Μια τέτοια χαρακτηριστική απόφαση, που είχε παρθεί επί καγκελαρίας Μέρκελ ήταν και η κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία. Με το κλείσιμο του τελευταίου πυρηνικού αντιδραστήρα στη Γερμανία το Γενάρη του 2022 έσβησε ένας σοβαρός πυλώνας ενεργειακής αυτάρκειας για την ΕΕ. Λίγες βδομάδες μετά το κλείσιμο εκδηλώθηκε η ανοιχτή ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η εξέλιξη αυτή καθόλου δεν ταλάντευσε τη γερμανική αστική τάξη ως προς το αν πρέπει να αναγνωριστεί η πυρηνική σαν μια καθαρή μορφή ενέργειας, κάτι που θα οδηγούσε σε επαναλειτουργία των εργοστασίων της. Ακόμα και μετά την απομάκρυνση των ρωσόδουλων Σρέντερ-Μέρκελ από το τιμόνι της χώρας η Γερμανία παραμένει ένα από τα πιο εχθρικά απέναντι στην πυρηνική ενέργεια κράτη της ΕΕ, μαζί με κράτη όπως η Αυστρία και η Ισπανία που συνεχίζουν να στηρίζονται στο ρωσικό αέριο. Το μόνο που κατάφερε η συγκεκριμένη κίνηση ήταν να δυσκολέψει την προσπάθεια απεξάρτησης της χώρας από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και να αυξήσει την τιμή της ενέργειας υπέρ των εταιρειών αλλά σε βάρος ιδιαίτερα των πιο φτωχών γερμανικών νοικοκυριών, πράγμα που ευνοεί πρωτίστως τη ραγδαία άνοδο των φαιο-«κόκκινων» πρακτόρων του Πούτιν μέσα στην καρδιά της Ευρώπης. Για να μη μιλήσουμε για το αρνητικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα που προκύπτει από το κλείσιμο των πυρηνικών εργοστασίων όταν σήμερα το 1/3 της ηλεκτρικής ενέργειας της Γερμανίας παράγεται από τον αναντίρρητα πολύ πιο ρυπογόνο άνθρακα.
Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες περιβαλλοντικές συνέπειες δεν είναι τίποτα μπροστά στην καταστροφή που περιμένει τις ενεργειακά σε ασφυξία ευρωπαϊκές χώρες όταν βρεθούν αντιμέτωπες με μια ξαφνική ρωσική στρατιωτική επίθεση. Αλλά οι φιλελεύθεροι αστοί της Ευρώπης αντιμετωπίζουν συχνά το ενδεχόμενο ενός ενεργειακού στραγγαλισμού με εξοργιστική αμεριμνησία, όταν δεν το απορρίπτουν κιόλας σαν δείγμα «συνομωσιολογικής» αντίληψης. Τόσο πολύ έχουν βυθιστεί στους στενόμυαλους χρηματιστηριακούς τους σχεδιασμούς οι ευρωπαίοι μονοπωλιστές που αρνούνται να διδαχτούν από την τραυματική εμπειρία του προηγούμενου παγκόσμιου πολέμου. Αλλά και η ίδια η παραδοχή του προβλήματος οδηγεί γενικά τη Δύση όχι σε μια γενναία ρήξη με τον σύγχρονο φασιστικό άξονα αλλά στη συνθηκολόγηση μαζί του. Οδηγεί σε άγονες στρατηγικά για την ίδια παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις με τα φασιστικά καθεστώτα – τμήματα του άξονα – που φυτρώνουν κάθε τόσο σα μανιτάρια στην περιφέρειά της, διαπραγματεύσεις που κινούνται ενάντια στις διαθέσεις και τα συμφέροντα των λαών για να προσφέρουν στα καθεστώτα αυτά πολύτιμες διευκολύνσεις. Την ίδια στιγμή η δήθεν αδύναμη Ρωσία πουλά στους συμμάχους της το αέριο που στερεί από την Ευρώπη στη μισή τιμή και πρόσφατα αναβάθμισε τη διπλωματική της θέση παγκόσμια μέσω διεύρυνσης των BRICS. Αλλά ούτε αυτή η ραγδαία εξέλιξη στάθηκε ικανή να ταρακουνήσει την αποχαυνωμένη δυτική αστική τάξη.
