται ανάμεσα στα άλλα και για το ότι ευνοούν δήθεν την δυτικόφιλη κεμαλική Τουρκία. Ποτέ αυτοί οι πολιτικοί απατεώνες δεν θα αναγνωρίσουν το απλό γεγονός ότι αυτό το σχέδιο είναι προϊόν του Συμβούλιου Ασφαλείας και ότι σαν τέτοιο ποτέ δεν θα έβλεπε το φως χωρίς την έγκριση της Ρωσίας. Άλλωστε και αν στριμωχθούν για να το παραδεχτούν θα απαντήσουν με το γνωστό τρόπο με τον οποίο έχει φροντίσει να καλύπτεται το αφεντικό τους από την εποχή της περεστρόικα. Η Κα Γκε Μπε έχει κατασκευάσει δυο Ρωσίες, την επίσημη Ρωσία του κάθε Πούτιν που χρεώνεται με όλες τις αχρειότητες επειδή είναι τάχα πουλημένη στη Δύση, και την πραγματική Ρωσία, τη Ρωσία της φαιοκόκκινης αντιπολίτευσης που παριστάνει πως βρίσκεται στο πλευρό των λαών και σαν τέτοια πάντα θέλει να συγκρούεται με τη Δύση, αλλά δυστυχώς εμποδίζεται από τους εκάστοτε Πούτιν. Για να είναι λοιπόν καλυμμένη για κάθε καταστροφή που απορρέει για τους λαούς από μια συνεργασία της με τη Δύση, όπως τώρα με τη “λύση” Ανάν, η Ρωσία κάθεται πάντα στη δεύτερη γραμμή και όποτε είναι για κακό στέκεται σαν η κακή “δυτική” Ρωσία. Αυτή η μέθοδος έχει δοκιμαστεί με υπέροχα αποτελέσματα στη Βοσνία, στη Σερβία, στη Δημοκρατία της Μακεδονίας και στο Αφγανιστάν. Εκεί η Ρωσία εισπράττει όλα τα καλά των επεμβάσεων, και βασικά την εξουσία, ενώ η Δύση εισπράττει κάθε κακό και την γενική κατακραυγή. Ένα κίνημα λοιπόν ενάντια στο σχέδιο Ανάν που θα έχει στην ηγεσία του το ψευτοΚΚΕ θα φροντίζει πάντα δύο πράγματα: πρώτο να μην γίνει ποτέ τόσο δυνατό ώστε να ανατρέψει το σχέδιο και να κινδυνεύσει ο συνολικός ρώσικος σχεδιασμός και δεύτερο όλη τη δυσαρέσκεια από την εφαρμογή του σχεδίου να την εισπράττει η Δύση.
Η πολυπρόσωπη τακτική των ρωσόφιλων στην Ελλάδα αποδείχτηκε ως τα σήμερα αποτελεσματική και έτσι η Ελλάδα έχει παίξει πολύ καλά τον καίριο ρόλο της ατμομηχανής του συνολικού προτσές που της έχει αναθέσει η ρωσική διπλωματία.
Ο αδύνατος κρίκος του σχεδίου η ίδια η Κύπρος
Κατ’ αρχήν η λίγο πολύ συμπαγής στάση των ελληνικού πολιτικού κόσμου υπέρ του σχεδίου Ανάν παρέλυσε τις ελληνοκυπριακές αντιστάσεις που στην συγκεκριμένη περίπτωση μπορούσαν να ανατινάξουν όλο τον διεθνή πολιτικό σχεδιασμό. Γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση η ελληνοκυπριακή πλευρά θα είναι ο πρώτος και μεγαλύτερος ζημιωμένος του σχεδίου. Και δεν αναφερόμαστε εδώ τόσο στον ελληνικό σοβινισμό στο νησί που χάνει για πάντα την ελπίδα μιας ελληνικής Κύπρου, όσο στα άμεσα και στοιχειώδη πολιτικά και υλικά συμφέροντα του συνόλου σχεδόν του ελληνοκυπριακού πληθυσμού. Από τα γκάλοπ και από όλες τις ανταποκρίσεις από την Κύπρο που έχουν έρθει σε γνώση μας, βγαίνει το συμπέρασμα ότι η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού φοβάται αυτή τη “λύση”. Και, όπως εξηγήσαμε, με το δίκιο της, αφού με την εφαρμογή αυτού του σχεδίου ο σημερινός πλούσιος νότος του νησιού θα πάψει να έχει τον απόλυτο πολιτικό έλεγχο του κομματιού στο οποίο ζει την ώρα που θα χρειάζεται να ενσωματώνει μέσα του ένα άλλο κρατίδιο, εχθρικό ως χθες, και ταυτόχρονα να ενσωματώνεται από αυτό. Και όλα αυτά ταυτόχρονα με την ένταξη αυτού του αβέβαιου συνόλου σε ένα άλλο πολυεθνικό οργανισμό, όπως είναι η Ε.Ε και με πέντε έξη χώρες (Ελλάδα, Τουρκία, Αγγλία, ΗΠΑ και Ρωσία) να διαχειρίζονται, συγκρουόμενες μεταξύ τους, όλη αυτή τη ρευστότητα. Μπορεί λίγοι Κύπριοι να φαντάζονται τι ακριβώς τους περιμένει, αλλά ο καθένας καταλαβαίνει ότι πρόκειται τουλάχιστον για μια αιώρηση της χώρας τους στην κυβική δύναμη. Μόνο κάτω από την ελληνική πίεση, και βεβαίως με τη συμφωνία του ΑΚΕΛ στάθηκε δυνατόν στον Κληρίδη, και το ΔΗΚΟ να πούνε με την άκρη των χειλιών τους το αρχικό ναι στο σχέδιο. Ο αληθινός τους τρόμος ήταν το κέντρο του σοβινισμού, η κυπριακή εκκλησία που θα μπορούσε να ηγηθεί όλης αυτής της δυσαρέσκειας. Για να μετριάσει τέτοιες αντιδράσεις το σχέδιο Ανάν έκανε ότι κάνουν όλοι οι ιμπεριαλιστές όταν θέλουν να ταλαντεύσουν σοβινιστές: προσέφερε στο νότο λίγη παραπάνω γη. Δηλαδή περιόριζε στο 28,5% το έδαφος της βόρειας Κύπρου και παραχώρησε στο νότο τη Μόρφου.
Αλλά το κόλπο δεν έπιασε. Ποιος θα δεχόταν λίγο έδαφος με αντάλλαγμα τη συνταγματική διάλυση, δηλαδή την απώλεια κάθε κυριαρχίας. Οι παπάδες έχουν πολλά ελαττώματα, αλλά τουλάχιστον είναι εγγράμματοι. Έτσι η εκκλησία της Κύπρου δεν πείστηκε από το σχέδιο. Όμως, προφανώς όχι τυχαία, στεκόταν εκεί αμήχανη και αποδυναμωμένη από εσωτερικές διενέξεις, δεν είχε Αρχιεπίσκοπο και το κυριότερο βρέθηκε την κρίσιμη στιγμή χωρίς στήριξη από την μητέρα εκκλησία του “εθνικού κέντρου”. Εδώ φαίνεται πόσο καίριος ήταν ο ρόλος του Χριστόδουλου και ακόμα πόσο πιο καίρια η μεγάλη επίθεση της κυβέρνησης Σημίτη πριν ενάμιση χρόνο στους σοβινιστές της ελληνικής εκκλησίας που έχουν επικεφαλής τους την ομάδα του Καλλίνικου. Μόλις τώρα απέδειξε την αναγκαιότητά της η “μάχη των ταυτοτήτων” και πόσο απαραίτητη ήτανε για τους ρωσόδουλους μια ταπεινωτική ήττα των σοβινιστών της εκκλησίας. Εννοείται ότι ο Χριστόδουλος δεν θα άφηνε ποτέ τον εαυτό του να μείνει εκτεθειμένος και να καταγγελθεί από την κυπριακή εκκλησία και τον Καλλίνικο σαν εθνικός μειοδότης. Κανόνισε λοιπόν να μιλήσει με δυο γλώσσες, όπως συνηθίζει κάθε αδίστακτος καιροσκόπος. Aρχικά λοιπόν απέσπασε από την Ιερά Σύνοδο μια απόφαση υπέρ του σχεδίου Ανάν, δηλαδή υπέρ του ουσιαστικού σε αυτή τη φάση που είναι η αποδοχή του σχεδίου σα βάση για συζήτηση. Αυτή η απόφαση ήταν μεσοβέζικα και εξαιρετικά αντιφατικά διατυπωμένη (Ελευθεροτυπία, 21 Νοέμβρη), αλλά ήταν αρκετά σαφής για να κόψει τα πόδια της Ιεράς Συνόδου της “Μεγαλονήσου” της οποίας μάλιστα δύο αντιπρόσωποι, συμμετείχαν στη συνεδρίαση της ελληνικής Ιεράς Συνόδου. Την επόμενη μέρα ο μητροπολίτης Πάφου Χρυσόστομος που εκτελεί χρέη προσωρινού Αρχιεπισκόπου, προφανώς απογοητευμένος από τον Χριστόδουλο έκανε την εξής καταπληκτική ευχή: “να εμμείνει ο Ντενκτάς στην αδιαλλαξία του, ώστε να μπορέσει να σωθεί ο κυπριακός Ελληνισμός. Επανέλαβε ότι το σχέδιο Ανάν αντίκειται σε κάθε έννοια δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν θα καταστεί λειτουργικό” (Ελευθεροτυπία, 22 Νοέμβρη). Αυτή η τοποθέτηση δείχνει ότι το σχέδιο Ανάν είναι ο μόνος δρόμος για να ενωθούν οι δύο πλευρές του νησιού, δηλαδή να το πολεμήσουν από κοινού. Αυτή η τοποθέτηση του κύπριου παπά έκφραζε μια τόσο επικίνδυνη ροπή των πνευμάτων που ανάγκασε τον Χριστόδουλο να κατέβει λίγες μέρες μετά στο νησί και να βγάλει έναν νέο λόγο, αυτή τη φορά ενάντια στο σχέδιο. Αλλά η απόφαση της Ελληνικής Ιεράς Συνόδου δεν άλλαξε. (Τέτοιες τούμπες χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα είχε αναγκαστεί να κάνει και ο ρωσόφιλος σοβινιστής του ΔΗΚΟ Τάσος Παπαδόπουλος, ενώ ένα μέρος του ΑΚΕΛ ανέλαβε να παίξει στην Κύπρο το εκτονωτικό παιχνίδι της “αδιαλλαξίας” που έπαιζε το ψευτοΚΚΕ στην Ελλάδα). Προφανώς ο Χριστόδουλος δραπέτευσε από την απόφαση της Ι. Συνόδου αφήνοντας την ευθύνη της “μειοδοσίας” σε άλλους παπάδες και βέβαια στη “δυτική” κυβέρνηση Σημίτη. Αυτή είχε φροντίσει με τον Γ. Παπανδρέου να ενημερώσει επιδεικτικά τον Χριστόδουλο πριν την συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, ώστε και να πιέσει την Ιερά Σύνοδο και να εμφανίσει τον Χριστόδουλο ως “υποχωρούντα σε κρατικές πιέσεις” και έτσι να τον καλύψει.
Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ύστερα από αυτές τις πιέσεις έσπασε ο βασικός αδύναμος κρίκος της όλης επιχείρησης που ήταν οι ελληνοκυπριακές αντιστάσεις. Από την ώρα που η κυβέρνηση Κληρίδη, και μαζί του τα υπόλοιπα κόμματα στο εθνικό συμβούλιο της Κύπρου, συμφώνησαν να δεχτούν το σχέδιο Ανάν σαν βάση συζήτησης, όλο το νησί είχε πιαστεί στο δόκανο και μαζί με αυτό η Τουρκία. Γιατί αν δεν ήταν θετική η απάντηση του Ντενκτάς και της Τουρκίας, τότε η Βόρεια Κύπρος και η Τουρκία θα μένανε έξω από την Ε. Ε, χωρίς να έχουν το επιχείρημα ότι ήτανε η Ε. Ε που έφταιγε γι’ αυτό. Αφού δηλαδή η νότια Κύπρος συμφωνούσε με μια λύση που υποτίθεται ένωνε το νησί δεν θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει την Ε.Ε ότι ένταξε στο εσωτερικό της μόνο αυτήν. Άρα η βόρεια Κύπρος ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει αν δεν ήθελε να έρθει τελικά σε απομόνωση από την Ε.Ε. Αλλά απομόνωση της βόρειας Κύπρου σημαίνει αυτόματα απομόνωση της Τουρκίας από την Ε.Ε, αφού η σημερινή βόρεια Κύπρος είναι ένα πολιτικό και στρατιωτικό προτεκτοράτο της Τουρκίας. Μια τέτοια απομόνωση θα είχε ένα άμεσο και συντριπτικό αρνητικό αποτέλεσμα πάνω σε αυτό που αποτελεί τον πρώτο στρατηγικό στόχο της τούρκικης αστικής τάξης: την ένταξη στην Ε.Ε. Αυτό σήμαινε ότι όσες ευχές και να έκανε ο μητροπολίτης της Πάφου για να είναι αδιάλλακτος ο Ντενκτάς, αυτός μετά το “ναι” του Κληρίδη δεν θα μπορούσε να είναι. Αλλά και αν κάτω από άλλες περιστάσεις θα μπορούσαν οι τούρκοι στρατηγοί, που εκπροσωπεί ο Ντενκτάς, να τηρήσουν μια αδιάλλακτη στάση για να εκβιάσουν αυτοί την Ε.Ε την οποία πάντα φοβίζει μια ρήξη με την Τουρκία, δεν θα μπορούσαν τώρα με κυβέρνηση Ερντογκάν. Αυτός μιλώντας παράλληλα και στο ίδιο μήκος κύματος με το Σημίτη βρήκε το έκτρωμα θετικό και εξέθεσε στα μάτια της Ε. Ε τους κεμαλιστές για τους οποίους έγινε αδύνατος στη συνέχεια οποιοσδήποτε σκληρός ελιγμός. Στη συνέχεια ο Ερντογκάν άλλαξε την αρχική του τοποθέτηση, αλλά τη ζημιά την είχε κάνει. Ο Ντενκτάς έκανε ότι μπορούσε για να αναβάλει την απάντησή του στο σχέδιο περιμένοντας και αυτός τις ελληνοκυπριακές αντιδράσεις. Αλλά αυτές δεν μπορούσαν να αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων, πόσο μάλλον που στη βόρεια Κύπρο είχε δυναμώσει στη βάση του πληθυσμού η θέση υπέρ του “ναι”. Ασφαλώς ούτε το ρεύμα Ερντογκάν, ούτε η δραστηριότητα των φιλορώσων του νότου είναι άσχετη με την σχετική δημοτικότητα αυτής της θέσης. Όμως είναι επίσης γεγονός ότι οι συνθήκες της πολιτικής εξάρτησης και της πολιτικής καταπίεσης από την Τουρκία, καθώς και η οικονομική παρακμή που οφείλεται στον διεθνή αποκλεισμό αυτού του κομματιού του νησιού, οδηγεί μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού εκεί να αναζητήσει μια σωτηρία στην ένωση με τον πλούσιο νότο και με την Ευρώπη. Αυτό το ρεύμα εκθέτει ακόμα περισσότερο την Τουρκία στα μάτια της Δύσης, αν αποτολμούσε να δείξει αδιαλλαξία. Έτσι τελικά αναγκάστηκαν Ντενκτάς και Τουρκία να απαντήσουν και αυτοί με ένα “ναι” στο σχέδιο Ανάν σα βάση συζ’ήτησης, ένα “ναι” είναι αλήθεια διφορούμενο και με όρους, αλλά πάντως ένα “ναι”.
Η μεγάλη κατάποση
Ύστερα από αυτό το δεύτερο καίριο “ναι” ήρθε η ώρα της Ε.Ε για τη δικιά της μεγάλη κίνηση, που είναι και ο κεντρικός στόχος όλου του σχεδίου. Έπρεπε τώρα η Ε.Ε να δεχτεί χωρίς όρους στους κόλπους της τη διασπασμένη Κύπρο και να δεσμευτεί ταυτόχρονα ότι θα δεχτεί να ξεκινήσει σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία ενταξιακές διαπραγματεύσεις για την Τουρκία. Αυτό είναι το νόημα των διατυπώσεων του τύπου “ένταξη χωρίς ουρές και υποσημειώσεις” που επαναλαμβάνουν σαν μηχανάκια οι ρωσόδουλοι για την Κύπρο, και το “ημερομηνία για μια ημερομηνία” που έχει καθιερωθεί για την Τουρκία. Από τα δύο αυτά χάπια το βασικό είναι το πρώτο. Αν η Ε.Ε καταπιεί το πρώτο ολόκληρο είναι αδύνατο να αποφύγει να καταπιεί και το δεύτερο. Ακόμα και αν δεν το καταπιεί στην Κοπεγχάγη θα το καταπιεί οπωσδήποτε στην Αθήνα το 2003. Γιατί ένταξη της Κύπρου χωρίς όρους σημαίνει : ένταξη χωρίς λύση του κυπριακού, δηλαδή ένταξη της μισής Κύπρου σε σύγκρουση με την άλλη μισή, δηλαδή είσοδος στην Ε.Ε μιας θεσμοποιημένης σύγκρουσης με την Τουρκία και μιας διεθνούς κρίσης. Απέναντι σε αυτή την διαρκή κρίση η Ε.Ε έχει δύο διεξόδους: ή να αναστείλει την ένταξη της Κύπρου ή να διαλέξει τη μεγαλύτερη καταστροφή να αρχίσει να εντάσσει και την Τουρκία. Κανονικά πρέπει να κάνει το πρώτο. Αλλά για να εμποδίσει αυτή τη διέξοδο είναι εδώ η Ελλάδα του Σημίτη που εκβιάζει την Ε.Ε με ένα καίριο βέτο, ότι αν δηλαδή δεν καταπιεί αμάσητη την Κύπρο τότε η Ελλάδα δεν θα επιτρέψει την διεύρυνση της Ε.Έ με τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Αλλά γυμνή η βία δεν είναι ποτέ ασφαλής, γι’ αυτό χρειάζεται και το πρόσχημά της βίας. Ο Σημίτης λεει στην Ε.Ε: Κύριοι η Ελλάδα, η Κύπρος και η Τουρκία δέχονται να συζητήσουν το σχέδιο Ανάν. Ειδικά η Ελλάδα και η Κύπρος κάνουν θυσίες γι’ αυτό, εσείς λοιπόν γιατί δεν δεχόσαστε τουλάχιστον την Κύπρο; Λυπούμεθα αλλά θα υποστείτε το βέτο μας.
Για να αντισταθεί σε αυτό το βέτο η Ε.Ε πρέπει να είναι ενωμένη, όπως πρέπει να είναι ενωμένες ενάντια στην Ελλάδα και να την θεωρήσουν υπεύθυνη για τον αποκλεισμό τους στην περίπτωση του βέτο οι 9 προς ένταξη χώρες πλην της Κύπρου. Ολόκληρη η προσοχή της ελληνικής διπλωματίας τα τελευταία χρόνια είναι προσανατολισμένη στο να διασπάσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο μέτωπο. Αυτό είναι το νόημα όλων των φαινομενικά ανεξήγητων αλλεπάλληλων ταξιδιών και συναντήσεων του Σημίτη με τους ηγέτες όχι μόνο των μεγάλων χωρών της Ένωσης, αλλά και των μικρών για τις οποίες αυτό το καθεστώς ποτέ δεν έδειξε πολιτικό ενδιαφέρον ή συμπάθεια. Είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις της Σλοβενίας, της Ουγγαρίας της Σλοβακίας, η μικρών χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας σαν την Πορτογαλία. Στον καθένα υπόσχονται κάτι και κάποιο αντάλλαγμα προσφέρουν για ένα “ναι” στην ένταξη της Κύπρου.
Παρ’ όλα αυτά οι αντιρρήσεις για την άνευ όρων ένταξη της Κύπρου υπάρχουν και πρέπει να είναι έντονες. Άλλωστε δεν έχουν κρυφτεί οι έντονες αντιρρήσεις της Ολλανδίας ή της Δανίας και η ελληνική διπλωματία πάντα φοβάται μήπως πίσω από αυτούς τους δυο μικρούς είναι κρυμμένοι και κάποιοι πιο μεγάλοι, ιδιαίτερα η Γαλλία και η Αγγλία που από όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες είναι εκείνες που περισσότερο δρουν και σκέφτονται με όρους παγκόσμιας πολιτικής. Για να καμφθούν τέτοιου είδους αντιστάσεις χρησιμοποιείται ένα εργαλείο που την τρομακτική του διπλωματική αποτελεσματικότητα την δίδαξε πρώτος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Πρόκειται για τις στρατιωτικές παραγγελίες για τις οποίες οι αρχηγοί όλων των μεγάλων κρατών που παράγουν όπλα έχουν γίνει οι πιο αποτελεσματικοί πλασιέδες. Όταν 15 μέρες πριν από την κρίσιμη συνεδρίαση στην Κοπεγχάγη το ΚΥΣΕΑ, δηλαδή η κυβέρνηση, αποφασίσει να αγοράσει από την Γαλλία, την Αγγλία, την Γερμανία και την Ολλανδία όπλα συνολικής αξίας 1,5 δισεκατομμυρίων Ευρώ ξέρει καλά ότι θα κάνει πολλούς από τους τελευταίους να δουν πιο αισιόδοξα την κατάποση της Κύπρου. Αν δεν το κάνουν τότε το συμβόλαιο πώλησης δεν θα υπογραφεί γιατί τίποτα δεν υποχρεώνει το ΚΥΣΕΑ να επιμείνει στην απόφασή του, ιδιαίτερα αν πρόκειται για το ύψιστο εθνικό συμφέρον το οποίο τώρα είναι η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε, και μάλιστα άνευ όρων. Αυτός είναι λοιπόν ένας δεύτερος ελληνικός εκβιασμός και δελεασμός για τις τελευταίες κρίσιμες μέρες.
Έτσι οι έλληνες σοσιαλφασίστες, υπονομευτές της Ευρωπαϊκής ενότητας αντιμετωπίζουν με κάποια ανησυχία, αλλά και αισιοδοξία το ευρωπαϊκό συμβούλιο της Κοπεγχάγης.
Δεν είναι τυχαίο πάντως το γεγονός ότι όσο εξελίσσονται θετικά γι’ αυτούς τα πράγματα με την ένταξη της Κύπρου τόσο εξελίσσονται θετικά και σχετικά με την ένταξη της Τουρκίας. Είναι γεγονός ότι από τα δυο αυτά ζητήματα το δεύτερο είναι που συζητιέται περισσότερο ανοιχτά και περισσότερο έντονα στους κόλπους της Ε.Ε προφανώς επειδή όλοι φοβούνται να συζητήσουν το αληθινό πρόβλημα που είναι η ένταξη της Κύπρου για να μην εμπλακούν σε μια διένεξη με την Ελλάδα, οπότε το πρόβλημα θα γίνει ενδοευρωπαϊκό. Αλλά το ότι αυτή η συζήτηση άναψε μόλις πρόσφατα είναι ακριβώς επειδή λόγω του κυπριακού μπήκε με ορμή το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας. Τώρα λοιπόν πετάχτηκε ο Ζισκάρ ντ Εστέν επικεφαλής του οργανισμού που ετοιμάζει το ευρωπαϊκό σύνταγμα (Συνθήκη για το μέλλον της Ευρώπης) για να πει ότι η είσοδος της Τουρκίας θα σήμαινε “το τέλος της Ευρώπης”. (Συνέντευξη στην Μοντ, 9 του Νοέμβρη). Μέχρι εκείνη τη στιγμή η παράλυτη Ευρώπη πίστευε ότι το ζήτημα δεν θα έμπαινε ποτέ. Έτσι ενώ αρνιόταν κάθε τόσο στους κεμαλιστές την είσοδο, δείχνοντας πραγματική περιφρόνηση στην πιο δυτική πλευρά της Τουρκίας που προσπαθεί με πάθος να εφαρμόσει τους όρους της ένταξης και δείχνοντας τόση ασυνέπεια στις υποσχέσεις της, τώρα βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε μια Τουρκία του Ερντογκάν να χτυπάει δυνατά την πόρτα της, όχι απλά για να την ανοίξει αλλά για να την σπάσει. Έτσι λοιπόν, για την ευκολία τους και την μανία τους, μανία όλων των αστών να ξεσπάνε στους πιο αδύναμους κάθε φορά, αρχίσανε να συζητάνε το πρόβλημα ανάποδα με αποτέλεσμα να γίνονται απωθητικοί στην Τουρκία, δηλαδή στην πλευρά που ως χθες πίστεψε σε αυτούς περισσότερο. Από την άλλη η Ελλάδα, η πλευρά που τους υπονομεύει και που για τόσες δεκαετίες τους έκοβε την ενότητα με την Τουρκία, σηκώνει τώρα δίπλα στην Τουρκία την σημαία της ένταξης της και γίνεται έτσι στα μάτια της ο μεγαλύτερος φίλος και προστάτης της.
Αλλά δεν είναι μόνο η Τουρκία και η Ελλάδα που πιέζουν για την ένταξη της Τουρκίας. Έχει μπει στο παιχνίδι με περισσό πάθος ως συνήθως όταν πρόκειται για να υπονομεύσει τα ίδια τα στρατηγικά της συμφέροντα η ηλιθιωδέστερη ηγεσία που είχε ποτέ μια υπερδύναμη. Η προεδρία Μπους αφοσιωμένη όσο κανείς άλλος στο σχέδιο Ανάν και στη συμμαχία με τη Ρωσία προσπαθεί να πείσει την Ε.Ε να δεχτεί μέσα της την Τουρκία. Η στρατηγική αρχή των ΗΠΑ ήταν πάντα η ενότητα της Ε.Ε με την Τουρκία. Σωστή αρχή, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με την ένταξη της Τουρκίας μέσα στην Ευρώπη κάτω από όρους που θα οξύνουν διαρκώς τις ευρωτουρκικές σχέσεις και όπως είπαμε θα αποσυνθέτουν την ίδια την Ευρώπη. Αλλά υπάρχει μια επιπλέον αιτία που κάνει τις ΗΠΑ να πιέζουν αφόρητα και να βιάζονται να βάλουν την Τουρκία μέσα στην Ε.Ε. Θέλουν να πείσουν την Τουρκία να μπει στο πλευρό τους στον πόλεμο ενάντια στο Ιράκ και αυτή, και σωστά, ως τώρα αντιστέκεται. Η ένταξη στην Ε.Ε είναι το αντάλλαγμα που πρέπει να πληρώσουν οι ΗΠΑ στην Τουρκία για να ελπίζουν να την σύρουν στον πόλεμο. Αυτή είναι διπλωματία: Να πιέζεις την Τουρκία να αποδεχτεί ένα σχέδιο που κάνει τη Ρωσία ηγεμόνα στην Κύπρο και το Αιγαίο, να πιέζεις την Ευρώπη να χώσει αυτόν τον ηγεμόνα στα σπλάχνα της και να κάνεις ότι μπορείς για να παραδώσεις το Ιράκ και όλο τον κόλπο μια ώρα αρχύτερα στο Κρεμλίνο.
