Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ακόμη μια φορά για το φασιστικό Τείχος του Βερολίνου: Το “Σημείωμα Στάλιν” του 1952 για την ενοποίηση της Γερμανίας

Λίγες ημέρες μετά τη δημοσίευση του άρθρου μας για τη θέση των πραγματικών κομμουνιστών και της σοσιαλιστικής ΕΣΣΔ στο ζήτημα της ενοποίησης της Γερμανίας* στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 (που βρισκόταν στον αντίποδα της κατοπινής σοσιαλφασιστικής χρουστσοφικής και μπρεζνιεφικής γραμμής για την ανέγερση Τείχους στο Βερολίνο), ένας αναγνώστης, σύντροφός μας, μάς επισήμανε ότι, πέραν των τοποθετήσεων των Μπέρια - Μαλένκοφ για το θέμα την άνοιξη του 1953, υπάρχει και μία ακόμη απόδειξη, ακόμη πιο εμφατική, της γραμμής της σταλινικής ηγεσίας για επανενοποίηση της Γερμανίας ως αστικοδημοκρατικού, ουδέτερου και ειρηνόφιλου ενιαίου κράτους.

 

Η απόδειξη αυτή είναι ακόμη πιο εμφατική, καθώς φέρει την υπογραφή του ίδιου του Στάλιν. Πρόκειται για το Σημείωμα Στάλιν (Stalin Note)**, το οποίο στην πραγματικότητα είναι τέσσερα σημειώματα, με τα οποία, στα 1952, ο ηγέτης της ΕΣΣΔ και του ΚΚΣΕ απευθυνόταν στις υπόλοιπες τρεις δυνάμεις που ασκούσαν κατοχή στο έδαφος της ηττημένης χιτλερικής Γερμανίας μετά το 1945 μαζί με τη Σοβιετική Ένωση (Βρετανία, ΗΠΑ, Γαλλία), υποβάλλοντας συγκεκριμένη και ολοκληρωμένη πρόταση για επανένωση της Γερμανίας, στην ίδια ακριβώς βάση με τις μεταγενέστερες προτάσεις Μπέρια - Μαλένκοφ στις οποίες αναφερθήκαμε στο προηγούμενο άρθρο μας.

Το πρώτο και βασικό σημείωμα παραδόθηκε από τον Αντρέι Γκρομίκο στις 10 Μαρτίου του 1952 σε διπλωματικούς εκπροσώπους των Βρετανίας, ΗΠΑ και Γαλλίας, και περιελάμβανε τις εξής προτάσεις:

-       Συνθήκη ειρήνης όλων των συμμετεχόντων στον αντιχιτλερικό - αντιναζιστικό πόλεμο με μια ενιαία γερμανική κυβέρνηση, ο σχηματισμός της οποίας θα συμφωνηθεί από όλους τους Συμμάχους. 

-       Η Γερμανία θα επανασυσταθεί ως ενιαίο κράτος στα σύνορα που είχαν συμφωνηθεί στη Σύνοδο του Πότσνταμ, το 1946.

-       Όλες οι κατοχικές δυνάμεις θα αποσυρθούν από το γερμανικό έδαφος μέσα σε έναν χρόνο από την έναρξη ισχύος της συνθήκης ειρήνης.

-       Στη Γερμανία θα ισχύουν όλα τα δημοκρατικά δικαιώματα, όπως η ελευθερία συνάθροισης, η ελευθερία του Τύπου, καθώς και η ελεύθερη λειτουργία πολυκομματικού συστήματος, ενώ πολιτικές ελευθερίες θα έχουν ακόμη και τα μέλη του ναζιστικού κόμματος που πολέμησαν με τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, με την εξαίρεση των εγκληματιών πολέμου, που βρίσκονται υπό ποινική διερεύνηση.

-       Η Γερμανία θα ανακηρυχθεί επισήμως ουδέτερο κράτος και δεν θα έχει δικαίωμα συμμετοχής σε κανενός είδους πολιτική ή στρατιωτική συμμαχία η οποία θα στρέφεται κατά οποιασδήποτε από τις χώρες οι οποίες πολέμησαν στον πόλεμο ενάντιά της.