Τελευταία τραγική αυτοκτονική κίνηση στην Ευρώπη ήταν το κλείσιμο μιας πολύ κρίσιμης ενεργειακής δεξαμενής της ΕΕ που είναι το κοίτασμα φυσικού αερίου στο Γκρόνινγκεν της Ολλανδίας. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό κοίτασμα αερίου και βασική πηγή για μεγάλο τμήμα της δυτικής Ευρώπης. Ο λόγος που εγκαταλείφθηκε ήταν οι ολοένα και συχνότεροι σεισμοί που προκαλούσαν οι εξορύξεις στην περιοχή θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια των κατοίκων και την ακεραιότητα των σπιτιών τους (Euronews, 1/10). Η εταιρεία που έκανε τις εξορύξεις (DutchPetroleumCompany) και η ολλανδική κυβέρνηση, αντί να ενισχύσουν τους πληγέντες με ουσιαστικές αποζημιώσεις για στατικές ενισχύσεις των κατοικιών τους, ή να επιδοτήσουν το χτίσιμο νέων πιο ασφαλών, ή να φροντίσουν για την μετεγκατάσταση ενός μέρους του πληθυσμού σε άλλες περιοχές, προτίμησαν να σφραγίσουν τα ορυχεία αφήνοντας τη χώρα ενεργειακά ακάλυπτη απέναντι στα ρωσικά τανκς. Τα δύο μονοπώλια που ελέγχουν την εταιρεία, η Shell και η ExxonMobil, βρήκαν πιο συμφέρουσα λύση την πώλησή της από τη συνέχιση της παραγωγής και τη διάθεση ενός μη αμελητέου μέρους των κερδών τους για την κάλυψη των βασικών αναγκών του τοπικού πληθυσμού. Όλοι αυτοί δε βλέπουν ή αδιαφορούν για το ότι η φρίκη του πολέμου που έρχεται θα είναι πολύ χειρότερη και οι απώλειες πολλαπλάσιες από εκείνες που προκαλεί σήμερα ο εγκέλαδος στην Ευρώπη, όπως ήδη μαρτυρά η ρωσική νεοχιτλερική εισβολή σε Τσετσενία, Συρία και Ουκρανία κ.α. αλλά και η εισβολή των συμμάχων της στη Βοσνία.
Χειρότερη ακόμα από την ευρωπαϊκή, η ελληνική αστική τάξη ακολουθεί πιστά τους νέους τσάρους στις διάφορες μεταμφιέσεις τους για να πρωτοστατήσει αυτή τη φορά στη νέα Μεγάλη Ιδέα της αποσταθεροποίησης της Ευρώπης. Σ’ αυτά τα πλαίσια ο ελληνικός εφοπλισμός πρωτοστατεί στο σπάσιμο του δυτικού εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο και τελευταία βρήκε μια ακόμα πιο προσοδοφόρα δραστηριότητα: την πώληση των πετρελαιοφόρων του σε σκοτεινούς αγοραστές που σχετίζονται με τη Ρωσία (https://foreignpolicy.com/2023/09/11/greece-russia-tankers-oil-sanctions/). Κι όμως η χώρα μας έχει τη δυνατότητα να συμβάλει στην ενεργειακή αυτάρκεια της Ευρώπης με τα τεράστια κοιτάσματα αερίου που παραμένουν αιώνια θαμμένα στο Ιόνιο και στην υπεράκτια Κρήτη με ευθύνη όλου του εγχώριου πολιτικού καθεστώτος. Αλλά αυτό είναι ένα σκληρό τίμημα που πληρώνει για το μεγαλοϊδεατισμό της άρχουσας τάξης του πρώτα και κύρια ο ελληνικός λαός.
Με ανάλογο τρόπο η Ευρώπη πληρώνει σήμερα, εκτός από την πολύχρονη εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο, και την εκμετάλλευση της φτηνής κινέζικης εργατικής σάρκας που της πρόσφερε για δεκαετίες το φασιστικό καθεστώς του Πεκίνου. Η κατάσταση που επικρατεί στον τομέα της ηλιακής ενέργειας (αλλά και στην αιολική) είναι πολύ χαρακτηριστική. Προκειμένου να επισπεύσει την πράσινη μετάβαση η ΕΕ κατάργησε στα 2018 τους δασμούς 10% στα κινεζικά φωτοβολταϊκά πάνελ που είχαν επιβληθεί στα 2012 με αποτέλεσμα την καταστροφή της ευρωπαϊκής βιομηχανίας φωτοβολταϊκών και τον κατακλυσμό της Ευρώπης με κινεζικά. Σήμερα η ΕΕ προμηθεύεται το 90% των ηλιακών συλλεκτών της από την Κίνα και ένας εμπορικός πόλεμος με το Πεκίνο θα ήταν αρκετά επίπονος για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, οι οποίες αντιτίθενται σε κάθε προσπάθεια επιβολής δασμών στις εισαγωγές που θα κινδύνευε σε περίπτωση διακοπής προμηθειών από την Κίνα να βλάψει σοβαρά την ευρωπαϊκή μετάβαση στις ΑΠΕ. Την ίδια ώρα το κινεζικό κράτος επιδοτεί γενναία την εγχώρια βιομηχανία ηλεκτρικών οχημάτων και ελέγχει τις σπάνιες γαίες που χρειάζονται για την κατασκευή των μπαταριών. Έχει κατηγορηθεί επίσης ότι βασίζεται για την παραγωγή τους στην καταναγκαστική εργασία εθνικών μειονοτήτων, όπως είναι οι Ουιγούροι στο Σιντζιάνγκ όπου εκτελούνται τα 2/5 της παγκόσμιας παραγωγής πολυπυριτίου, κύριας ύλης για τους ηλιακούς συλλέκτες. Σ’ αυτό το χιτλερικό έγκλημα οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες δεν είναι τελείως αμέτοχες καθώς έχουν εδώ και καιρό συνδέσει τα συμφέροντά τους με την Κίνα πρωτοστατούντος εταιρειών όπως είναι η Audiή η Volkswagenπου έχουν εδραιώσει συμπαραγωγές με την κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία και τους βολεύει η παρούσα κατάσταση.