Αυτή είναι η ιμπεριαλιστική παρακμή. Στη βάση της βρίσκεται η κοινότητα ιδεολογίας και σε ένα βαθμό συμφερόντων ανάμεσα στους δυτικούς ιμπεριαλιστές και τους ανατολικούς φασίστες σοσιαλιμπεριαλιστές. Η κοινή εκμεταλλευτική τους φύση και ο κοινός τους φόβος απέναντι στους λαούς, ιδιαίτερα απέναντι στους λαούς του τρίτου κόσμου, δίνει στους σοσιαλιμπεριαλιστές την δυνατότητα να γίνονται οι επίσημοι διαχειριστές όλων αυτών των αντιθέσεων γιατί στα δικά τους σπλάχνα αυτές οι αντιθέσεις έχουν την μεγαλύτερη ένταση, και γιατί αυτοί έχουν έρθει στην εξουσία σαν ειδικοί στην κατάπνιξη επαναστάσεων.
Μπορεί ένα δημοκρατικό κίνημα να εκμεταλλευτεί τις αντιθέσεις, αντιθέσεις που σε μακροπρόθεσμη βάση θα οξύνονται, ανάμεσα στους δυτικούς και τους ανατολικούς ιμπεριαλιστές, αλλά δεν μπορεί να στηρίζεται σε αυτές. Πρέπει να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις και στις δικές του αρχές. Στην προκειμένη περίπτωση, στο κυπριακό, μόνο ένα δημοκρατικό κίνημα των λαών, της Ελλάδας, της Κύπρου και της Τουρκίας μπορεί να υιοθετήσει μια στάση αρχής και να καταδικάσει το σχέδιο Ανάν. Φαινομενικά δείχνουν και οι σοβινιστές σε όλες αυτές τις χώρες να είναι σε θέση να κάνουν το ίδιο. Όμως δεν μπορούν να είναι συνεπείς σε αυτή τη θέση και αναγκάζονται είτε να την εγκαταλείψουν είτε να γίνουν εντελώς άδικοι και να απομονωθούν. Οι Τούρκοι σοβινιστές καταδικάζουν το σχέδιο αλλά θέλουν την Τουρκία μέσα στην Ε.Ε την ώρα που έχουν προσαρτήσει έδαφος μιας τρίτης χώρας. Οι Έλληνες σοβινιστές καταδικάζουν το σχέδιο, αλλά θέλουν την ένταξη της Κύπρου, δηλαδή να μεταφέρουν στο κέντρο της Ευρώπης, δίχως έμπρακτη αυτοκριτική, τις παλιές αμαρτίες τους. Αλλά αυτή η απαίτησή τους δεν στέκει ούτε από την άποψη του πολιτικού ρεαλισμού. Αυτός είναι λόγος για τον οποίο αυτοί κατατροπώθηκαν στην ΚΕ του ΠΑΣΟΚ πριν μερικές μέρες. Ήδη ο πιο έξυπνος από τους αντιπάλους του σχεδίου, ο Πάγκαλος αναγκάστηκε να δηλώσει εν όψει της Κοπεγχάγης ότι δεν πρέπει η Ελλάδα να απορρίψει το σχέδιο. Εννοούσε ότι έπρεπε η Ελλάδα να κάνει την απατεωνιά να βάλει πρώτα την Κύπρο μέσα και μετά να καταγγείλει το σχέδιο. Η ίδια απατεωνίστικη διάθεση παραλύει και όλη τη νότια Κύπρο απέναντι στο σχέδιο. Αλλά με τέτοιες απάτες μικρομεσαίων δεν γίνεται διεθνής διπλωματία. Παίρνω την Ε.Ε, αλλά αφήνω τον Ανάν δεν γίνεται. Η μόνη αστική θέση που έχει κάποια συνέπεια είναι η θέση του Μάνου για διχοτόμηση και ένταξη της νότιας Κύπρου. Αλλά αυτή δικαιώνει ιστορικά και τον ελληνικό και τον τούρκικο σοβινισμό, νομιμοποιεί την πολιτική των εθνοκαθάρσεων και από την άποψη του πολιτικού ρεαλισμού καταρρέει σαν ευρωπαϊκή θέση μπροστά στο πρόβλημα της Τούρκικης ένταξης.
Αν σήμερα η ΟΑΚΚΕ είναι σε θέση να εκφράσει μια σαφή και πειστική θέση ενάντια στο σχέδιο Ανάν είναι γιατί από την πρώτη στιγμή που άρχισε να γίνεται λόγος για την είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε, από το 1995, αποκάλυψε και κατήγγειλε τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε για όλους τους λαούς της περιοχής και πιο πολύ για τους ευρωπαϊκούς, μια τέτοια εξέλιξη. Αυτή είναι μια τοποθέτηση που δεν μπορεί να την κάνει κανείς εθνικιστής. Γιατί φαίνεται σήμερα στα μάτια του και στα μάτια των ίδιων των κατοίκων της νότιας Κύπρου, ότι αφού το νότιο κομμάτι του νησιού λειτουργεί αυτόνομα και αφού έχει δημοκρατία και ψηλά οικονομικά στάνταρ, δικαιούται να μπει στην Ε.Ε. Όμως αυτό είναι το μερικό και το μερικό είναι πάντα φαινομενικό. Ένα κομμένο χέρι δεν είναι χέρι γιατί δεν είναι ζωντανό. Κανείς δεν θα μπορεί να δει την νότια Κύπρο αν δεν τη δει σε σχέση με την Ελλάδα και σε σχέση με το βόρειο κομμάτι της. Η σημερινή αθλιότητα του λαού της βόρειας Κύπρου δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της τουρκικής βίας, αλλά ακόμα περισσότερο και πολύ πιο πριν από αυτήν είναι προϊόν της ελληνικής και ελληνοκυπριακής βίας. Αν ο νότος είναι πιο πλούσιος από το βορά δεν είναι μόνο χάρη στο αναμφισβήτητα ψηλότερο μορφωτικό του επίπεδο και τον πιο ανοιχτό στον έξω κόσμο χαραχτήρα του, είναι και επειδή δέχτηκε τεράστια κεφάλαια από το ονομαζόμενο εθνικό κέντρο, δηλαδή από τον παράγοντα που καταπίεσε το βορά και διέσπασε εθνοτικά το νησί, είναι και σε ένα μέρος επειδή δέχτηκε να γίνει βάση ενός εξαιρετικά βρώμικού χρηματιστικού κεφάλαιου που είναι εκείνων των ρώσικων οφ-σορ εταιρειών. Το πιο βασικό ωστόσο είναι ότι η δημοκρατία της είναι δημοκρατία που οικοδομήθηκε και εξακολουθεί να είναι δομημένη πάνω στην εθνική υπεροχή και ακόμα περισσότερο πάνω στο εθνικό απαρτχάιντ και την εθνοκάθαρση. Σαν τέτοια η κυπριακή δημοκρατία εκφράζεται εξωτερικά με μια φωνή που ανήκει στην μεγάλη διεθνή χορωδία του φασισμού και της φρίκης. Με τους σέρβους σφαγείς ενάντια στη Βοσνία και στο Κόσσοβο, με τη Ρωσία ενάντια στην Τσετσενία και με τους ισλαμοφασίστες ενάντια στο Ισραήλ και τη Δύση. Εκεί χτυπάει σήμερα η καρδιά της Κύπρου όποιους ελιγμούς και αν κάνουν οι ηγέτες της για να καλύπτονται. Θα παρατηρήσει κανείς ότι ίδια και χειρότερα χτυπάει και η καρδιά της Ελλάδας και όμως εκείνη μπήκε στην Ευρώπη. Όμως η Ελλάδα μπήκε στην Ευρώπη επειδή εκείνη την εποχή έβγαινε από μια πελώρια ήττα ο σοβινισμός της στην Κύπρο και γι αυτό το λόγο ήταν και η πιο δημοκρατική Ελλάδα όλων των εποχών. Είναι η λιγότερο σοβινιστική Ελλάδα που μπήκε στην Ε.Ε και μάλιστα από το λιγότερο σοβινιστικό και περισσότερο δυτικόφιλο κομμάτι της αστικής της τάξης που τόσο σκληρά συγκρούστηκε με το ρωσόφιλο και το σοβινιστικό ακριβώς στο ζήτημα της ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Ε. Αντίθετα τώρα η Κύπρος μπαίνει στην Ευρώπη κάτω από την καθοδήγηση της Ρωσίας και των ρωσόφιλων στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Και μπαίνει σε μια εποχή που η σοβινιστική μεγαλοϊδεατική ιδεολογία και ο αντιδυτικισμός έχουν δυναμώσει όσο ποτέ πριν και έχουν αρχίσει να ζητάνε ιστορική εκδίκηση από τη Δύση, ειδικά από την Αγγλία και τις ΗΠΑ, για το κυπριακό. Η είσοδος τώρα της Κύπρου στην Ε.Ε θα αποτελέσει μια πελώρια ενθάρρυνση και μια επιβράβευση στον ελληνικό σοβινισμό. Έτσι θα καθυστερήσει και η διαδικασία αληθινής επίλυσης του κυπριακού, που όπως είπαμε παραπάνω έχει σαν βασική του προϋπόθεση μια μεγάλη ήττα του ελληνικού σοβινισμού, και ακόμα περισσότερο μια μεγάλη ήττα του μεγάλου και ιστορικού προστάτη του που είναι η ιμπεριαλιστική Ρωσία.
Αρκετή είναι για την Ευρώπη μια σημερινή, μια αντιευρωπαϊκή και ρωσόφιλη Ελλάδα, δεν χρειάζεται και μια τέτοια Κύπρος και μια τέτοια Τουρκία, ούτε βέβαια χρειάζεται και το διαβατήριο όλων αυτών που είναι το σχέδιο Ανάν.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Γ) Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της ΟΑΚΚΕ στις 2 Απριλίου 2013
Η ΚΥΠΡΟΣ ΣΕ ΕΡΕΙΠΙΑ
Η αποθέωση μιας ρώσικης προβοκάτσιας με ευρωπαϊκή υπογραφή
Κύπριοι και Έλληνες πατριώτες και δημοκράτες πάρτε τη μοίρα σας στα χέρια σας
Τελικά τα πράγματα για την Κύπρο και την Ευρώπη, ιδιαίτερα μετά το "όχι" των ρωσόφιλων στο πρώτο σχέδιο διάσωσης, πήγαν ακόμα χειρότερα από όσο φαινόταν την προηγούμενη εβδομάδα. Το νησί έχει στην ουσία δεχτεί ένα πλήγμα ιστορικής οπισθορόμησης όχι απλά χρηματιστικού αλλά παραγωγικού χαρακτήρα, ενώ η Ευρωζώνη έχει πάθει τη μεγαλύτερη ως τώρα ηθική, πολιτική, και μεσοπρόθεσμα θα πάρει και τη μεγαλύτερη οικονομική ζημιά από τις μέχρι τώρα διασώσεις της. Οι δυτικοευρωπαίοι μονοπωλιστές του χρηματιστικού κεφάλαιου αποδεικνύονται όλο και πιο ανίκανοι να καταλάβουν την παραγωγική κίνηση, την πραγματική δηλαδή κίνηση της οικονομίας κάθε ξεχωριστής χώρας που διασώζουν και τις ιδιαίτερες πραγματικές ανάγκες κάθε μιας από αυτές. Επίσης επειδή είναι εντελώς αδιάφοροι για τους λαούς, ιδιαίτερα εκείνους των πιο μικρών χωρών, και κυρίως επειδή συνεργάζονται με τους ανατολικούς φασίστες στην καταπίεση των υπόλοιπων λαών της Ανατολής και του Νότου, είναι πολιτικά τυφλοί. Είναι φυσικό λοιπόν που μέσα από αυτήν την πολιτικο-οικονομκή παρακμή θριαμβεύει ο πιο συνειδητός ιμπεριαλιστικός παράγοντας, αυτός που σε μεγάλο βαθμό αξιοποιεί υπέρ του τις αυθόρμητες κρίσεις του καπιταλισμού αλλά που σε επιμέρους χώρες της επιρροής του, όπως στην Ελλάδα και στην Κύπρο, τις προκαλεί και τις οργανώνει κιόλας. Μιλάμε για τη ρώσικη κρατικομονοπωλιακή ολιγαρχία που είναι και ο ηγέτης της παγκόσμιας στρατηγικής νεοναζιστικής συμμαχίας Ρωσίας- Κίνας. Είναι αυτή που όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός, θα φανεί ότι έχει κερδίσει τα πάντα στην Κύπρο χάνοντας ελάχιστα, γιατί μόνο αυτή θα μπορέσει να αγοράσει τζάμπα και να υποδουλώσει το κατεστραμμένο νησί όσο και αυτό να είναι σήμερα απογοητευμένο με τη στάση της. Εννοούμε ότι όσο και να είναι απογοητευμένος ο κυπριακός πληθυσμός από την άρνηση της Ρωσίας να δώσει ακόμα και την πιο μικρή βοήθεια στις κρίσιμες ώρες της διαπραγμάτευσης με την Ευρωζώνη, αυτός που εμφανίστηκε να χτυπάει ενεργητικά και ανοιχτά την Κύπρο, και που θα συνεχίσει να το κάνει, είναι οι χώρες της Ευρωζώνης και κύρια η Γερμανία. Αν η νεοτσαρική διπλωματία είναι η καλύτερη στον κόσμο αυτό οφείλεται στο ότι , όπως είχε παρατηρήσει ο Μαρξ και για την παλιά τσαρική, αυτή χτυπάει τα θύματά της μέσω ενός άλλου εχθρού της οπότε η ίδια παριστάνει το φίλο του θύματος. Σήμερα μάλιστα η ρώσικη διπλωματία χάρη στο όπλο της προβοκάτσιας που χειρίζεται τέλεια, μετατρέπει ακόμα και τις φιλικές δυνάμεις του θύματος, εδώ τις χώρες της ΕΖ, σε κύριους εχθρούς του. Αυτή είναι η περίπτωση της Κύπρου. Αυτή η διπλωματία πρέπει να αποκαλυφθεί και από τη ζωή και από τη θεωρητική ανάλυση.