-       Η Γερμανία θα έχει ακώλυτη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, χωρίς περιορισμούς.

-       Στη Γερμανία θα επιτραπεί να έχει εθνικές ένοπλες δυνάμεις για την άμυνά της και να παράγει πυρομαχικά και εξοπλισμό γι’ αυτές τις δυνάμεις.

Στις 25 Μαρτίου του 1952, μετά από διαβουλεύσεις με τον καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας, Κόνραντ Αντενάουερ, για τον οποίο, όπως σημειώνεται από τους ιστορικούς, η ενσωμάτωση της Δ. Γερμανίας στο δυτικό αντισοβιετικό μπλοκ ήταν σημαντικότερος στόχος από την επανενοποίηση της χώρας του, ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία απέστειλαν την απάντησή τους στη Μόσχα. Με αυτήν, ανατίναζαν ουσιαστικά τις γέφυρες που έριχνε η σοβιετική ειρηνόφιλη πολιτική, καθώς ζητούσαν:

-       Προκειμένου να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για Συνθήκη Ειρήνης, να διεξαχθούν εκλογές σε ολόκληρη τη Γερμανία υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών, στη συνέχεια να σχηματιστεί πανγερμανική κυβέρνηση και αργότερα να ανοίξει ο διάλογος για τη Συνθήκη Ειρήνης.

-       Τα σύνορα που συμφωνήθηκαν στο Πότσνταμ απορρίπτονται, αφού αυτά θα τεθούν σε εφαρμογή μόνον όταν υπογραφεί η Συνθήκη Ειρήνης (σ.σ. η γραμμή Oder - Neisse, από τα ομώνυμα ποτάμια, έγινε τελικά αποδεκτή οριστικά και από την ενιαία Γερμανία το 1990, στη συνθήκη διαρρύθμισης των συνόρων της με την Πολωνία, ακριβώς όπως ζητούσε ο Στάλιν).

-       Η Γερμανία θα έχει κάθε δικαίωμα να εισέρχεται σε οποιαδήποτε συμμαχία επιθυμεί, εντός του πλαισίου του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.

-       Με πλήρη συμφωνία των Τριών Δυτικών Δυνάμεων, η Γερμανία θα λάβει μέρος σε μια αμυντική, ευρωπαϊκή στρατιωτική συμμαχία, συγκεκριμένα στην τότε σχεδιαζόμενη Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα, χωρίς όμως το δικό της ανεξάρτητο στρατό, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν μια επιστροφή της Ευρώπης στις μιλιταριστικές και επιθετικές αντιπαραθέσεις.



Στο δεύτερο σημείωμά του, στις 9 Απριλίου του 1952, ο Στάλιν επανέρχεται αποδεχόμενος τις ελεύθερες εκλογές ως βάση για μια ενοποιημένη Γερμανία, σημειώνοντας απλώς ότι η ΕΣΣΔ θα προτιμούσε οι τέσσερις δυνάμεις κατοχής της Γερμανίας να αναλάβουν την ευθύνη επιτήρησης των εκλογών και όχι ο ΟΗΕ. Σημειώνει ακόμη ότι, ανεξάρτητα από αυτό, οι διαπραγματεύσεις για Συνθήκης Ειρήνης πρέπει να ξεκινήσουν και επιμένει σε δύο σημεία: στην οριστικοποίηση των συνόρων στη γραμμή της Συνόδου του Πότσνταμ και στην μη συμμετοχή της Γερμανίας σε πολιτικοστρατιωτικούς συνασπισμούς. Οι Δυτικοί από την πλευρά τους επέμεναν στην ύπαρξη «ανεξάρτητων» παρατηρητών στις εκλογές και στη διεξαγωγή τους πριν την έναρξη συνομιλιών για τη συνθήκη ειρήνευσης. Το «πρώτα εκλογές και μετά συνομιλίες για συνθήκη ειρήνευσης» σήμαινε η ανατολική Γερμανία να απορροφηθεί πολιτικά από την πληθυσμιακά πλειοψηφική δυτική Γερμανία χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε εγγύηση ουδετερότητας της, δηλαδή ειρήνευσης, πράγμα προφανώς απαράδεκτο για την ανατολική πλευρά.

