Αυτή ήταν η διαφορά αυτού του κινήματος με το πολύ μαζικό και παρατεταμένο κίνημα ενάντια στο νέο συνταξιοδοτικό που είχε σε όλη τη διάρκεια του τη συμπάθεια της μεγάλης πλειοψηφίας των μαζών και ειδικά του εργαζόμενου λαού, ακόμα και μέσα στην κορύφωση των συγκρούσεων του με την αστυνομία, και το οποίο συνετέλεσε στο να δυναμώσει το κύρος του δημοκρατικού συνδικαλισμού που ήταν αυτός που κράτησε αυτό το κίνημα σε ένα γενικά ψηλό πολιτικό επίπεδο. Αντίθετα, αυτό εδώ το κίνημα είχε μια εκρηκτική ανάπτυξη στην αρχή γιατί χάρη στη μαγνητοσκοπημένη σκηνή της δολοφονίας του 17χρονου εφήβου από τον Γάλλο αστυνομικό, είχε το δίκιο με το μέρος του οπότε έβαλε για μια ακόμα φορά και με περισσότερη ένταση από παλιά το ζήτημα της ρατσιστικής συμπεριφοράς του γαλλικού κράτους απέναντι στην περιθωριοποιημένη δεύτερης και τρίτης γενιάς νεολαία των βορειοαφρικανών μεταναστών. Όμως τη δεύτερη κιόλας μέρα το ξέσπασμα αυτό που ξεκίνησε σαν μια νεολαιίστικη δίκαιη εξέγερση ξέπεσε σε εκτεταμένες λεηλασίες, εμπρησμούς σε πολλές πόλεις σε όλη τη Γαλλία, αλλά και σε βία σε εκλεγμένες δημοτικές αρχές, που το οδήγησε στο να απομονωθεί από το λαό σε τεράστιο βαθμό και να σβήσει μέσα σε πέντε μέρες (ενώ το 2005 είχε κρατήσει τρεις ολόκληρες εβδομάδες). Αυτό φαίνεται ότι οφείλεται στην ταξική φύση του κοινωνικού στρώματος που απόκτησε την περισσότερη δύναμη μέσα σε αυτό το κίνημα από την αρχή και το οποίο ήταν ένα λούμπεν κομμάτι της νεολαίας που μία πλευρά του έχει σχέση με το μικρό έγκλημα. Την οργή αυτού του κομματιού της νεολαίας απέναντι στην αυταρχική, κατά πολλούς ρατσιστική, αστυνομική συμπεριφορά τη μοιράζεται όλος αυτός ο περιθωριοποιημένος πληθυσμός των εργατικών προαστίων. Αυτή η μεγάλη μάζα δεν συμμετείχε σ αυτές τις συγκρούσεις γι αυτό δεν είχαν τη μαζικότητα των αντίστοιχων του 2005, αλλά όλα δείχνουν ότι και αυτής ο κύριος εχθρός είναι η αστυνομία και σ αυτό το χώρο ψαρεύει ο Μελανσόν. Όμως η δουλειά μιας πραγματικής αριστεράς δεν είναι να σταθεί στο πλευρό του λούμπεν και της βίας του και να δηλώσει ότι «έτσι συμπεριφέρονται οι εξεγέρσεις των φτωχών» αλλά να δώσει πάλη πριν από τέτοια ξεσπάσματα για ένα πραγματικά ταξικό και δημοκρατικό κίνημα των προαστίων όπου η ίδια η φτωχολογιά των γκέτο θα παλεύει για την πραγματική καλυτέρευση των όρων διαβίωσης της. Αλλά πότε δεν ένοιαξαν κάτι τέτοια κινήματα το σοσιαλφασισμό που ξέρει μόνο να διασπάει το λαό.
Αυτή η ζημιά έμεινε από αυτή την εξέγερση επειδή σχηματίστηκε το δίπολο φασισμός- σοσιαλφασισμός. Δηλαδή από τη μια έμεινε σαν ο πολιτικός εκπρόσωπος της εξέγερσης όλων των προαστίων αλλά και ενός κομματιού της ταξικής αριστεράς ο Μελανσόν (αν και το μικρότερο «Κ»Κ Γαλλίας δεν τον ακολούθησε σε αυτό για να μην απομονωθεί από τις πλατιές δημοκρατικές μάζες) ενώ από την άλλη στο πλευρό μιας όλο και πιο λεπενικής αστυνομίας συσπειρώθηκε ένα σαφώς πλειοψηφικό και πιο ισχυρό από ποτέ πολιτικό μπλοκ που έχει επικεφαλής του τους φασίστες της Λεπέν. Το αναντίρρητο αποτέλεσμα δηλαδή αυτής της εξέγερσης ήταν να δυναμώσει το φιλο-αστυνομικό και εν πολλοίς αντιμεταναστευτικό και ρατσιστικό αντι-βορειοαφρικάνικο ρεύμα μέσα στη γαλλική πολιτική και κοινωνική ζωή, δηλαδή η πουτινική γραμμή. Ο τόσο αλαζόνας, όσο και καιροσκόπος Μακρόν έμεινε για μια ακόμα φορά αδύναμος στο κέντρο και διεθνώς ταπεινωμένος και τραυματισμένος. Γενικά πάντα όταν δυναμώνει αυτό το ουσιαστικά φιλορώσικο δίπολο, κάθε πολιτικό κέντρο που δεν βλέπει την κρυμμένη ταυτότητα φασισμού- σοσιαλφασισμού αποσυντίθεται. Μόνο μια πραγματική αριστερά που καταλαβαίνει τη διαφορά του σοσιαλισμού από το σοσιαλφασισμό, μπορεί να προτείνει στις καταπιεσμένες μάζες μια γραμμή πραγματικού αντιφασισμού οπότε και πραγματικού αντι-σοσιαλφασισμού και έτσι να τις ενώσει, δηλαδή να ενώσει το ντόπιο με το μεταναστευτικό προλεταριάτο και με όλους τους δημοκράτες της χώρας.
Αυτό είναι το μεγάλο και πολύ δύσκολο καθήκον μέσα σε όλες τις δυτικές αστοδημοκρατίες, ιδιαίτερα τις ευρωπαϊκές που σήμερα δέχονται εξωτερική επίθεση και περικύκλωση από το ρωσοκινεζικό Άξονα και ταυτόχρονα εσωτερική επίθεση διάσπασης κάθε λαού από τα ανελέητα δίπολα που αναφέρουμε.