Το εξοντωτικό χτύπημα της Κύπρου σε τρεις φάσεις
Ας δούμε το ρώσικο χτύπημα που δόθηκε σε τρεις φάσεις κύρια από τους πράκτορές της Ρωσίας και το τελευταίο και από την ίδια τη Ρωσία και χρεώθηκε και στις τρεις φάσεις στην ΕΖ γιατί η Ε Ζ βγήκε μπροστά να αναλάβει την πλήρη πολιτική ευθύνη γι αυτό.
Το πρώτο χτύπημα ξεκίνησε με τη μαζική αγορά ελληνικών τοξικών ομολόγων από τις δύο μεγάλες κυπριακές τράπεζες, κυρίως από τη Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου. Αυτή αγόρασε μαζικά ελληνικά ομόλογα το 2009 και το 2010, δηλαδή αφού είχε προαναγγελθεί η ελληνική χρεωκοπία από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου και όλη η Ευρώπη ήταν σε κατάσταση σοκ! Δηλαδή την ώρα που όλες οι τράπεζες της Ευρώπης πουλούσαν τα ελληνικά ομόλογα για να τα ξεφορτωθούν, η Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου αγόρασε 3 δις Ευρώ από αυτά, δηλαδή ένα ποσό όσο περίπου το 18% του κυπριακού ΑΕΠ. Αυτή την αγορά την έκανε ένα ΔΣ της Λαϊκής που ήταν τότε εντελώς υποχείριο του γνωστού μας ανατολικού κρατικο-ολιγάρχη Βγενόπουλου. Με σειρά άρθρων μας στη Νέα Ανατολή έχουμε περιγράψει τους τρόπους με τους οποίους αυτός εκτοξεύτηκε από το πουθενά στο κέντρο της κυπριακής οικονομίας, ωθούμενος από το ρωσοθρεμμένο Χριστόφια, και μετά άρχισε να γιγαντώνεται στην Ελλάδα καταβροχθίζοντας τις πιο σύγχρονες επιχειρήσεις σε όλους τους τομείς, κυρίως κρατικές συγκοινωνίες και επικοινωνίες με μια σειρά σκανδαλώδεις εξαγορές και επανα-μεταβιβάσεις κλπ που θα ήταν αδύνατες αν δεν ήταν μαζί του σύσσωμο το ρωσόδουλο διακομματικό σύστημα κορυφής και βασικά οι Σημίτης, Καραμανλής, Γ. Παπανδρέου, Τσίπρας.
Αφού αγόρασε ο Βγενόπουλος τα άχρηστα ελληνικά ομόλογα βγήκε έγκαιρα από τη Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου, δηλαδή βγήκε πριν το PSI. Έτσι η Λαϊκή έχασε κοντά στο 75% της ονομαστικής αξίας των ελληνικών κρατικών ομολόγων των 3 δις, δηλαδή 2,3 δις Ευρώ περίπου, ενώ μαζί με την Κύπρου έχασαν περίπου 4 δις Ευρώ, δηλαδή κάτι λιγότερο από το 25% περίπου του κυπριακού ΑΕΠ. Είναι γεγονός ότι μόνο του το PSI δεν αρκούσε για μια χρεωκοπία αν το κυπριακό κράτος μπορούσε να σώσει τις τράπεζές του. Αλλά δεν μπορούσε να τις σώσει γιατί είχε μπει και αυτό στο δρόμο της χρεωκοπίας για τους ίδιους λόγους που είχε μπει και το ελληνικό κράτος: Είχε πίσω του ένα πρωτοφανές στην ΕΕ εμπορικό έλλειμμα και ένα πολύ μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή είχε ένα κράτος που εξαγόραζε την κοινωνία, ιδιαίτερα την κρατική υπαλληλία, με οικονομικές παροχές την ίδια ώρα που το ίδιο κράτος σαμπόταρε, όπως και το ελληνικό, την παραγωγή, ιδιαίτερα τη βιομηχανική. Αυτή ήταν μια επανέκδοση της ανδρεοπαπανδρεϊκής συνταγής καταστροφής μιας χώρας από το ΑΚΕΛ του Χριστόφια. Το πλυντήριο του βρώμικου ρώσικου χρήματος, που ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό οι κυπριακές τράπεζες, ήταν απλά μέρος αυτής της διαδικασίας πολιτικής εξαγοράς και διαφθοράς του πληθυσμού, αλλά δεν ήταν με κανένα τρόπο η αιτία για την κατάρρευση των δύο κυπριακών τραπεζών. Όσο για την ύποπτη έκρηξη του φορτίου της Χεζμπολάχ που κατέστρεψε το μεγαλύτερο ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό της Κύπρου, αυτή αποτέλειωσε τη βιομηχανία του νησιού, αλλά δεν έφτανε μόνη της να προκαλέσει τη χρεωκοπία.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή η αγορά ελληνικών ομολόγων ήταν απλά ζήτημα σαμποτάζ από έναν άνθρωπο και από μια σπείρα γύρω του. Όμως δεν θα μπορούσε ποτέ μια σπείρα να κάνει ένα τέτοιου όγκου οικονομικό έγκλημα χωρίς να ανησυχήσει η Κεντρική Τράπεζα και το Υπουργείο οικονομικών της χώρας, πόσο μάλλον που υπήρχαν ανάλογες σκανδαλώδεις αγορές ομολόγων και από την Τράπεζα Κύπρου, αν και σε μικρότερο όγκο. Κυρίως υπάρχει το εξής μεγάλο πολιτικό σκάνδαλο: Πώς έγινε να περάσει το PSI από την Ευρωζώνη στα τέλη του 2011 χωρίς η Κύπρος να βάλει κεντρικά και εναγώνια ζήτημα χρεωκοπίας των δύο μεγαλύτερων κυπριακών τραπεζών αν γίνει το PSI; Δηλαδή γιατί η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ δεν ζήτησε κάποιες αντισταθμιστικές διευκολύνσεις από την ΕΖ και την ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) για τις δύο συστημικές για τα κυπριακά μέτρα τράπεζές της προκειμένου να ψηφίσει το PSI; Αυτή θα έπρεπε να είναι μια απαίτηση που δεν θα την έβαζε μόνη της η Κύπρος αλλά θα έπρεπε να υποχρεωθεί να τη βάλει στα διάφορα Γιούρογκρουπ, και η «αδελφή» Ελλάδα που αποκλειστικά και απόλυτα θα επωφελείτο από το PSI. Εδώ φαίνεται καταρχήν πόσο βαθύ εσωτερικό, πόσο ελληνοκυπριακό και όχι κυρίως ευρωζωνικό-γερμανικό ήταν το χτύπημα στις κυπριακές τράπεζες με το ελληνικό PSI.
Φαίνεται ότι στο σημείο αυτό βρίσκεται και μια ακόμη αιτία για τη σύναψη του ρώσικου δανείου των 2,5 δις που ζήτησε ο Χριστόφιας εκείνη την εποχή από τη Ρωσία και που εκείνη αμέσως του το έδωσε. Έχουμε γράψει ότι αυτό το δάνειο το έδωσε η Ρωσία για να εμφανιστεί απέναντι στην ΕΖ κάποια στιγμή σαν ένας συν-ανάδοχος του κυπριακού χρέους, δηλαδή να μπορεί να συναποφασίζει με την ΕΖ για τη σωτηρία της κυπριακής οικονομίας ή αλλιώς να έχει ένα κοινό παιδί με την ΕΖ, δηλαδή να χωθεί μέσα της. Πέρα όμως από αυτήν την αναμφισβήτητη στρατηγική χρησιμότητα του ρώσικου δανείου, υπήρχε μια άλλη πολύ πιο άμεση χρησιμότητα του για το ΑΚΕΛ και τη Ρωσία. Πρόκειται για το ότι αυτό το δάνειο έκλεινε τα μάτια και τα στόματα των Κυπρίων που δίχως αυτό θα διαμαρτύρονταν οπωσδήποτε για το επερχόμενο ελληνικό PSI. Μόνο δηλαδή με το ρώσικο δάνειο το κυπριακό κράτος μπορούσε να σώσει προσωρινά τις δύο τράπεζες ώστε να μην χρειαστεί τότε παρέμβαση από την ΕΖ που θα ήταν υποχρεωμένη να δώσει λύση και στην υπερχρέωση των κυπριακών τραπεζών, πράγμα που θα τις προστάτευε από τότε έγκαιρα. Βέβαια υπήρχε και μια άλλη τακτική χρησιμότητα του ρώσικου δανείου, αλλά νομίζουμε ότι δεν ήταν τόσο βασική. Αυτή ήταν ότι έδινε χρόνο στο ΑΚΕΛ να τελειώσει την προεδρία του και η βόμβα της χρεωκοπίας να σκάσει στα χέρια του ΔΗΣΥ και του ΔΗΚΟ, δηλαδή στα χέρια των θεωρητικά πιο δυτικόφιλων φιλελεύθερων ή σχετικά πιο εθνικών κομμάτων της Κύπρου. Βέβαια με το ΔΗΣΥ φαίνεται να συμβαίνει στην Κύπρο ότι και στην Ελλάδα με τη ΝΔ, δηλαδή το κόμμα να είναι γενικά δυτικόφιλο αλλά ο αρχηγός του, ο Αναστασιάδης, να είναι ρωσόφιλος, όπως είναι και ο Σαμαράς. Σύμφωνα με άρθρο των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς της 22 του Μάρτη το δικηγορικό γραφείο Αναστασιάδη εκπροσωπεί τα συμφέροντα δύο ρώσων δισεκατομμυριούχων! Αλλά δεν χρειάζεται να ξέρουμε τι δεσμούς έχει ο Αναστασιάδης σαν δικηγόρος για να καταλάβουμε ότι σαν πρωθυπουργός έδρασε σαν ρώσος προβοκάτορας, όπως ακριβώς και το ΑΚΕΛ.
Έχουμε περιγράψει στο προηγούμενο άρθρο για την Κυπριακή χρεωκοπία τον τρόπο με τον οποίο η Κύπρος είπε το «όχι» στο ουσιαστικά δεύτερο σχέδιο διάσωσης της ΕΖ. Είχαμε πει ότι αυτό ήταν ένα ρώσικο, ένα προβοκατόρικο «όχι» που θα έκανε την Κύπρο υποτελή της Ρωσίας και ότι δεν ήταν ένα «όχι» της εθνικής ανεξαρτησίας. Σήμερα τα πράγματα έχουν ξεκαθαριστεί και μπορούμε να δούμε πόσο βρώμικα δούλεψε ο Αναστασιάδης, το ΑΚΕΛ, και η ελληνική κυβέρνηση στην τελική φάση των διαπραγματεύσεων διάσωσης της Κύπρου. Βασικό σύμμαχό τους οι ρώσοι σε αυτή τη φάση είχαν κυρίως το ΔΝΤ. Η ηγεσία του, μετά τον Στρος Καν (ο οποίος κατήγγειλε ότι τον «έφαγε» η Ρωσία), είναι πια εντελώς εξυπηρετική προς το μέτωπο Ρωσίας-Κίνας (σαν BRΙCS), και με την προεδρία Ομπάμα, είναι σε διαρκή σύγκρουση με την ΕΖ. Γι αυτό η ίδια η γενικά ευρωπαία Λαγκάρντ παίζει όλο και μικρότερο ουσιαστικό ρόλο στη χάραξη γραμμής σε αυτό (δες Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, 31 Μάρτη άρθρο με τίτλο «η Κύπρος δείχνει τη σκλήρυνση του ΔΝΤ απέναντι στην ΕΖ»).