Μία ημέρα πριν την υπογραφή της συνθήκης ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (που ήταν μια μορφή ευρωπαϊκού NATO και τελικά δεν ιδρύθηκε ποτέ, καθώς η γαλλική Εθνοσυνέλευση καταψήφισε την ιδρυτική της συνθήκη), στις 24 Μαΐου 1952, ο Στάλιν σε τρίτο σημείωμά του επικρίνει τη δημιουργία της και κατηγορεί τις δυτικές δυνάμεις ότι κωλυσιεργούν σκόπιμα τις διαπραγματεύσεις για συνθήκη ειρήνης. Οι Δυτικοί, στις 10 Ιουλίου του 1952, από την πλευρά τους, επιτίθενται στη συγκεντροποίηση της εξουσίας, στην κολλεκτιβοποίηση και στις αλλαγές στο δικαστικό σύστημα στην Ανατολική Γερμανία και επιμένουν στη γραμμή «πρώτα εκλογές, μετά διαπραγματεύσεις για ειρήνη».

Στο τέταρτο και τελευταίο του σημείωμα, στις 23 Αυγούστου του 1952, ο Στάλιν επαναλαμβάνει τις σοβιετικές θέσεις και αντιπροτείνει εκλογική επιτροπή με ίση εκπροσώπηση μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας, θέση ωστόσο που οι Δυτικοί και ο Αντενάουερ είχαν απορρίψει από το 1951.

Ο αποχαλινωμένος αντικομμουνισμός των δυτικών ιμπεριαλιστών, αλλά και του Αντενάουερ, σε συνδυασμό με τη νίκη της κινεζικής επανάστασης υπό τον Μάο Τσε Τουνγκ, καθώς και ο πόλεμος στην Κορέα, που είχαν οδηγήσει στη μακαρθική υπεραντιδραστική φρενίτιδα στις ΗΠΑ, δεν έδιναν πολλές πιθανότητες επιτυχίας στις προτάσεις της ΕΣΣΔ.

Αυτές αποτελούν ωστόσο υπέροχο δείγμα της πλατιάς, ειρηνόφιλης και αντιιμπεριαλιστικής πολιτικής του τριτοδιεθνιστικού κομμουνισμού, που ήξερε να σέβεται τις διαθέσεις των λαών και γρήγορα κατάλαβε ότι στην Ανατολική Γερμανία δεν υπήρχε ένα πραγματικό, από τα κάτω ρεύμα που να στηρίζει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αντίθετα, η δεξιά σεχταριστική πολιτική τροτσκιστικού τύπου που σπέρματά της είχαν κάνει την εμφάνισή τους και πριν το 1956 (με κύριο εκπρόσωπο στην ηγεσία της ΓΛΔ τον Βάλτερ Ούλμπριχτ) οδηγούσε σε βίαιη και έξω από τη συνείδηση των μαζών «σοσιαλιστική οικοδόμηση», η οποία έδινε τροφή, μέσω των αντιδράσεων που όξυνε στη βάση της κοινωνίας, και στον κλασσικό αντικομμουνισμό και στα ναζιστικά υπολείμματα για βίαιες ενέργειες (μια από αυτές, η εξέγερση του Ιουνίου του 1953 στο Βερολίνο, έγινε και η αφορμή της πρώτης πράξης του χρουστσοφικού πραξικοπήματος στην ΕΣΣΔ, με τη σύλληψη και λίγο μετά την εκτέλεση του Μπέρια ως τάχα «πράκτορα της Δύσης»).

Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι ο ίδιος ο Στάλιν δεν θέτει κανέναν όρο σε επίπεδο οικονομίας της ενιαίας Γερμανίας, δεχόμενος ουσιαστικά ότι θα πρόκειται για ένα καπιταλιστικό στο επίπεδο των παραγωγικών σχέσεων, αν και αστικοδημοκρατικό, ειρηνόφιλο και ουδέτερο κράτος. Μια τέτοια πρόταση ήταν αποδεκτή από την πλατιά μάζα του γερμανικού λαού, αλλά ακτινοβολούσε ευρύτερα και παγκόσμια τη θέση της ΕΣΣΔ ότι οι εσωτερικές υποθέσεις λαών και χωρών, το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα υπό το οποίο θα ζούσαν δεν θα το αποφάσιζε απ’ έξω και πέρα από τη θέλησή τους κάποιος σωτήρας, ακόμη και με τις καλύτερες προθέσεις. Ήταν η ίδια θέση που εξέφρασε ο Μάο Τσε Τουνγκ το 1955 - 1956, όταν οι Σοβιετικοί ζήτησαν τη γνώμη του για τις ταραχές που είχαν ξεκινήσει σε Πολωνία και Ουγγαρία: αρχικά, και πριν τα πράγματα οδηγηθούν σε ανοιχτή αντικομμουνιστική εξέγερση, ο ηγέτης του ΚΚ Κίνας είχε τονίσει ότι ήταν ώρα η Σοβιετική Ένωση να μειώσει την παρουσία της στην ανατολική Ευρώπη και να αφήσει τους λαούς να λύσουν μόνοι τους τα εσωτερικά ζητήματα των χωρών τους. (https://www.wilsoncenter.org/publication/chinese-foreign-ministry-documents-hungary-1956). Ανάλογη θέση, με αφορμή τα γεγονότα του ‘56 στην Ουγγαρία είχε εκφράσει και ο Νίκος Ζαχαριάδης, σε επιστολή του στον συγγραφέα Αλέξη Πάρνη, στις 11 του Δεκέμβρη του 1956 όπου σημείωνε: «...Δίπλα στο Σουέζ, την ίδια - για να μην πω πολύ περισσότερη - σημασία, έχουν τα ουγγαρέζικα γεγονότα, που ασφαλώς για πολλούς θα πέσουν σαν Ιμαλάια πάνω σε ξαναμμένα κεφάλια και ξέγνοιαστες φαλάκρες (σ.σ. αναφορά στον Χρουστσόφ). (...)

Τι συνέβη στην Ουγγαρία; Η εξήγηση δάκτυλος του εχθρού δεν εξηγεί απόλυτα τίποτα και µονάχα βοηθά να κρύβουµε τα κεφάλια µας στην άµµο για να µην βλέπουµε την πραγµατικότητα, που πήρε για µας τραγική πορεία, κρίνοντας απ’ τις ειδήσεις που σποραδικά και κουτσουρεµένα πέφτουν στην αντίληψή µου. Η πηγή του κακού βρίσκεται αλλού. Το τραγικό λάθος µας βρίσκεται στο ότι, παίρνοντας την εξουσία στα χέρια µας απτά πάνω (µας την έδωσε ο Κόκκινος Στρατός) δώδεκα χρόνια δεν µπορέσαµε την εξουσία αφτή να τη θεµελιώσουµε και απτά κάτω και κοιµόµασταν µε το όνειρο ότι ό, τι και αν κάνουµε κανείς δεν µπορεί να µας κουνήσει απτή θέση µας.