Από την πρώτη σχετικά πιο καλή πρόταση, στη δεύτερη του προβοκατόρικου «όχι» και από εκεί στην «τρίτη και φαρμακερή»
Πριν από την τελική φάση των διαπραγματεύσεων ΕΖ-Κύπρου που ξεκίνησαν στα μέσα του 2012 δεν υπήρχε η κατεύθυνση μέσα στη Γερμανία και γενικά στη Βόρεια Ευρώπη να μην διασωθούν οι κυπριακές τράπεζες ή να επιβαρυνθούν οι καταθέσεις. Φαινόταν δηλαδή ότι και σε αυτή την περίπτωση θα γινόταν αυτό που είχε γίνει στην Ιρλανδία και στην Ισπανία όπου οι τράπεζες διασώθηκαν από την ΕΖ και μάλιστα, στην περίπτωση της δεύτερης, χωρίς να χρειαστεί να μπει σε προγράμματα διάσωσης το ίδιο το κράτος. Μάλιστα με καθαρά τραπεζικά κριτήρια είχε περισσότερους λόγους η τραπεζική διάσωση να γίνει στην Κύπρο παρά στις παραπάνω χώρες . Αυτό γιατί στην Κύπρο οι τράπεζες, πέρα από την προβοκάτσια με τα ελληνικά ομόλογα είχαν πολύ πιο υγιή σύνθεση καταθέσεων σε σχέση με τα δάνεια που έδιναν από όση οι ιρλανδικές και οι ισπανικές και δεν θα γκρεμίζονταν από εσωτερική πλευρά όπως εκείνες. Χώρια από αυτό εκείνες οι τράπεζες είχαν ανάγκη εκατοντάδων δις από την ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) για να διασωθούν ενώ οι δύο κυπριακές είχαν μόνο 5,8 δισ. Αυτή η γραμμή της μη διάσωσης των κυπριακών τραπεζών μπήκε στη γερμανική πολιτική σκηνή ξαφνικά από τα παιδιά του προέδρου της γερμανικής Γκάζπρομ και πρώην αρχηγού του SPD Γκ. Σρέντερ, δηλαδή τους εξίσου ρωσόφιλους Σταϊνμάγιερ, Στάινμπρουκ και Γκάμπριελ. Αυτοί έβαλαν μαχητικό πολιτικό βέτο στη Μέρκελ να μην διασώσει τις δύο κυπριακές τράπεζες γιατί αλλιώς θα την κατηγορούσαν ότι διέσωζε τα βρώμικα λεφτά των ρώσων ολιγαρχών. Αν δηλαδή η Μέρκελ ήθελε να δώσει η ΕΖ εκτός από τα 10 δις Ευρώ για τη διάσωση του κυπριακού κράτους και 5 δις ακόμα για τη διάσωση των κυπριακών τραπεζών τότε θα έχανε τις εκλογές που έρχονται. Το πόσο βρώμικο και ύποπτο πολιτικά ήταν αυτό το βέτο αποδεικνύεται από το ότι το SPDενοχλήθηκε από τις ρώσικες καταθέσεις στην Κύπρο την ώρα που έχει με πάθος διευκολύνει τους ρώσους ολιγάρχες να εξαρτήσουν ενεργειακά την ίδια τη Γερμανία από τη Ρωσία, πράγμα για το οποίο ακριβώς η Γκάζπρομ αντάμειψε τον τελευταίο καγκελάριο του SPD με την προεδρία της Γκάζπρομ της Γερμανίας. Αλλά αυτή η στενή σχέση στα ενεργειακά έχει πίσω της το γεγονός ότι το SPD σχεδόν σε όλα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής αποδέχεται στην πράξη την επιθετική, σφαγιαστική και διαμελιστική πολιτική της Ρωσίας, ιδιαίτερα στην εξωτερική της περίμετρο.
Με αυτήν λοιπόν την πολιτική παρέμβαση του SPD η πρόταση της Γερμανίας έγινε: σώνουμε το κυπριακό κράτος αλλά όχι τις δύο κυπριακές τράπεζες. Αυτή ήταν η πρώτη από τις τρεις προτάσεις της ΕΖ στο κυπριακό κράτος στη διάρκεια της δραματικής εβδομάδας διαπραγματεύσεων από τις 15 ως τις 25 του Μάρτη.
Σύμφωνα με αυτήν την πρώτη πρόταση η Λαϊκή και η Κύπρου θα έπρεπε να σωθούν πληρώνοντας το χρέος τους με λεφτά που θα τα πάρουν από τους καταθέτες όλων των κυπριακών τραπεζών, ντόπιων και ξένων, που έχουν καταθέσεις πάνω από 100.000 Ευρώ. Αυτός ο φόρος θα ήταν ένα κούρεμα από 15%-20% για όλες τις καταθέσεις στην Κύπρο πάνω από 100.000 Ευρώ. Αυτό το ποσοστό σήμαινε ότι ναι μεν οι μεγάλοι καταθέτες θα έτρωγαν ένα ισχυρό χτύπημα, ναι μεν η αξιοπιστία του κυπριακού τραπεζικού συστήματος θα μειωνόταν και ένα μεγάλο μέρος του ξένου κατατεθειμένου κεφάλαιου, ρώσικου, ευρωπαϊκού, και μεσανατολικού θα έφευγε από την Κύπρο, αλλά κανένας καταθέτης δεν θα έχανε πάνω από 15-20% του κεφαλαίου του, οπότε και ο συντριπτικά μεγαλύτερος όγκος του κάπως μεγάλου κυπριακού παραγωγικού κεφάλαιου που ήταν σε χρηματική μορφή, πχ σαν κεφάλαιο κίνησης δεν θα πάθαινε τίποτα, ακόμα και αν προσωρινά έφευγε από τις κυπριακές τράπεζες. Με λίγα λόγια οι τράπεζες θα συρρικνώνονταν, αλλά το κυπριακό κεφάλαιο που ήταν σε χρηματική μορφή θα σωνόταν και η παραγωγική λειτουργία στο νησί θα χτυπιόταν μόνο σε ένα μικρό βαθμό. Βεβαίως και αυτή η πρόταση, όπως και κάθε άλλη που περιλάμβανε κούρεμα καταθέσεων θα μείωνε τη γενική τραπεζική αξιοπιστία της Ευρωζώνης και τελικά του Ευρώ, αλλά αυτό το είχαν ήδη αποφασίσει οι λογιστές ευρωπαίοι οικονομολόγοι, που δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους και που δεν λογαριάζουν καθόλου πάνω σε τι πολιτικό και στο βάθος οικονομικό ηφαίστειο κάθονται.
Αυτήν λοιπόν την πρώτη πρόταση, την καλύτερη όπως αποδείχτηκε για την Κύπρο, αλλά και για την ΕΖ, από όλες τις επόμενες την αρνήθηκε ο Αναστασιάδης μέσα στο Γιούρογκρουπ και την ακύρωσε αντιπροτείνοντας μια άλλη, μια δεύτερη πρόταση στην οποία αντιστάθηκε έντονα η Γερμανία και όλη η Ευρωζώνη, αλλά μπροστά στην επιμονή του Αναστασιάδη τη δέχτηκαν. Αυτή έλεγε ότι οι κάτω των 100.000 Ευρώ καταθέσεις κουρεύονται κατά 6,75% και οι πάνω από 100.000 κουρεύονται κατά 9,9%.
Αποδεχόμενη την αντιπρόταση του Αναστασιάδη η ΕΖ έπεσε ουσιαστικά σε μια πολιτική παγίδα γιατί αυτή εύκολα ξεσήκωνε όχι μόνο τη μαζική και οργισμένη αντίθεση των εκατοντάδων χιλιάδων μικροκαταθετών της Κύπρου, αλλά αύξαινε τη χρηματοπιστωτική αναξιοπιστία, οπότε και την ανασφάλεια όλων των μικρομεσαίων καταθετών της Ευρωζώνης. Μάλιστα ήταν αντίθετη στη δέσμευση της ΕΖ στην παγκόσμια κρίση του 2008 ότι όλες οι καταθέσεις ως τις 100.000 ήταν διασφαλισμένες. Με λίγα λόγια η δεύτερη πρόταση ήταν ειδικά φτιαγμένη για να μην περάσει ούτε στην Κύπρο ούτε στο εξωτερικό και αποδείχτηκε ότι γι αυτό την είχε αντιπροτείνει ο Αναστασιάδης, μιας και ούτε και αυτός την ψήφισε στη συνέχεια στην κυπριακή Βουλή κάνοντας αποχή. Αυτό ήταν το νόημα του περίφημου ηρωικού «όχι», το οποίο ακύρωσε αυτήν την απόφαση που ήταν η δεύτερη καλύτερη απόφαση της ΕΖ μετά την πρώτη, και έτσι άνοιξε το δρόμο να περάσει η τρίτη και φαρμακερή πρόταση- απόφαση, εκείνη δηλαδή η καταστροφική «λύση» που γνωρίζουμε η οποία συνέτριψε και εξαφάνισε μέσα σε λίγα λεπτά το μεγαλύτερο μέρος του κυπριακού χρηματικού κεφάλαιου.
Ο προβοκάτορας Αναστασιάδης και οι ρωσόφιλοι σαμποταριστές στην Κύπρο και στην Ελλάδα, όπως και αυτοί μέσα στην ΕΖ τύπου Όλι Ρεν, όπως και οι εγκάθετοι της τριάδας ΗΠΑ, Ρωσίας, Κίνας που κινούν σήμερα το ΔΝΤ και που λυσσάξανε να χρεωκοπήσουν τις δύο μεγάλες κυπριακές τράπεζες, ισχυρίζονται ότι προτίμησαν αυτή την Τρίτη πρόταση γιατί έσωνε τις καταθέσεις των μικρομεσαίων καταθετών. Αλλά τις καταθέσεις αυτές τις έσωνε και η πρώτη πρόταση του Γιούρογκρουπ που απέρριψε ο Αναστασιάδης. Τις έσωνε γιατί στην πρώτη πρόταση πλήρωναν το χρέος των τραπεζών όλες οι τράπεζες της Κύπρου ντόπιες και ξένες, δηλαδή όλοι οι καταθέτες της Κύπρου μοιράζονταν τη ζημιά ενώ στην τρίτη, την αναλάμβαναν μόνο οι δύο μεγάλες κυπριακές και γι αυτό εξατμίζονταν οι καταθέσεις τους και συντρίβονταν οι καταθέτες τους. Αυτό δεν θα το υπέγραφε ποτέ καμιά κυβέρνηση και δεν θα το ανεχόταν ποτέ καμιά αντιπολίτευση που δεν αποτελούνταν από σιχαμερούς προδότες. Και δεν ήταν υποχρεωμένοι να υπογράψουν ή να ανεχτούν μόνο αυτή για να μην χρεωκοπήσει τάχα εντελώς η Κύπρος γιατί μπορούσαν να υπογράψουν ή να ανεχτούν μια πρόταση παρεμφερή με την πρώτη-πρώτη που είχαν άτυπα απορρίψει.
Επίσης ούτε η ΕΖ είχε ισχυρό λόγο να τη θελήσει. Το επιχείρημα που πρόβαλε και ο Σόιμπλε ότι ήταν τάχα είναι πιο δίκαιο να την πληρώσουν δύο τράπεζες που φταίνε γιατί υπερχρεώθηκαν και όχι οι άλλες που δεν υπερχρεώθηκαν δεν στέκει. Και δεν στέκει γιατί όπως είπαμε ο υπεύθυνος γι αυτή την ειδική ζημιά των δύο τραπεζών είναι από τη μια τα ελληνικά ομόλογα και το κούρεμα που τους έκανε η ΕΖ κάτω από την πίεση της Ελλάδας, και από την άλλη, και κύρια, η κυβέρνηση Χριστόφια που ευθύνεται πολιτικά και για τη μαζική αγορά αυτών των ομολόγων όταν ήταν ήδη γνωστά σαν τοξικά, και, ακόμα περισσότερο, για την άνευ εξισοροπητικών όρων υπέρ των δύο τραπεζών αποδοχή του PSΙ. Αλλά το σίγουρο είναι ότι δεν είναι λάθος των καταθετών τους το ότι αγόρασαν οι δύο τράπεζες ελληνικά ομόλογα, και το ότι αυτοί δεν ενημερώθηκαν ποτέ για τους κινδύνους αυτής της αδιανόητης πράξης. Αυτή η εξαπάτηση και αυτός ο καθησυχασμός των καταθετών ήταν αποκλειστικά ευθύνη της Κεντρικής τράπεζας της Κύπρου, και της κυβέρνησης Χριστόφια. Άρα όχι μόνο οι άλλες τράπεζες και οι άλλοι οι καταθέτες θα έπρεπε να πληρώσουν, εφόσον αποφάσισε η ΕΖ να πληρώσουν γενικά και οι καταθέτες για την κυπριακή χρεωκοπία, αλλά έπρεπε να πληρώσει πάνω απ όλους το κυπριακό κράτος. Στη συνέχεια έπρεπε να πληρώσουν και όλα τα κράτη της ΕΖ που δέχτηκαν το PSI, ιδιαίτερα μάλιστα έπρεπε να πάρει τις ευθύνες της και η ΕΚΤ που δεν μπορεί να μην γνώριζε την κατάσταση των κυπριακών τραπεζών και που ως τότε μοίραζε σαν στραγάλια τα δις των Ευρώ σε όλες τις τράπεζες της ΕΖ.
Αλλά αυτή η απόφαση ήταν μακροπρόθεσμα πολιτικά και οικονομικά πιο καταστροφική από κάθε άλλη και για την ΕΖ γενικά. Γιατί ένα κούρεμα 15% μπορεί να γίνει οριακά αποδεκτό από τους ευρωπαίους και διεθνείς μεγάλους καταθέτες που βλέπουν τις ευρωπαϊκές καταθέσεις αρκετά ασφαλείς, αλλά το να εξαφανίζονται ή να μισοεξαφανίζονται οι μεγαλύτερες καταθέσεις στις δύο μεγαλύτερες τράπεζες ενός κράτους, δηλαδή σε σχετικά συστημικές τράπεζες αυτού του κράτους, είναι ένα βαθύ και ανεπούλωτο τραύμα στη συνολική αξιοπιστία του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και γενικότερα του Ευρώ και θα φανεί σε λίγο που η Κύπρος θα σφαδάζει μέσα στη μεγαλύτερη πτώση βιοτικού επίπεδου που θα έχει γνωρίσει ευρωπαϊκή χώρα σε μη εμπόλεμες συνθήκες. Πως λοιπόν πέρασε αυτό; Καλά η Μέρκελ πυροβόλησε για μια ακόμα φορά και μονίμως πυροβολεί από την αρχή της ελληνικής ακήρυχτης χρεωκοπίας τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της τάξης της για να κερδίσει τις εκλογές, ενώ το SPD όντας στην ηγεσία του διαβρωμένο από τη ρώσικη μεγαλοαστική τάξη είναι ανίκανο να υπηρετήσει τη γερμανική αστική τάξη που τόσο καλά υπηρετούσε επί έναν αιώνα, δηλαδή από τότε που πρόδωσε τη γερμανική εργατική τάξη. Όμως υπάρχει το ερώτημα πως αυτό το έγκλημα πέρασε συνολικά σε όλη τη γερμανική αστική τάξη, και παραπέρα πως πέρασε ομόφωνα σε όλη την ΕΖ, και έτσι έγινε αποδεκτή η καταστροφική επίπτωση αυτής της χρεωκοπίας στην κυπριακή οικονομία που από δω και μπρος θα είναι διασωληνωμένη και θα συντηρείται με διαρκείς μεταγγίσεις από την ΕΖ, αλλά και με νέα μέτρα πείνας, ενώ όλοι οι λαοί της Ευρώπης θα βρίζουν αυτούς που υπέγραψαν τη συμφωνία αυτή; Είναι γνωστό ότι είναι τυφλή η ευρωπαϊκή μεγαλοαστική τάξη, αλλά είναι τόσο πολύ;
Η Τρίτη και «τελική λύση» ήταν μια ρώσικη απαίτηση
Για μας είναι πια φανερό από τα ίδια τα πολιτικά στοιχεία που υπάρχουν ότι η τρίτη και «τελική λύση» ήταν πάνω απ’ όλα μια σαφής ρώσικη απαίτηση, που η Ρωσία σαν υπερδύναμη, ιδιαίτερα σαν διπλωματική υπερδύναμη ήταν σε θέση και να τη στηρίξει πολιτικά και να την επιβάλλει. Είναι γεγονός ότι αυτήν την απαίτηση την ικανοποίησε η ευρωπαϊκή αστική τάξη χωρίς καμιά μεγάλη δυσαρέσκεια γιατί ήταν στη σκέψη όλων των οικονομολόγων της ότι το κυπριακό οικονομικό μοντέλο ήταν άρρωστο. Μόνο που αυτοί μαζί με τη αρρώστια σκότωσαν και τον άρρωστο.
Η επιβολή αυτής της «λύσης» ήταν ο στόχος της ξαφνικής υστερικής επίθεσης που εξαπέλυσε η ρώσικη ηγεσία ενάντια στην ΕΖ, αλλά ακόμα και ενάντια στην Κύπρο αμέσως μετά τις 15 του Μάρτη για να ματαιώσει τη μέτρια συμφωνία της δεύτερης πρότασης και να φέρει την Τρίτη καταστροφική. Σε αυτή τη λύση στόχευε βέβαια, όπως αποδείχτηκε και το «όχι» για το οποίο ξεσπάθωσε το ΑΚΕΛ, το ΔΗΚΟ και η ΕΔΕΚ στην Κύπρο, ο ΣΥΡΙΖΑ, οι ναζί και οι Καμμένοι, δηλαδή όλοι οι ρωσόφιλοι και ρωσόδουλοι στην Ελλάδα. Όλοι αυτοί ακολουθούσαν το μεγάλο αφεντικό που με εκφραστή τον Μεντβέντεφ κραύγαζε έξαλλο ενάντια στη ληστεία τάχα που επιχειρούσε η Ευρώπη ενάντια στις ρώσικες καταθέσεις και απειλούσε την ΕΖ με οικονομικό πόλεμο , ακόμα και με πούλημα των συναλλαγματικών της αποθεμάτων σε Ευρώ, ενώ απειλούσε και την Κύπρο με αποχώρηση των τραπεζών της από αυτήν. Η Ρωσία ήξερε βέβαια από μήνες πριν τη συζήτηση που γινόταν στην Γερμανία για κούρεμα των κυπριακών καταθέσεων αλλά δεν έβγαζε μιλιά. Τώρα είναι φανερό γιατί. Αν διαφωνούσε από καιρό θα αναγκαζόταν να κάνει κάποια στιγμή τη διευκρίνηση ότι ήθελε μόνο κούρεμα των μεγάλων καταθέσεων των δύο κυπριακών τραπεζών. Αλλά έτσι θα ήταν σαν να κήρυττε πόλεμο στην Κύπρο. Γι αυτό περίμενε να κάνει το λάθος η ΕΖ να κουρέψει όλες τις καταθέσεις και κάτω από τα 100.000 Ευρώ και μετά μέσα στη γενική κατακραυγή και την αναμπουμπούλα και την αποτυχία της πρώτης συμφωνίας να επιβάλει παρασκηνιακά τη δικιά της γραμμή!!!
Ο πολύς κόσμος έβλεπε δηλαδή σε εκείνες τις κραυγές την καταδίκη κάθε κουρέματος οποιασδήποτε ρώσικης κατάθεσης στην Κύπρο. Μόνο όποιος πρόσεχε πολύ τις ρώσικες ανακοινώσεις θα διαπίστωνε ότι η υπερδύναμη διαμαρτυρόταν ουσιαστικά σε αυτό το διάστημα για τις ρώσικες καταθέσεις στις ρώσικες τράπεζες, δηλαδή ότι ζητούσε την προστασία όχι των ρώσικων καταθέσεων γενικά, αλλά των καταθέσεων των ρώσικων τραπεζών στην Κύπρο, που είναι δύο και είναι και οι δύο κρατικοί γίγαντες, η Sberbank και η VTB. Αυτή η απαίτηση δεν διατυπώθηκε εντελώς ωμά από ίδια την επίσημη ρωσική πολιτική ηγεσία για ευνόητους λόγους, δηλαδή για να μην καταλάβουν οι Κύπριοι ποιος είναι ο φταίχτης για την καταστροφή των δύο κυπριακών τραπεζών και κυρίως για την καταστροφή των μεγάλων καταθέσεων και καταθετών αυτών των τραπεζών που είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους κύπριοι επιχειρηματίες. Όμως αυτή η απαίτηση διατυπώθηκε από τον διευθυντή της VTB Αντρέι Κοστίν που δήλωσε ότι στην Κύπρο «υπάρχουν δύο τράπεζες που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση και έχουν ανάγκη εξυγίανσης» και ότι η δικιά του Τράπεζα θα σταματήσει τη δραστηριότητά της και «απλά και καθαρά θα εγκαταλείψει την κυπριακή αγορά», στην περίπτωση που «υπάρξουν αποφάσεις που καταπατούν το δίκαιο και υπαγορεύονται από την πολιτική». (Νεζαβιζίγιαμα Γκαζέτα, της 22 του Μάρτη, οι υπογραμμίσεις με μαύρα δικιές μας). Αυτή η δήλωση σημαίνει ότι για τον κρατικό αρχιτραπεζίτη είναι λογικό να «εξυγιανθούν», δηλαδή να υποστούν τις συνέπειες της «κρίσιμης κατάστασής τους» οι δύο κυπριακές τράπεζες, αλλά όχι να πληρώσουν οτιδήποτε οι ρώσικες με αποφάσεις «που υπαγορεύονται από την πολιτική». Τι σημαίνει ότι «υπαγορεύονται από την πολιτική»; Σημαίνει ακριβώς ότι δεν υπαγορεύονται από την οικονομία. Που σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμιά οικονομική σκοπιμότητα να σωθούν οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες μιας μικρής χώρας, προκειμένου να μην πάθουν τίποτα τα παραρτήματα δύο γιγαντιαίων τραπεζών μιας υπερδύναμης, που έκανε την Κύπρο πλυντήριο και βάση κάθε βρωμοδουλειάς της στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή και στην ίδια τη Ρωσίας. Αλλά πιο καλυμμένα αυτό το είπε και ο μαινόμενος Μεντβέντεφ: «έχουμε εδώ τους λόγους μας και τα εθνικά μας συμφέροντα: Δύο τράπεζες και ένα μεγάλο αριθμό ρώσων επιχειρηματιών που φυλάνε τα κεφάλαια τους εκεί» (Φωνή της Ρωσίας, 20 Μάρτη). Δηλαδή ο Μεντβέντεφ αυτές τις δύο ρώσικες τράπεζες υπερασπίζει και τις καταθέσεις σε αυτές και καμιά άλλη τράπεζα και τις ρώσικες καταθέσεις σε αυτή.
Αλλά μπορούσε να συμπεράνει κανείς τις αληθινές προθέσεις της ρώσικης ηγεσίας σε αντιδιαστολή με αυτό που έκανε μετά την τελική συμφωνία ΕΖ-Κύπρου στις 24 του Μάρτη, όπου όχι μόνο έριξε αμέσως και κάθετα τους τόνους της, αλλά γλύκανε και αντάμειψε και την ΕΖ και την Κύπρο με την αναγγελία του Πούτιν ότι ξεκινάει αναδιάρθρωση του δανείου των 2, 5 δις Ευρώ, δηλαδή ότι προσφέρει στην Κύπρο κάτι από αυτό το λίγο που εκείνη γονυπετής ζητούσε ακριβώς στις κρίσιμες στιγμές της διαπραγμάτευσης με την ΕΖ για να μην αναγκαστεί να χάσει τα πάντα. Η ανακοίνωση έγινε επιδεικτικά αμέσως μετά την υπογραφή της απόφασης με τον εκπρόσωπο του Πούτιν Πεσκόφ να δηλώνει ότι ο Πούτιν «θεωρεί δυνατό να υποστηρίξει τις προσπάθειες... που αποσκοπούν στο να αποφευχθεί η κρίση στην οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα αυτού του νησιωτικού κράτους» (Ελευθεροτυπία, 25 Μάρτη). Αυτή η πράξη και η υποκριτική, ουσιαστικά κυνική δήλωση περί «αποφυγής της κρίσης» που τη συνόδευε, σηματοδοτούσε την υποστήριξη της Μόσχας προς τη συμφωνία διάσωσης, παρά το ότι πολλοί ρώσοι καταθέτες στις δύο κυπριακές τράπεζες θα ζημιωνόντουσταν. Αυτή ήταν απόδειξη ότι η Ρωσία δεν νοιαζόταν γενικά για τους καταθέτες της αλλά για να λάμψουν ανέγγιχτες μετά την καταιγίδα οι τράπεζες της την ώρα που θα κείτονταν σε συντρίμια οι κυπριακές.
Λίγο μετά ο ρώσος υπουργός Σιλιουάνοφ δήλωνε ότι η αναδιάρθρωση θα γίνει δυνατή εάν το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου «σταθεροποιηθεί», δηλαδή αν σταθεροποιηθούν τα ερείπια που προκάλεσε η συμφωνία.
Με το που σταμάτησε το αφεντικό, σταμάτησαν και τα τσιράκια σε Κύπρο και Ελλάδα να φωνάζουν. Και όχι μόνο σταμάτησαν. Συνέχισαν με θράσος να επιμένουν ότι η τελική απόφαση, που πρόκυψε από το «όχι» ήταν καλύτερη από τη δεύτερη που τραυμάτιζε αλλά δεν έβγαζε νοκ άουτ το κυπριακό τραπεζικό σύστημα και τους καταθέτες. Το επιχείρημα τους ήταν ότι τουλάχιστον αυτή διασφάλισε τους μικρομεσαίους καταθέτες. Αλλά πέρα από το ότι την εξασφάλιση την έκανε και η πρώτη πρόταση της ΕΖ με το κούρεμα των 15%-20%, ακόμα και οι απώλειες του 6,75% της δεύτερης λύσης ήταν χίλιες φορές προτιμότερες για τον κυπριακό λαό από την εξαφάνιση ή μισοεξαφάνιση των περισσότερων μεγάλων καταθέσεων. Τα περί προστασίας των μικροκαταθετών είναι μια τυπική εφαρμογή της τακτικής του σοσιαλφασισμού να χτυπάει το λαό έμμεσα και βαθιά μέσα από το χτύπημα του παραγωγικού κεφάλαιου και τον ίδιο να τον ελαφρώνει λίγο ατομικά, να του κόβει λίγο-λιγότερο πχ τον ελάχιστο μισθό αλλά να κλείνει όλες τις βιομηχανίες και να τον ρίχνει μαζικά στην ανεργία.