Η τραγικότητα του λάθους και της κατάστασης βρίσκεται στο ότι δεν μπορέσαμε να ριζώσουμε μια ουγγαρέζικη εθνική κομμουνιστική, δηλαδή λαϊκοδημοκρατική - σοσιαλιστική πολιτική. Αφτό δε σημαίνει ότι η Λ.Δ. της Ουγγαρίας δεν είχε σοβαρές επιτυχίες. Όμως το κόμμα μας εκεί μέσα στο λαό δε ρίζωσε όσο και όπως έπρεπε, και τώρα στην Ουγγαρία έχουμε κρίση, κρίση πολιτική, αποτυχία της πολιτικής μας, χάνουμε εκεί την κατάσταση απτα χέρια μας, χωρίς και να την έχουμε χάσει ακόμα ολότελα. Εκεί τώρα έχουμε δυαδική εξουσία (ντβοεβλάστιε), όπου η πίεση απτά κάτω μας υποχρεώνει σε σοβαρές παραχωρήσεις.

Πολλές απαφτές είναι απαραίτητες και πολιτικά επιβεβλημένες, όμως η αντίδραση καραδοκεί και προσπαθεί να γκρεμίσει τα θεμέλια. Καταρέουν πολλά απτά τεχνητά δημιουργήματα που ορθώναμε εκεί και κοκορεβόμασταν μετά ότι θαβματουργήσαμε. Πιστέβω η σκέψη να σου είναι καθαρή: στην Ουγγαρία οι κομμουνιστές δρούσαν περισσότερο σαν τοποτηρητές εξωτερικού παράγοντα και λιγότερο σαν γνήσια εθνική - λαϊκή δύναμη που μπορούσε και έπρεπε στο διεθνή στίβο να συμβαδίζει και να συνεργάζεται με τις άλλες χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Έτσι, δε θίγαμε την εθνική χορδή του λαού, που έπρεπε να της δώσουμε σοσιαλιστικό περιεχόμενο, που όμως να πηγάζει απτό λαό και να γίνει πιστεφτό και αποδεχτό απτό λαό, σαν σάρκα από τη σάρκα του…» (η επιστολή είναι από την εποχή που ο Νίκος Ζαχαριάδης βρισκόταν στην «ήπια» εξορία του Μποροβίτσι και η γνησιότητά της γενικά δεν αμφισβητείται).

Πόσο ξεκάθαρη, αρχειακή, ολόπλευρη αντίθεση μεταξύ του πνεύματος των Στάλιν και Μάο και του σοσιαλφασιστικού πραξικοπηματισμού, των εισβολών, της από τα έξω επιβολής που εφάρμοσε με «αξιοθαύμαστη» συνέπεια ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός από το 1956 και δώθε, σπέρνοντας στο διάβα μόνο μίσος και συκοφαντία για τον επαναστατικό κομμουνισμό, τον οποίο αποπειράθηκε να ταυτίσει με το κύλισμα των ερπυστριών των τανκς και με τις βρώμικες εξωτερικές επεμβάσεις, εισβολές και κατοχές, από την Τσεχοσλοβακία και το Αφγανιστάν μέχρι την Ανγκόλα και την Καμπότζη. (Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάλογη στάση μη επέμβασης στα εσωτερικά τρίτης χώρας είχε ακολουθήσει ο Στάλιν και μετά τη ρήξη με την τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία, τονίζοντας σε συζητήσεις του με τον Εμβέρ Χότζα*** ότι είναι δουλειά των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών να λύσουν το ζήτημα της ηγεσίας του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και της πορείας της χώρας τους και ότι η ΕΣΣΔ, οι σοσιαλιστικές χώρες και τα Κομμουνιστικά Κόμματα δεν θα έπρεπε να επέμβουν σε αυτή την πάλη, καθώς κάτι τέτοιο “δεν θα ήταν μαρξιστικό”).

Και πόσο ευθύβολο χτύπημα στους πουτινόφιλους κνίτες παραχαράκτες της ιστορίας, που παριστάνουν (όλο και λιγότερο βέβαια) τους σταλινικούς, ενώ στην πραγματικότητα είναι νεοτροτσκιστές και σοσιαλφασίστες πραξικοπηματιστές.

 

*https://www.oakke.gr/antifasism/2013-02-16-20-19-25/item/1192-

**https://en.wikipedia.org/wiki/Stalin_Note

***https://www.marxists.org/reference/archive/hoxha/works/stalin/meet3.htm