Εννοούμε ότι πέρα από το γεγονός ότι καταθέσεις ύψους 100.000 Ευρώ δεν χαρακτηρίζουν την πλειοψηφία του λαού, αλλά τη μικρή αστική και την εύπορη μικροαστική τάξη, το 6,75% των καταθέσεων που κέρδισαν οι τελευταίες χάρη στο «ακούρευτο» πλαφόν των 100.000 Ευρώ, θα το χάσουν και αυτές και όλος ο εργαζόμενος λαός πολλαπλάσια από την καταστροφή στην παραγωγή που θα προκαλέσει η εξαφάνιση και μισοεξαφάνιση των μεγαλύτερων καταθέσεων στη Λαϊκή και στην Τράπεζα Κύπρου, που θα χαθούν από 50% έως το 100%. Γιατί αυτές οι καταθέσεις είναι σε ένα μεγάλο μέρος τους παραγωγικό κεφάλαιο σε χρηματική μορφή ή μετατρέπεται σε παραγωγικό κεφάλαιο όπως πχ κεφάλαιο κίνησης, κεφάλαιο για αγορά παγίων κλπ. Αυτό χώρια από το γεγονός ότι σύντομα θα αφαιρεθεί και ένα άλλο μεγάλο μέρος του παραγωγικού κεφάλαιου λόγω της γενικότερης αναξιοπιστίας των κυπριακών τραπεζών. Δηλαδή σήμερα κάποιες εταιρείες έχουν δανειστεί κεφάλαια από τις δύο τράπεζες και τα έχουν βάλει στην παραγωγή, δηλαδή τα έχουν κάνει μηχανήματα, πρώτες ύλες, κτίρια κλπ. Αυτή η παραγωγή θα συνεχιστεί για ένα διάστημα αν και η εσωτερική ζήτηση θα βυθίζεται και η ζημιά των επιχειρήσεων θα είναι μεγάλη. Όμως σύντομα ούτε αυτές οι εταιρείες, ούτε άλλες θα μπορούν εύκολα να δανειστούν καινούργια κεφάλαια από τις κυπριακές τράπεζες γιατί αυτές θα είναι για πολλά χρόνια αναξιόπιστες και γι αυτό ανίκανες να συγκεντρώνουν καταθέσεις. Επίσης σε ότι αφορά τη Λαϊκή, όταν μια σύγχρονη τράπεζα κλείνει, καταργείται ένας έμπειρος και πολύπλοκος μηχανισμός που ειδικεύεται στο να κατευθύνει και να διανέμει τους κεφαλαιακούς πόρους στις ξεχωριστές επιχειρήσεις, γι αυτό τα πιο προοδευτικά ακόμα και τα πιο επαναστατικά καθεστώτα δεν αφήνουν τις τράπεζες να κλείσουν, αλλά τις παίρνουν στα χέρια τους. Στους πιο διεφθαρμένους καπιταλισμούς αυτός ο μηχανισμός είναι αντίστοιχα διεφθαρμένος, ενώ γενικά είναι ραντιέρικος και γι αυτό σε μεγάλο βαθμό παρασιτικός ο χαρακτήρας του τραπεζικού κεφάλαιου, όμως αυτό δεν καταργεί την αναγκαιότητα του στην καπιταλιστική παραγωγή. Σημειώνουμε ότι η παραγωγή με την καπιταλιστική έννοια περιλαμβάνει, εκτός από τις καθαρά παραγωγικές , και τις εμπορικές και τις τραπεζικές λειτουργίες του κεφάλαιου που είναι τόσο καίριες για την Κύπρο σε αυτή την περίοδο. Βέβαια το εξόχως παρασιτικό χρηματοπιστωτικό μοντέλο της Κύπρου πρέπει να αλλάξει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταστραφεί από τη μια στιγμή στην άλλη χωρίς να έχουν ετοιμαστεί στοιχειωδώς οι παραγωγικές βάσεις για την αντικατάστασή του από το καινούργιο. Γιατί αν αυτό συμβεί οι άνθρωποι που το κινούν και ζουν από αυτό σήμερα θα περάσουν αφάνταστη δυστυχία. Αλλά εδώ δεν πρόκειται για πέρασμα τη Κύπρου από μια κατώτερη σε μια ανώτερη μορφή καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά για την οπισθοχώρηση από έναν ραντιέρικο καπιταλισμό υπηρεσιών σε μια φασιστικού ιμπεριαλιστικού τύπου αποικιοκρατία. Αυτό σημαίνει ότι θα καταστραφούν χιλιάδες επιχειρήσεις μικρές και μεγάλες, θα απολυθούν δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένων, οπότε θα πέσει τόσο πολύ η κατανάλωση του κυπριακού πληθυσμού που αυτό το νησί θα γίνει έρμαιο της υπερδύναμης που για δεκαετίες το διέφθειρε και τώρα το καταστρέφει.
Μεθοδευμένη διακομματική προδοσία υπέρ της Ρωσίας
Αυτή η καταστροφή, η άμεση και η έμμεση, ενός πελώριου μέρους του χρηματικού κεφάλαιου μιας χώρας αποτελεί τη μεγαλύτερη πράξη οικονομικού σαμποτάζ στην ιστορία της Ενωμένης Ευρώπης και οπωσδήποτε και στην ιστορία των δύο εξόχως υπονομευόμενων παραγωγικά εδώ και 30 χρόνια χωρών, της Ελλάδας και της Κύπρου. Μάλιστα με τη συγκεκριμένη οικονομική υπονόμευση της Κύπρου πλήττεται βαρειά και παραπέρα η ελληνική παραγωγή, γιατί η Κύπρος είναι ο τέταρτος εξαγωγικός προορισμός για την Ελλάδα που μόνος του απορροφά πάνω στην κρίση 1 δις εξαγωγών δηλαδή το 5 % των συνολικών εξαγωγών της Ελλάδας που είναι το μόνο φάρμακο για την έξοδο της από την οξυνόμενη κρίση χρέους. Αν χαθούν οι μισές από αυτές τις εξαγωγές θα χαθούν στην Ελλάδα μερικές ακόμα δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Με λίγα λόγια η Τρίτη και τελική «λύση» ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να γίνει για την Κύπρο, και αυτό το χειρότερο όπως είδαμε μεθοδεύτηκε σχολαστικά. Τόσο σχολαστικά που οι προδότες, για να κρύψουν την υποστήριξη που έχουν δώσει σε αυτήν την καταστροφή, αποφάσισαν να περάσουν την τελική απόφαση χωρίς ψηφοφορία από την κυπριακή Βουλή. Δηλαδή ξέροντας χοντρικά το περιεχόμενο της τελικής συμφωνίας, είχαν ψηφίσει μετά το «όχι» τους να εξουσιοδοτήσουν την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου να κλείσει τους χρηματοπιστωτικούς όρους της συμφωνίας με την ΕΖ, ώστε η ιστορική βρωμοδουλειά να μην πέσει σε όλη την έκτασή της απευθείας πάνω τους. Πραγματικά τέτοια ξεδιαντροπιά δεν έχει ξαναγίνει. Τέτοια αστική τάξη σαν την κυπριακή δεν πρέπει να έχει ξαναγίνει. Ποιο κόμμα, ποιας τάξης που αγαπάει στοιχειωδώς τη χώρα της, που έχει δηλαδή έναν στοιχειώδη πατριωτισμό, θα είχε ψηφίσει να μην έχει λόγο για μια απόφαση που θα αφορούσε τα ζωτικά και ιστορικά συμφέροντα της χώρας του; Ποιο κόμμα θα προτιμούσε μια τέτοια απόφαση να περάσει χωρίς ψηφοφορία στη Βουλή για να μην πάρει ο καθένας που θα ψήφιζε υπέρ ή κατά τις ευθύνες του; Και τι παλιάνθρωποι είναι αυτοί οι τρομεροί σαμποταριστές τύπου ΑΚΕΛ που κάνουν κεντρικό ζήτημα αυτής της στιγμής το ποιος κύπριος αστός φυγάδεψε τα κεφάλαιά του στο εξωτερικό για να τα γλυτώσει από την εξάτμιση ή που μαζί με τους ομολόγους τους στην Ελλάδα συζητάνε το αν πρέπει να βγει η Κύπρος από το Ευρώ ενώ ξέρουν ότι η πιο μεγάλη ζημιά έχει ήδη γίνει και επίσης ξέρουν ότι σε αυτή τη φάση η χώρα τους θα μείνει μέσα στο Ευρώ. Αυτή η παραμονή βέβαια δεν γίνεται για να σωθούν, αλλά για να καταστραφούν καλύτερα και πιο εύκολα οι δυο χώρες για χάρη της πουτινικής Ρωσίας. Γιατί η Ρωσία τις έχει καταφάει από τα μέσα και τις έχει μετατρέψει σε ζόμπι που θα προκαλούν μια ακατάσχετη οικονομική αιμορραγία και μια ηθική και πολιτική αποσύνθεση όλης της Ευρωζώνης όσο μένουν μέσα της.
Βέβαια τώρα οι σαμποταριστές της Κύπρου, ουρλιάζουν και κάθε μέρα που περνάει θα ουρλιάζουν περισσότερο ότι αυτήν την καταστροφή την έφερε η Γερμανία για να τιμωρήσει τάχα την «ανυπότακτη» Κύπρο για τις προνομιακές σχέσεις της με τη Ρωσία και ταυτόχρονα να την υποδουλώσει, αφού δήθεν το νησί θα εξαρτιέται πια από τους εγκληματικούς όρους που θα του βάζουν οι γερμανοί δανειστές. Αυτά τα ίδια επαναλαμβάνουν ασταμάτητα οι ρωσόδουλοι και στην Ελλάδα από την πρώτη στιγμή της κρίσης εδώ και 3 χρόνια, και οι περισσότεροι τους πιστεύουν, αλλά η ζωή καθημερινά τους διαψεύδει καθώς «περιέργως» από την καταστροφή της Ελλάδας δεν επωφελούνται οι γερμανοί και γενικά οι ευρωπαίοι δανειστές αλλά η Ρωσία και οι σύμμαχοί της, κυρίως η Κίνα αλλά και το Κατάρ. Είναι αυτοί και όχι οι Γερμανοί που αγοράζουν ουσιαστικά χωρίς διαγωνισμούς ή με σάπιους διαγωνισμούς πάμφθηνα και ζωτικά νευρικά γάγγλια της οικονομίας της χώρας μας και τα ελέγχουν μονοπωλιακά.
Το ίδιο έργο θα δούμε οπωσδήποτε και στην Κύπρο. Οι πολιτικοί νεάντερνταλ ευρωπαίοι μονοπωλιστές θα βαράνε με μανία το κυπριακό καρύδι με το σφυρί για να το «αναδιαρθρώσουν», δηλαδή να το ισιώσουν, αυτό θα σπάει, και οι ρώσοι ολιγάρχες, ξεκαρδισμένοι στα γέλια, θα τρώνε την ψίχα. Βλέποντας δηλαδή το μέλλον της νεο-χρεωκοπημένης Κύπρου στην «πρωτοπόρα» χρεωκοπημένη Ελλάδα μπορεί να περιμένει κανείς ότι από τη μια θα χτυπάνε απ έξω οι δυτικοί τροϊκανοί με την επεμβατική ιμπεριαλιστική όσο και βλακώδη λογική τους και από μέσα οι κύπριοι σαμποταριστές θα υπερφορολογούν τις πιο υγιείς επιχειρήσεις, την ενέργεια και τα εισοδήματα των φτωχών κύπριων και των μη φιλικών τους αστών. Στα πλαίσια αυτά θα εξαπολύουν και ένα γενικότερο οικονομικό, ακόμα και ποινικό πογκρόμ ενάντια στη ντόπια κυπριακή εμποροτραπεζική αστική τάξη που θα την κατηγορούν σαν τον κύριο υπεύθυνο για τη χρεωκοπία. Ήδη κυνηγάνε αυτούς που πήγαν να βγάλουν έξω τα κεφάλαιά τους πριν αυτά εξατμιστούν, ενώ στήσανε σε χρόνο μηδέν adhoc δικαστικά όργανα, με πολιτικά προσδιορισμένες συνθέσεις που προφανώς η δουλειά τους θα είναι να αθωώνουν τους πραγματικούς σαμποταριστές, δηλαδή το μέτωπο των αντιευρωπαϊστών που βγαίνει πολιτικά ενισχυμένο από την καταστροφή και να κυνηγάνε τους εχθρούς αυτού του μετώπου. Όμως η ρώσικη διείσδυση μέσα στα ερείπια επίσης δεν θα κρύβεται.
Η Κύπρος έχει δει ήδη μια ρώσικη διείσδυση, αλλά την έχει δει πριν τη χρεωκοπία σαν κάτι το θετικό. Μόνο μέσα από την πικρή πείρα του το κυπριακό έθνος θα δει αυτή τη διείσδυση σαν υποδούλωση και τότε θα καταλάβει ότι η σημερινή χρεωκοπία έρχεται γάντι στη Ρωσία και ότι μόνο αυτή θα μπορούσε να την έχει προκαλέσει, γιατί μόνο αυτή είχε τα εσωτερικά πολιτικά στηρίγματα για να πουν τα διάφορα καταστροφικά «όχι» και, κυρίως, για να κάνουν τη μακρόχρονη προεργασία που έφερε την κυπριακή αποβιομηχάνιση, τη δανεική και παρασιτική υπερκατανάλωση, και τελικά την προβοκατόρικη αγορά των ήδη τοξικών ελληνικών ομολόγων.
Άλλωστε σε λίγο θα φαίνεται ακόμα πιο καθαρά τι έγινε με το κυπριακό «όχι» : Ενώ καταστράφηκε σε πελώριο βαθμό η χρηματιστική δύναμη της κυπριακής αστικής τάξης ταυτόχρονα βγήκαν εντελώς άθικτες και με πλήρες οικονομικό και κυρίως με πολιτικό-ηθικό κύρος οι δύο κρατικές ρώσικες τράπεζες. Αυτή η διπλή επιτυχία της Ρωσίας, εννοούμε πάντα αυτής των ρώσων κρατικο-ολιγαρχών που τη διαφεντεύουν, να καταστραφούν οι κύπριοι αστοί και να λάμψει η δικιά τους δύναμη, σε συνδυασμό με τους άφθονους πολιτικούς και οικονομικούς κύπριους πράκτορες της και με τους 50. 000 ρώσους κατοίκους της χώρας, εκ των οποίων οι 10000 με υπηκοότητα, θα την κάνει κυρίαρχη από εδώ και μπρος σε όλα τα επίπεδα. Με την οικονομική καταστροφή του νησιού η Ρωσία θα μπορεί να αγοράζει κυπριακή γη, φυσικούς πόρους και υπηρεσίες με τα μισά λεφτά από όσα χρειαζόταν ως τώρα και σε λίγο με ακόμα λιγότερα γιατί στην Κύπρο το σαμποτάζ θα ξεκινάει από χαμηλότερη παραγωγική εσωτερική βάση.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό το κέρδος για τους ρώσους κρατικο-ολιγάρχες. Μέσα στην αναμπουμπούλα άρπαξαν στα χέρια τους από την εμβρόντητη Κύπρο και κυρίως από τις δύο ακρωτηριασμένες τράπεζες με μισό μόνο δις Ευρώ όλα τα παραρτήματα τους στην Ελλάδα και με άθικτες τις καταθέσεις τους (Κύπρου, Λαϊκής, Ελληνικής), δηλαδή ότι πολυτιμότερο είχαν τη δοσμένη στιγμή. Λέγοντας «άρπαξαν» εννοούμε ότι τα άρπαξε κάτω από τον έλεγχο του ο πουτινικός κρατικοολιγάρχης Νέσις που μόνος του αυτός ελέγχει από το 2011 το μεγαλύτερο και καίριο, σύμφωνα με την κομμένη και ραμένη στα μέτρα του νέα νομοθεσία για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ποσοστό του 10% της Τράπεζας Πειραιώς. Έτσι η Πειραιώς - αυτή η ως το 2011 πιο χρεωκοπημένη από όλες τις μεγάλες ελληνικές τράπεζες, που με τη γενική διακομματική αποσιώπηση πέρασε σε ρώσικο πολιτικό έλεγχο πάνω στην κρίση - έγινε σε ελάχιστο χρόνο η δεύτερη στη χώρα ρουφώντας τη μια μετά την άλλη μια σειρά ντόπιες και ευρωπαϊκές τράπεζες με πιο σημαντική οικονομικοπολιτικά αυτήν της αγροτικής παραγωγής, την ΑΤΕ. Είναι χαρακτηριστικό πόσο κανείς δεν έβγαλε κιχ για αυτό το ξαφνικό πέρασμα μιας πελώριας κυπριακής περιουσίας μέσα σε λίγες ώρες και μετά από μια καταστροφή σε μια ελληνική ιδιωτική τράπεζα χωρίς κανένα απολύτως είδος, έστω άτυπου, ανοιχτού διαγωνισμού ή έστω μιας ανοιχτής διαδικασίας. Γιατί στην ουσία του αυτό είναι πέρασμα της περιουσίας μιας κυπριακής τράπεζας στο ελληνικό κράτος και από το ελληνικό κράτος σε μια ιδιωτική τράπεζα, γιατί είναι το ελληνικό κράτος που εξασφάλισε μέσω ΕΖ την εγγύηση των καταθέσεων των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα και γενικά τους όρους όλης αυτής της μεταβίβασης. Επίσης αυτοί οι ψευτοφίλοι των εργαζομένων ψευτοΚΚΕ-ΣΥΝ κρύβουν ότι η Πειραιώς μεγαλώνει με τόσα πολλά παραρτήματα, 1600, μετά την τελευταία εξαγορά, που τα μισά από αυτά της είναι άχρηστα και θα κλείσουν, οπότε χιλιάδες εργαζόμενοι θα απολυθούν.
Το καλό είναι ότι ο κύριος εχθρός δεν μπορεί να κρύβεται εμφανιζόμενος σαν φίλος όπως πριν
Πάντως ήδη αυτές οι τραγικές μέρες έδωσαν πολλά μαθήματα στον κυπριακό λαό καθώς του άνοιξαν ένα παράθυρο να δει και τη ρώσικη ευθύνη στην χρεωκοπία. Γιατί ήταν μέρες πολιτικά τόσο συμπυκνωμένες και οι κυπριακές μάζες ήταν τόσο κυριολεκτικά πεσμένες πάνω στην πολιτική και στην οικονομία ώστε η Ρωσία για πρώτη φορά δεν μπόρεσε να κρυφτεί εντελώς. Η γνώση καταχτιέται με άλματα και αυτά με τη σειρά τους οφείλονται στα άλματα της ίδιας της ζωής. Βέβαια όταν λέμε ότι ο κυπριακός λαός μπορεί τώρα να δει τη Ρωσία, δεν εννοούμε ότι φτάνει να δει μόνο τη Ρωσία σαν εχθρό του για να σωθεί. Για να σωθεί πρέπει να δει την άρχουσα τάξη του που τον έκανε έρμαιο της Ρωσίας, πρέπει να δει τη φύση και την ιστορία της, πρέπει πάνω απ όλα σε αυτές τις μεγάλες στιγμές κρίσης να δει και τον ίδιο του τον εαυτό, δηλαδή και τα δικά του λάθη και αδυναμίες και να τα διορθώσει. Απλά θεωρούμε ότι ένας λαός δεν μπορεί να δει ούτε τον εαυτό του ούτε καν τη δικιά του άρχουσα τάξη αν δεν δει τον αληθινό κύριο εξωτερικό του εχθρό, που στην περίπτωση της Ρωσίας λειτουργεί με τους πράκτορές του και σαν κύριος εσωτερικός εχθρός του κυπριακού λαού, και πιο συγκεκριμένα σαν οργανωτής των εθνικών του ελαττωμάτων.
Λοιπόν η ζωή δίδαξε πια τον κυπριακό λαό ότι η Ρωσία μπορούσε να ελαφρώσει το τραπεζικό χρέος της Κύπρου παρατείνοντας έστω για λίγα χρόνια την αποπληρωμή του δανείου των 2, 5 δις Ευρώ και μειώνοντας το επιτόκιο δανεισμού πριν την καταστροφική «διάσωση» από την ΕΖ και όχι μετά που η ζημιά είχε γίνει. Άλλωστε, ακόμα και όψιμα, η εξαγγελία της αναδιάρθρωσης αυτού του χρέους δεν γίνεται για να εξευμενίσει ο Πούτιν τον κυπριακό λαό για την προδοσία του, αλλά για να τον εκμεταλλευτεί παραπέρα. Και δεν εννοούμε τόσο ότι αυτά τα 2,5 δις ο Πούτιν θα τα χρησιμοποιεί σαν δόλωμα και σαν εκβιασμό απέναντι στην Κύπρο, όπως το έχει κάνει ήδη. Εννοούμε ότι θα τα χρησιμοποιεί για να γίνει επίσημος όπως είπαμε αρχικά συν-αναδόχος με τη Γερμανία, και γενικότερα με την Ευρωζώνη, της κυπριακής διάσωσης. Αυτό είναι το βαθύτερο νόημα της διαβεβαίωσης του Σόιμπλε στον Πούτιν μετά την υπογραφή της συμφωνίας ότι η τρόικα θα «βρίσκεται σε στενή επαφή με τη Ρωσία, εταίρο καιπιστωτή της Κύπρου». Αυτό το είχαμε τονίσει στο προηγούμενο άρθρο μας για την Κύπρο, μόνο που αυτή η ρώσικη επέμβαση που πιθανολογήσαμε ότι θα γινόταν με δανεισμό της Κύπρου και από τη Ρωσία πριν τη συμφωνία ΕΖ-Κύπρου, γίνεται μετά τη συμφωνία αυτή. Η Ρωσία με λίγα λόγια έκανε τελικά εκείνο που κάνει πάντα. Άφησε, για την ακρίβεια έσπρωξε, τη Γερμανία να δώσει το μεγάλο «διαρθρωτικό» χτύπημα της στην Κύπρο και μετά έσπευσε η ίδια να γίνει ένας μεσολαβητής απαραίτητος στην τσακισμένη οικονομικά Κύπρο και στην πολιτικά τραυματισμένη Γερμανία. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Πούτιν άφησε τον Μεντβέντεφ να βγει μπροστά και να κάνει τη βρωμοδουλειά, δηλαδή να βρίζει τη Γερμανία, αλλά και την Κύπρο για ληστεία των ρωσικών καταθέσεων και ο ίδιος αυτός ο υβριδικός Τσάρος- Φύρερ έμεινε πιο πίσω σε πιο «ευγενική» θέση απέναντι και στις δυο χώρες.
Η Ρωσία για να καλυφθεί απέναντι στην Κύπρο καμώθηκε ότι δεν τη βοήθησε για να μην τα χαλάσει με τη Γερμανία. Αυτό ήταν το νόημα της τοποθέτησης του Πούτιν ότι πρώτα έπρεπε η Κύπρος να συμφωνήσει με την ΕΖ και μετά θα τη βοηθούσε η Ρωσία. Εκείνο που πραγματικά δεν ήθελε η Γερμανία ήταν η Ρωσία να δώσει ένα νέο δάνειο στην Κύπρο, επειδή αυτό ναι μεν θα ανακούφιζε την Κύπρο από την ευρωπαϊκή πίεση αλλά θα αύξαινε το συνολικό κυπριακό χρέος τόσο ώστε αυτό να μην είναι βιώσιμο, πράγμα που θα υποχρέωνε την ΕΖ, αργά η γρήγορα, να κουρέψει κάποια από τα δάνεια της προς την Κύπρο. Όμως αν η Ρωσία πρόσφερε λεφτά στη Κύπρο πχ αναδιαρθρώνοντας τα 2,5 δις, δηλαδή χαρίζοντας τοκοχρεωλυτικά κάποιο μέρος τους η Γερμανία δεν θα μπορούσε να προβάλει διαφωνία. Γι αυτό άλλωστε ο Σόιμπλε «Ερωτηθείς σχετικά με το ενδεχόμενο η Λευκωσία να λάβει βοήθεια από την Μόσχα, σημείωσε ότι το αντιμετωπίζει "με μεγάλη χαλαρότητα" και ευχήθηκε στον Κύπριο ομόλογό του πουβρίσκεται στην Ρωσία, "καλή επιτυχία" (inews, 20 Μάρτη).Αλλά και μόνο το ότι η Γερμανία δεν έβαλε στην πρώτη πρόταση της, ούτε στη δεύτερη, σαν όρο της διάσωσης, την «αναδιάρθρωση» των δύο τραπεζών της Κύπρου δείχνει ότι αυτή δεν ήταν μια ισχυρή γερμανική απαίτηση. Η διάθεση της Γερμανίας να διεκδικήσει μια τέτοια «αναδιάρθρωση» φούντωσε εκ των υστέρων μετά το όχι της Κύπρου και μάλιστα αφού επί μέρες η Ρωσία έφτυνε και έβριζε για τη λεηλασία, όπως είπαμε, των καταθέσεων των ρωσικών τραπεζών.
Η Ρωσία αποκαλύφθηκε ακόμα περισσότερο σαν μη φίλος της Κύπρου όταν εκτός από τη μη αναδιάρθρωση των 2,5 δις υπονόμευσε το ταμείο εγγύησης που προσπάθησε να φτιάξει η κυπριακή αστική τάξη όταν πανικόβλητη ακολούθησε τους ρωσόφιλους στο «όχι» πιστεύοντας ότι θα τη βοηθούσε η Ρωσία. Αρνήθηκε δηλαδή να τους βοηθήσει να συμπληρώσουν το κεφάλαιο των 5,8 δις που τους έλειπε με το να αγοράσει συμμετοχή στα κυπριακά κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Αλλά γιατί να αγοράσει η Ρωσία οποιαδήποτε ποσοστά για να εμποδίσει μια καταστροφή και να μην τα αγοράσει μετά την καταστροφή αυτή;
Όμως η Ρωσία αποκαλύφθηκε και σαν εχθρός γιατί ενώ αρνήθηκε να αγοράσει αυτά τα δικαιώματα, είπε την τρομερή κουβέντα, την εντελώςκαταστροφική στρατηγικά για το οικονομικό απόθεμα της Κύπρου σε υδρογονάνθρακες και ακόμα πιο καταστροφική σε ώρα χρεωκοπίας, ότι η Κύπρος δεν έχει τάχα δικαίωμα ουσιαστικής πρόσβασης σε αυτούς τους υδρογονάνθρακες χωρίς την έγκριση της Τουρκίας. Πέρα από την άμεση και καίρια οικονομική ζημιά που έκανε στην Κύπρο αυτή η τοποθέτηση αποτελεί υποστήριξη στην τουρκική κατοχή και διαμελισμό της Κύπρου και με αυτή την έννοια.
Και πείνα λοιπόν και διαμελισμός, αυτά δίνει σήμερα το τέρας που τόσο διεστραμμένα λατρεύει τόσες δεκαετίες η κυπριακή άρχουσα τάξη. Ήρθε ο καιρός ο κυπριακός λαός να σταματήσει να ακολουθεί αυτό το βίτσιο της γερασμένης αστικής του τάξης. Αρκετά με τα καμώματα και αυτηνής και της καθόλου ανιδιοτελούς μεγαλύτερης ελληνικής αδελφής της που από παράδοση την εκπορνεύει.
Ετικέτες